ΘΛΙΨΗ
Άκου το άλλο τώρα, διέσχιζα την πλατεία, σε κάθε πόλη όταν λέμε πλατεία μία εννοούμε, αλλιώς λέμε την πλατεία με το ονοματεπώνυμό της.
Τα μάζευαν οι ''αγανακτισμένοι'' κάτι παιδιά αγόρια και κορίτσια ..
με μεγάλα κορμιά, μεγάλα πόδια μεγάλα χέρια, όλα τους μεγάλα, τόσο που ένιωθα ανάμεσα τους σαν την κοκκινοσκουφίτσα.
με ματάρες, με πλατάρες, με βυζάρες (πάλι θα με φωνάζει η κόρη μου)
Και υπήρχε μια θλίψη συγχώρεσης, μια θλίψη μετάνοιας, υπήρχε μια θλίψη ξεκάλτσωτη στην πλατεία, καθώς τα αγανακτισμένα παιδιά
μάζευαν τις σκηνές τους, στοίβαζαν τις χαλασμένες μικροφωνικές τους ανάμεσα στην απόγνωση και το τίποτα.
Κι έβλεπα εμένα που λέτε σκέτο τζιτζιφιόγκο( που το θυμήθηκα τούτο) να διασχίζω διαγώνια την πλατεία και να τηράω σαν μαλάκας τα παιδιά με όλα τους μεγάλα,
Και να βλέπω γύρω τις καφετέριες γεμάτες από μαλάκες σαν και μένα, να χασκογελάνε ανάμεσα στις φραπεδιές στις ουισκιές και το κατεδαφισμένο αύριο που τους αφήνουμε,
μαζί με μια ξεκάλτσωτη θλίψη να ανεβοκατεβαίνει στα σιντριβάνια.
Μου 'ρθε που λέτε, (μεταξύ μας τώρα) να βάλω τα κλάματα.
Ένιωσα στη χούφτα μου το χέρι του Αλέξανδρου με τράβηξε κατά το θέατρο Απόλλων, δεν πιστεύω πια στο μυαλό μου ούτε στις περισπούδαστες αναλύσεις
Έχω μια ελπίδα στο ένστικτο του Αλέξανδρου και των άλλων παιδιών ίσως ''ξέρουν'' αυτοί ας τους ακολουθήσουμε, ας τους εμπιστευτούμε, έτσι κι αλλιώς εμείς τα κάναμε ρόιδο.