Σύστημα εξετάσεων: Από την αντικειμενικότητα στην αξιοκρατία | Της Άννας Διαμαντοπούλου
Από την μεταπολίτευση και μετά έγιναν δεκάδες απόπειρες για την αλλαγή του συστήματος εισαγωγής στα πανεπιστήμια. Η κεντρική ιδέα του υπάρχοντος συστήματος δεν αφορά στην εκπαιδευτική διαδικασία και την ποιότητα της μάθησης,
αλλά στην αντικειμενική και αδιάβλητη βαθμολόγηση των μαθητών σε εξετάσεις εθνικής εμβέλειας και με κοινά θέματα τα οποία επίσης προκύπτουν την τελευταία στιγμή και με αδιάβλητο τρόπο (στο υπουργείο Παιδείας υπάρχει ειδικό κουβούκλιο για τις συνεδριάσεις της επιτροπής που αποφασίζει για τα θέματα το οποίο μάλιστα φυλάσσεται).
Οι "μεταρρυθμίσεις" που έγιναν, χτίστηκαν πάνω σε αυτήν τη λογική της αντικειμενικότητας και του αδιάβλητου, στοιχείων τόσο σημαντικών για την ελληνική κοινωνία. Όλες λοιπόν οι ιδέες αφορούσαν περισσότερα ή λιγότερα μαθήματα, άλλαζαν ή ανακάτευαν τις δέσμες, πειραματίζονταν με τα ποσοστά βαρύτητας των μαθημάτων και επιχειρούσαν (ανεπιτυχώς) να εντάξουν και τις αποδώσεις του Λυκείου στο όλο σύστημα. Από την άλλη πλευρά οι υποδοχείς των φοιτητών, που είναι τα ΑΕΙ, πολλαπλασιάστηκαν με γεωμετρική πρόοδο σε πολλά μέρη με αμφιβόλου ποιότητας υποδομές, ελλιπές διδακτικό προσωπικό και αντικείμενα τα οποία δεν συνδέθηκαν με τα διεθνή ακαδημαϊκά πρότυπα, με τους αναπτυξιακούς στόχους της χώρας και με την αγορά εργασίας. Και η πρόταση Γαβρόγλου ακολουθεί την πεπατημένη, μπολιασμένη βέβαια από την ιδεολογία και την φιλοσοφία του κυβερνώντος κόμματος:
-Ελάσσονα προσπάθεια, ελάχιστα μαθήματα, ελάχιστες ώρες, ελάχιστα προσόντα και η πολυπόθητη "ελεύθερη πρόσβαση" σε σχολές χωρίς μέλλον και με προβληματική λειτουργία (το 2011 με βάση μελέτη στοιχείων για υποδομές αριθμών φοιτητών που παρακολουθούν, καθηγητών, πτυχίων ανά έτος κλπ, είχαν κλείσει τα πρώτα 25 τμήματα τα οποία βεβαίως άνοιξαν μετά από "φιλολαϊκό" υπουργό).
Η Φιλοσοφία αυτή λειτουργεί εναντίον των αδύναμων και αυτών που έχουν λιγότερα μέσα και παραστάσεις, διακόπτεται δηλαδή η όποια κοινωνική κινητικότητα έχει απομείνει.
Πιστεύω βαθιά ότι η θεμελιώδης αλλαγή και μεταρρύθμιση του συστήματος εισαγωγικών εξετάσεων που θα συνδυάζει την πληρότητα των γνώσεων που θα πρέπει να έχει ένας έφηβος, την αντικειμενικότητα και την αξιοκρατία της αξιολόγησης του, και την απελευθέρωση από το κοινωνικό άγχος του πανεπιστημίου, προϋποθέτει την εφαρμογή βαθέων μεταρρυθμίσεων στο λύκειο, στο τεχνολογικό Λύκειο και στο Πανεπιστήμιο.
Η μεταρρύθμιση αυτή θα πρέπει να έχει ως βάση δύο στοιχεία:
• Την ουσιαστική και με ποιοτικά και ποσοτικά κριτήρια αξιολόγηση προγραμμάτων και εκπαιδευτικών στα Λύκεια (γενικά και τεχνολογικά), επομένως αποδεκτό εθνικό απολυτήριο με ειδικό βάρος στην κοινωνία και στην αγορά εργασίας τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό.
• Την υποστήριξη και ανάπτυξη των Πανεπιστημίων με βάση την ουσιαστική αξιολόγηση του έργου τους αλλά και των αποτελεσμάτων επί των φοιτητών τους (δυνατότητας συνέχισης, εύρεση θέσεων στην αγορά εργασίας, χρόνος αποπεράτωσης σπουδών, αριστεία, σχέση με την τοπική κοινωνία, συμμετοχή στο αναπτυξιακό και κοινωνικό σχέδιο της χώρας υποτροφίες σε φοιτητές με ανάγκες).
Έτσι θα δοθεί η δυνατότητα, οι αποδόσεις του μαθητή στο λύκειο να έχουν αντίκρισμα όποιο και αν είναι το σχολείο του και τα Πανεπιστήμια να έχουν λόγο στην επιλογή και στον αριθμό των φοιτητών τους.
Όσοι πιστεύουν ότι παρεμβαίνοντας σημειακά στο υπάρχον σύστημα θα αλλάξουν τις παθογένειες του εκπαιδευτικού συστήματος, πλανώνται οικτρά. Η δε ελεύθερη πρόσβαση είναι ακόμη ένα πυροτέχνημα στον προεκλογικό ουρανό της ΔΕΘ