Οι διμερείς συμφωνίες δεν ξαναγράφουν την ιστορία | του Ευάγγελου Σημανδράκου*
Κάποιες φορές, οι διεθνείς συμφωνίες μπορεί να γράφουν ιστορία. Όμως δεν μπορούν οι συμφωνίες αυτές να ξαναγράψουν την ιστορία.
Από σήμερα η χώρα μας γίνεται ιστορικά πιο φτωχή, διπλωματικά πιο ευάλωτη και κοινωνικά πιο διχασμένη. Από σήμερα η Ελλάδα αναγνωρίζει κάτι, τις έννομες συνέπειες του οποίου δεν τις έχουμε δει ακόμη.
Τι όφελος μπορεί να έχει η χώρα όταν σύμφωνα με δημοσκοπήσεις το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της Ελλάδος είναι αντίθετο στο περιεχόμενο της συγκεκριμένης Συμφωνίας; Ποια εθνικά προβλήματα λύνουμε από σήμερα με τη Συμφωνία αυτή;
Η απάντηση και για τις δύο ερωτήσεις είναι «κανένα».
Κανείς δεν είναι αντίθετος στη λογική μιας συμφωνίας. Αντίθετοι είμαστε όμως στη λογική μιας οποιασδήποτε συμφωνίας. Αντίθετοι είμαστε στη λογική μιας αιφνιδιαστικής και προβληματικής νομικά και πολιτικά συμφωνίας που άπτεται της εξωτερικής πολιτικής της χώρας μας και περνά με οριακή πλειοψηφία και δίχως πολιτική και κοινωνική συναίνεση από τη Βουλή. Μια Βουλή που στην τελική δεν είχε και την πολιτική νομιμοποίηση να πράξει κάτι τέτοιο.
Γιατί δεν πανηγυρίζουν σήμερα δημοσίως οι ντόπιοι υποστηρικτές της Συμφωνίας; Εκείνοι που έσπευδαν να δηλώσουν δημοσίως πως «υπάρχουν πολλά θετικά σημεία» στη Συμφωνία; Ή εκείνοι που χαρακτήρισαν με ευκολία ακροδεξιούς όλους όσους τεκμηριωμένα εκφράζαμε την αντίθεσή μας στο περιεχόμενο της Συμφωνίας αυτής;
Τι φοβούνται; Μήπως τις αυριανές συνέπειες που αυτή θα έχει; Μήπως ήλπιζαν πως η Συμφωνία δεν θα περνούσε και πως θα μπορούσαν να πολιτεύονται κρυμμένοι πίσω από το δάχτυλό τους δίχως να χρειαστεί να πάρουν θέση ξανά;
Η μη θέση, ήταν και είναι θέση στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ήταν θέση έμμεσης κομματικής, και όχι πολιτικής, υποστήριξης και μάλιστα απέναντι σε μια μονοκομματική πλέον κυβέρνηση.
Από σήμερα οφείλουν να βγουν και να εξηγήσουν στις Ελληνικές επιχειρήσεις που παράγουν και εξάγουν προϊόντα με την επωνυμία «Μακεδονικός/ή/ό» τι προβλήματα θα κληθούν να αντιμετωπίσουν οι παραγωγοί σχετικά με τα εμπορικά τους σήματα σύντομα. Οφείλουν να πάψουν να κρύβονται και να υποβαθμίζουν το θέμα και να βγουν και να εξηγήσουν στους σπουδαστές του Πανεπιστημίου και του ΤΕΙ Δυτικής Μακεδονίας αν θα έχει επιπτώσεις η Συμφωνία στην ουσιαστική αναγνώριση του πτυχίου τους στην Ευρώπη. Οφείλουν να εξηγήσουν στους πολίτες της Δυτικής Μακεδονίας ποια και πότε θα είναι ορατά τα «πολλά θετικά σημεία» της Συμφωνίας που υποστήριζαν.
Η Ελλάδα ακολουθούσε μια συνεπή πολιτική, είτε επί κεντροδεξιών είτε επί κεντροαριστερών κυβερνήσεων. Μια πολιτική που, παρότι πολλά άλλα κράτη αναγνώρισαν την κατασκευασμένη εθνότητα και κρατική οντότητα που λέγονταν FYROM, διασφάλιζε στη χώρα μας διπλωματική υπεροχή. Αυτό σήμερα χάθηκε δια παντός.
Η Ελλάδα αναγνωρίζει στο εξής το γειτονικό κράτος με διπλή ονομασία: Αφενός Βόρεια Μακεδονία για επίσημη χρήση και αφετέρου ως σκέτη Μακεδονία, και σκέτο Μακεδονικός- Μακεδονική- Μακεδονικό για κάθε χρήση! Από σήμερα τα Μακεδονικά ροδάκινα, η Μακεδονική μπύρα, ο Μακεδονικός χαλβάς ή οτιδήποτε άλλο, δεν μπορούν να διατίθενται στα ράφια του εξωτερικού. Διότι είναι παράνομο αυτό. Προκαλούν σύγχυση στο καταναλωτικό κοινό. Έτσι θα πρέπει να μετονομαστούν σε Ελληνομακεδονικά ροδάκινα, Ελληνομακεδονική σφολιάτα κ.ο.κ. Κι αν αυτό δε γίνει, τότε θα μπορούν οι επιχειρήσεις της γειτονικής χώρας να στέλνουν τις δικές μας στα δικαστήρια και να διεκδικούν αποζημιώσεις.
Όσοι λοιπόν εξήραν τις πρωτοβουλίες για τη Συμφωνία αυτή, ας βγουν να εξηγήσουν τις συνέπειες στον κόσμο της Δυτικής Μακεδονίας. Μάλλον, της Δυτικής Ελληνομακεδονίας, διότι ο όρος Μακεδονία παραχωρήθηκε επίσημα για κάθε χρήση σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 7 της Συμφωνίας των Πρεσπών. Ενώ η δική μας Μακεδονία είναι αυτή του άρθρου 7 παρ. 2 ενώ η δική τους Μακεδονία είναι εκείνη της παρ. 3. Προσοχή μην μπερδευτείτε!
Αεροδρόμια, ΚΤΕΛ, Πανεπιστήμια, Λιμάνια, και όποια άλλη Ελληνική δημόσια ή ιδιωτική υποδομή κάνει χρήση του όρου Μακεδονία, είναι θέμα χρόνου να προκαλέσει σύγχυση σε τουρίστες, φορείς του εξωτερικού ή υπηρεσίες. Με την εν λόγω Συμφωνία εμείς είμαστε εκείνοι που καλούμαστε να αλλάξουμε τις επωνυμίες. Όχι εκείνοι.
-Τι γλώσσα μιλάτε; «Μακεδονικά».
- Ά, Ελληνικά δηλαδή. «Όχι, νοτιοσλαβικά»
Σε κοινή τους επιστολή προς τους Ευρωπαίους εταίρους μας, ο Οδυσσέας Ελύτης, η Μελίνα Μερκούρη, η Ελένη Γλύκατζη- Αρβελέρ, ο Δημήτρης Τσάτσος, ο Αριστόβουλος Μάνεσης και ο Γιάννης Γεωργάκης είχαν γράψει το Μάρτιο του 1992 πως: «Η χρήση της ονομασίας Μακεδονία από ένα αναβαθμισμένο πλέον σε ανεξάρτητο κράτος των Σκοπίων συνιστά απροκάλυπτη αμφισβήτηση των ελληνικών συνόρων, μια αμφισβήτηση που δεν εκτοπίζεται και δεν εξουδετερώνεται ούτε με διεθνή σύμφωνα ούτε με συνταγματικές διατάξεις». «Αυτό το νέο κράτος» έγραφαν, «θα τείνει, τόσο αντικειμενικά, όσο και υποκειμενικά να λειτουργεί σαν “εθνικό κέντρο”, πράγμα που συνεπάγεται “δυνάμει” εδαφικές διεκδικήσεις σε βάρος των γειτονικών κρατών, καλλιεργώντας έτσι τον αλυτρωτισμό στους κατοίκους του, παρά το ότι αυτοί διαφέρουν εθνολογικά (είναι Σλάβοι, Αλβανοί και Τούρκοι), από τους κατοίκους της ελληνικής Μακεδονίας». Διότι, όπως έγραφαν, «Τέτοια ήταν, άλλωστε, καθώς το μαρτυρούν πάμπολα στοιχεία, η προοπτική αρχικά, όταν το 1944 ο Τίτο ίδρυσε το ομόσπονδο κρατίδιο της Μακεδονίας και κατασκεύασε την αντίστοιχη εθνότητα», καταλήγοντας πως «Για μας η ψυχή μας είναι το όνομά μας».