Πώς τα προσφυγόπουλα εμπλουτίζουν το δημόσιο σχολείο | ΤΟΥ Γιώργου Μόσχου
«Madrasa, Madrasa!» - δηλαδή «Σχολείο!» - θυμάμαι να λένε με μια φωνή τα παιδιά σε προσφυγικούς καταυλισμούς της χώρας το καλοκαίρι του 2016, όταν με κλιμάκιο του Συνηγόρου του Παιδιού τα επισκεπτόμασταν και τα ρωτούσαμε «τι θέλετε και τι έχετε περισσότερο ανάγκη εδώ που βρίσκεστε;».
Ένα αίτημα που πίσω του κρύβει την ανάγκη αλλά και το δικαίωμα όλων των παιδιών για κανονικότητα, ελεύθερη μάθηση και ισότιμη κοινωνική συμμετοχή.
Πέρασαν ακριβώς τρία χρόνια από την ανακοίνωση των προτάσεων της επιστημονικής επιτροπής που συγκροτήθηκε στο υπουργείο Παιδείας για αυτό τον σκοπό, που είχαν περιληφθεί στην έκθεση «Οι εκπαιδευτικές δράσεις για τα παιδιά των προσφύγων». Μια τεράστια προσπάθεια ξεκίνησε σε όλη τη χώρα για να τεθεί σε λειτουργία ένας μηχανισμός που χρειαζόταν να γίνει κατανοητός, αποδεκτός και ευέλικτος, να υπερβεί γραφειοκρατικά προσκόμματα, να προσαρμοστεί στις τοπικές ανάγκες, να πλαισιωθεί από εκπαιδευτικούς με διάθεση, σχετικές γνώσεις και διαρκή επιμόρφωση, και κυρίως να πείσει τους και τις πολίτες ότι το επιδιωκόμενο είναι προς συμφέρον όλων των παιδιών και δεν θα απειλήσει ή διαταράξει την άσκηση των δικών τους δικαιωμάτων. Μια προσπάθεια που έπρεπε αναγκαστικά να λάβει υπόψη τους χωροταξικούς περιορισμούς των σχολείων που βρίσκονταν κοντά στους χώρους μαζικής φιλοξενίας, την κινητικότητα του προσφυγικού πληθυσμού, αλλά και τις επιφυλάξεις των γηγενών απέναντι στον μαθητικό πληθυσμό από τρίτες χώρες με εμπειρίες πολέμου και αποχής από το σχολείο, με διαφορετικές θρησκείες, γλώσσες και πολιτισμικές αναφορές.
Δυσκολίες και επιτεύγματα
Ζήσαμε σε όλη τη χώρα μεγάλες δυσκολίες, από αντιδράσεις φοβούμενων ή παρασυρμένων σε ξενοφοβικές στάσεις γονέων, καθυστερήσεις στη διαδικασία επιλογής και τοποθέτησης εκπαιδευτικών, αμηχανία ή και αντίσταση πολλών να συμβάλουν δημιουργικά στη θετική και ποιοτική διαμόρφωση της νέας κατάστασης στα σχολεία. Ζήσαμε όμως και καταπληκτικές εμπειρίες προσπάθειας και χαράς εκπαιδευτικών, μαθητών και γονέων, να πραγματώσουν την εκπαιδευτική ένταξη και συμμετοχή των μετακινούμενων παιδιών με τρόπο που θα απέβαινε σε όφελος όλων.
Αυτή η χαρά της συνάντησης και της πολιτισμικής σύνθεσης, όπου και όπως συνέβη, δεν έγινε ευρύτερα γνωστή. Άλλωστε τα όμορφα πράγματα δεν κυκλοφορούν εύκολα πέρα από τις κοινότητες όπου συμβαίνουν, αν δεν υπάρχει κάποιος ειδικός λόγος για να προσελκύσουν τα μέσα ενημέρωσης. Όσες και όσοι ασχοληθήκαμε με την εκπαίδευση των παιδιών προσφύγων και παρακολουθήσαμε από κοντά τις δύσκολες μάχες, τις απογοητεύσεις, τις ματαιώσεις και τις δυσκολίες, ξέρουμε και μπορούμε να διηγηθούμε πολλές μαγικές στιγμές όπου εκπαιδευτικοί και παιδιά, πολλές φορές με τη σύμπραξη μελών της κοινότητας, έκαναν θαύματα και εμπνεύστηκαν από τη δίψα για μάθηση, έκφραση, συνάντηση και δημιουργία. Η συμμετοχή των παιδιών προσφύγων στην εκπαιδευτική διαδικασία έδειξε να προσφέρει οφέλη όχι μόνο στα ίδια, αλλά και στα υπόλοιπα παιδιά που διαμένουν μόνιμα στη χώρα, τα οποία χαίρονται να επικοινωνούν και να ανταλλάσσουν μαζί τους, να μαθαίνουν από το παράδειγμα του αγώνα που δίνει για τη ζωή ένα παιδί που έχει περάσει μέσα από απώλειες, αποχωρισμούς και περιπέτειες.
ΔΥΕΠ και τμήματα υποδοχής
Το πρόγραμμα εκπαίδευσης των παιδιών προσφύγων, έτσι όπως με πολλή σοφία και κόπο εκπονήθηκε, περιλάμβανε μέτρα που από κάποιους επιπόλαια επικρίθηκαν, όπως η δημιουργία ΔΥΕΠ (δομών υποδοχής και εκπαίδευσης προσφύγων) οι οποίες λειτουργούν σε απογευματινό ωράριο στον χώρο των σχολείων (και όχι μέσα σε καμπ, με εξαίρεση τα νηπιαγωγεία, που για ευνόητους λόγους λειτουργούν εκεί), με σκοπό να προετοιμάσουν για περιορισμένο χρονικό διάστημα τα νεοεισερχόμενα παιδιά που διαμένουν σε μαζικούς χώρους φιλοξενίας για το πρωινό σχολείο. Χωρίς να ισχυριστώ ότι λειτούργησαν με ορθό τρόπο σε όλη τη χώρα και γνωρίζοντας τις πάμπολλες αδυναμίες τους, τονίζω ότι ρεαλιστικά ήταν αδύνατο και ανέφικτο να ενσωματωθούν τάξεις υποδοχής για όλα τα νεοεισερχόμενα παιδιά στα πρωινά σχολεία και, αναγκαστικά, έπρεπε να υπάρξει για ένα διάστημα σε κάποιες περιοχές ένα σχολείο δύο ταχυτήτων. Ήταν μια επιλογή που οφειλόταν στις συνθήκες κρίσης, και έχει περιορισμένο χρονικό ορίζοντα εφαρμογής, μέχρι να μπορέσει να οργανωθεί κατάλληλα η υποδοχή των παιδιών προσφύγων στο πρωινό σχολείο. Απαραίτητο ήταν και είναι, όπου λειτουργούν ΔΥΕΠ, να κτίζονται γέφυρες επικοινωνίας και συνεργασίας μεταξύ των παιδιών του πρωινού και απογευματινού προγράμματος και να προετοιμάζεται η προώθηση της φοίτησης των παιδιών προσφύγων στο πρωινό.
Η κριτική μπορεί να ασκηθεί δημιουργικά -όπως έγινε άλλωστε και στην πρώτη έκθεση αποτίμησης του έργου τον Ιούνη του 2017- στις αδυναμίες του συστήματος ως προς την επιλογή, τον ορισμό και την έγκαιρη επιμόρφωση και στήριξη των εκπαιδευτικών των δομών αυτών, τη λειτουργική σύνδεσή τους με τα προγράμματα εκπαίδευσης του πρωινού σχολείου και την ταχύτητα της μετάβασης των παιδιών σε αυτό (στο ίδιο σχολείο ή σε άλλα όμορα). Επίσης, σημαντικό είναι το ζήτημα της έγκαιρης τοποθέτησης εκπαιδευτικών σε τμήματα υποδοχής στα πρωινά σχολεία, όπου τα αλλόγλωσσα παιδιά παρακολουθούν κάποιες -μόνο- ώρες, ενώ συμμετέχουν και σε μαθήματα και δράσεις μαζί με τα υπόλοιπα παιδιά.
Μια διαδικασία συστηματικής αξιολόγησης θα μπορούσε να βοηθήσει να αναδειχθούν τα επιτεύγματα και οι δυσκολίες που συνάντησε το πρόγραμμα εκπαίδευσης των παιδιών προσφύγων. Όμως, το κυριότερο που σήμερα χρειάζεται να τονιστεί είναι ότι, ύστερα από πολλές προσπάθειες, με δυσκολίες, λάθη αλλά και εξαιρετικές κατακτήσεις, έχουμε στα χέρια μας παραδείγματα που δείχνουν ότι η ισότιμη συμμετοχή των παιδιών προσφύγων στο δημόσιο σχολείο δεν είναι απειλή, αλλά ευκαιρία να κάνουμε την εκπαίδευση περισσότερο πλούσια, συμπεριληπτική και συμμετοχική.
Καλές πρακτικές
Χρειαζόμαστε να αναδείξουμε και να αξιοποιήσουμε σημαντικές καλές πρακτικές, όπως του Κέντρου Φιλοξενίας του Ελαιώνα. Τα παιδιά που διαμένουν εκεί φοιτούν σε διαφορετικά σχολεία της κοινότητας, μαζί με τα υπόλοιπα παιδιά στην πρωινή ζώνη, με τη διαρκή συστηματική υποστήριξη των Συντονιστών Εκπαίδευσης Προσφύγων, ενός καινοτόμου θεσμού. Υπάρχουν επίσης σχολεία που δοκίμασαν εργαλεία ενδυνάμωσης, όπως η αξιοποίηση των τεχνών ή η ανάπτυξη ομάδων συμμαθητών συμβούλων – «μεντόρων»∙ προγράμματα επιμόρφωσης εκπαιδευτικών που οργανώθηκαν από πανεπιστήμια και δεν εστιάζουν τόσο στις ανάγκες των παιδιών προσφύγων, όσο στην ανάγκη όλων των παιδιών για ένα διαπολιτισμικό, ελκυστικό και συμμετοχικό σχολείο μάθησης και κοινωνικοποίησης∙ δράσεις συνεργασίας και δημιουργικής συνάντησης παιδιών μέσα και έξω από τα σχολεία, όπως του προγράμματος «Κι αν ήσουν εσύ;» του Πανελληνίου Δικτύου για το Θέατρο στην Εκπαίδευση, που υποστηρίχθηκε από την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες και οργάνωσε επιμορφώσεις, εργαστήρια, διαδραστικές παραστάσεις και φεστιβάλ σε όλη τη χώρα με συμμετοχή πολλών χιλιάδων παιδιών, στα οποία περιλαμβάνονταν και παιδιά πρόσφυγες.
Το στοίχημα
Στα τελευταία χρόνια η Ελλάδα αναγνωρίστηκε διεθνώς για τον τρόπο με τον οποίο ανταποκρίθηκε στην προσφυγική κρίση, αλλά και για τη θέσπιση μιας προσέγγισης για την ισότιμη ένταξη των παιδιών προσφύγων στο σχολείο που πολλές ευρωπαϊκές χώρες δεν επιχείρησαν. Μιας προσέγγισης που έχει ακόμη δρόμο για να φτάσει στους επιδιωκόμενους στόχους, αλλά χρειάζεται να υποστηριχθεί και να μην υπονομευθεί, γιατί αποτελεί κέρδος για όλα τα παιδιά. Το στοίχημα για την ισότιμη συμμετοχή των παιδιών προσφύγων στην εκπαίδευση τελικά δεν αφορά μόνο την άσκηση του διεθνώς κατοχυρωμένου δικού τους δικαιώματος, αλλά και το δικαίωμα όλων ανεξαιρέτως των παιδιών της κοινωνίας για ένα ανοιχτό συμπεριληπτικό σχολείο.
* Ο Γιώργος Μόσχος είναι πρώην Βοηθός Συνήγορος του Πολίτη για τα Δικαιώματα του Παιδιού
πηγη:ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ