Η διασφάλιση της κατανομής του 6% των εσόδων από τα δικαιώματα του CO2, αποτελεί την ελάχιστη απαίτηση των λιγνιτικών περιοχών για δίκαιη μετάβαση | του Λάζαρου Μαλούτα
Παρά το γεγονός, ότι το χρονοδιάγραμμα για την απένταξη του λιγνίτη και το κλείσιμο των λιγνιτικών Μονάδων της ΔΕΗ έχει οριστικοποιηθεί από την κυβερνητική πλευρά μετά την υποβολή του αναθεωρημένου ΕΣΕΚ στην
Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την ανακοίνωση του Business Plan της ΔΕΗ στο τέλος του προηγούμενου χρόνου, το χρονοδιάγραμμα διαθεσιμότητας των πόρων του υπό κατάρτιση Επιχειρησιακού Προγράμματος Δίκαιης Μετάβασης 2021-2027 (Master Plan) παραμένει αόριστο.
Κι αυτό, διότι οι διαδικασίες για τη νομοθέτηση του Κανονισμού για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης καθώς και του Κανονισμού για το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο της Ε.Ε. (2021-2027), συστατικές πηγές χρηματοδότησης του εθνικού Σχεδίου Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης, βρίσκονται ακόμη στο στάδιο των διαπραγματεύσεων. Ως εκ τούτου, το νέο ΕΣΠΑ δεν αναμένεται να “τρέξει” πριν περάσουν τουλάχιστον δύο χρόνια, καθώς η συζήτηση για τον προϋπολογισμό της ΕΕ είναι ακόμη ανοιχτή. Ως αποτέλεσμα όλων των παραπάνω μοναδικές πηγές χρηματοδότησης σήμερα είναι οι εθνικοί πόροι και οι πόροι του τρέχοντος ΕΣΠΑ (2014-2020).
Συνεπώς σήμερα προκύπτει το ζήτημα της χρηματοδότησης των διαδικασιών ωρίμανσης των μελετών και των έργων, που απαιτούνται για τη βιωσιμότητα των συστημάτων τηλεθέρμανσης, αλλά και των δράσεων που πρέπει να αναληφθούν για την αλλαγή του οικονομικού και παραγωγικού μοντέλου της περιοχής.
Για το λόγο αυτό, κατέστη αναγκαία η κατάρτιση εκ μέρος του Υπουργείου Ενέργειας ενός Μεταβατικού Προγράμματος για τη Δίκαιη Μετάβαση των λιγνιτικών περιοχών για το διάστημα 2020-2022, έτσι ώστε να καλυφθεί το χρηματοδοτικό κενό που υφίσταται και το οποίο ενδέχεται να διαρκέσει μέχρι και τρία έτη, έως ότου να ξεκινήσει η ροή της χρηματοδότησης των Ευρωπαϊκών κονδυλίων.
Σύμφωνα με το μεταβατικό αυτό Πρόγραμμα αναμένεται να χρηματοδοτηθούν προγράμματα ενίσχυσης της κοινωνικής συνοχής, η ωρίμανση και προετοιμασία έργων στον τομέα των ΑΠΕ καθώς και οι βασικές υποδομές για την έλευση του φυσικού αερίου με σκοπό την τροφοδότηση των υφιστάμενων συστημάτων τηλεθέρμανσης.
Οι δαπάνες των σχετικών παρεμβάσεων θα καλυφθούν από πόρους του ΕΣΠΑ 2014-2020 και θα συμπληρωθούν από εθνικούς πόρους και ιδίως από πόρους του Πράσινου Ταμείου.
Η κρίσιμη επομένως παράμετρος κατά το διάστημα που μεσολαβεί έως την ενεργοποίηση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Δίκαιης Μετάβασης, είναι η βραχυπρόθεσμη κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών, καθώς το χρονοδιάγραμμα της μετάβασης βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη με τις τηλεθερμάνσεις της περιοχής να αντιμετωπίζουν προβλήματα. Ειδικότερα αυτά αφορούν στην τροφοδοσία τους από θερμική ενέργεια προερχόμενη από τη ΔΕΗ, αφού δεν αντιμετωπίστηκε ακόμη νομοθετικά το ζήτημα της πρόταξης των λιγνιτικών μονάδων που τις τροφοδοτούν.
Αποτελεί επίσης δεδομένο το γεγονός, ότι βρισκόμαστε στην τελευταία περίοδο του τρέχοντος ΕΣΠΑ, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη διαθεσιμότητα και επάρκεια των πόρων καθώς και το περιορισμένο χρονοδιάγραμμα ολοκλήρωσης του προγράμματος.
Η αναγκαία λοιπόν επιπλέον χρηματοδότηση, μπορεί να προκύψει από τη συνέχιση διάθεσης μέρους των εσόδων του εκπλειστηριασμού δικαιωμάτων εκπομπών CO2 που ξεκίνησε το 2019, για τα έσοδα του 2018. Η απόφαση αυτή λήφθηκε ως αντιστάθμισμα της αλλαγής του τρόπου υπολογισμού του Τοπικού Πόρου Ανάπτυξης και της σταδιακής, για το λόγο αυτό, απομείωσής του μέχρι τον μηδενισμό του με το πέρας της καύσης του λιγνίτη.
Συγκεκριμένα η κατανομή των ανωτέρω εσόδων, σύμφωνα με το Ν. 3468/2006, γίνεται κατ’ έτος έπειτα από σχετική απόφαση του Υπουργού Ενέργειας και περιλαμβάνει κι ένα ποσοστό ύψους έξι τοις εκατό (6%), το οποίο με βάση το Ν. 4599/2019 διατίθεται στο Πράσινο Ταμείο για τη χρηματοδότηση δράσεων με στόχο την διαφοροποίηση των τοπικών οικονομιών και τη δημιουργία θέσεων εργασίας στις λιγνιτικές περιοχές. Το ποσό που αντιστοιχεί για το έτος 2018 ανέρχεται περίπου στα 31,4 εκατομμύρια ευρώ, ενώ το αντίστοιχο ποσό για το 2019 αναμένεται να είναι μειωμένο λόγω της συρρίκνωσης της λιγνιτικής συμμετοχής στην ηλεκτροπαραγωγή.
Συνεπώς, δεδομένης της χρονικής υστέρησης των χρηματοδοτήσεων από το Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης, αποτελεί μονόδρομο η συνέχιση της διάθεσης τουλάχιστον του 6% των εσόδων του εκπλειστηριασμού δικαιωμάτων εκπομπών CO2, για τον ίδιο σκοπό, προκειμένου να υφίστανται οι προϋποθέσεις δίκαιης μετάβασης για τις λιγνιτικές περιοχές.
Επισημαίνεται, ότι το αίτημα αφορά τη διάθεση τουλάχιστον του 6%, διότι τα ποσά, που θα διατίθενται τα επόμενα χρόνια, θα βαίνουν συνεχώς μειούμενα, καθώς η συνεισφορά του λιγνίτη στο μείγμα ηλεκτροπαραγωγής θα βαίνει κι αυτή μειούμενη, μέχρι να μηδενιστεί. Παραταύτα οι ανάγκες των λιγνιτικών περιοχών για ένα ποσό της τάξης των 30 εκατομμυρίων ευρώ κατ’ έτος θα εξακολουθούν να υφίστανται, προκειμένου να προχωρήσουν στη διαφοροποίηση των τοπικών τους οικονομιών.
Για τους Ενεργειακούς Δήμους λοιπόν καθίσταται απολύτως αναγκαία η εξασφάλιση και η παγιοποίηση του ως άνω ποσού, ως ετήσιο τακτικό έσοδο, που θα αφορά τις λιγνιτικές περιοχές, τουλάχιστον έως το κλείσιμο των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ και σε κάθε περίπτωση μέχρις ότου ενεργοποιηθούν οι πόροι του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Δίκαιης Μετάβασης.
Η διασφάλιση των πόρων αυτών αποτελεί την ελάχιστη προϋπόθεση, ώστε η κυβέρνηση να στηρίξει έμπρακτα την επιλογή της για άμεση απανθρακοποίηση της ηλεκτροπαραγωγής και ταυτόχρονα να εξασφαλίσει τη Δίκαιη Μετάβαση για τις λιγνιτοφόρες περιοχές της χώρας μας.
Λάζαρος Μαλούτας,