Τελικά, γιατί κλείνουν οι λιγνιτικές μονάδες της Δυτικής Μακεδονίας; |του Ευάγγελου Καρλόπουλου
Στο σύνολο των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης λειτουργούν σήμερα 152.000 MW τροφοδοτούμενα με λιθάνθρακα, φαιάνθρακα/λιγνίτη. Εξ αυτών, λιγότερο από το 4% αντιστοιχεί στα λιγνιτικά MW
της ΔΕΗ, τα οποία είναι εγκατεστημένα κυρίως στη Δυτική Μακεδονία και σε σημαντικά μικρότερο βαθμό στη Μεγαλόπολη.
Για το 2019, από τα παραπάνω 152.000 MW, το 80% κατέγραψε σοβαρές οικονομικές απώλειες οι οποίες ξεπέρασαν τα 6,5 δις ευρώ. Οι αιτίες είναι γνωστές. Γερασμένες, επιχειρησιακά μη ευέλικτες λιγνιτικές μονάδες, ανταγωνιστικές τιμές φυσικού αερίου, υψηλό κόστος εξόρυξης ευρωπαϊκού άνθρακα, ισχυρή διείσδυση των ΑΠΕ και βεβαίως, ακριβά δικαιώματα εκπομπών ρύπων.
Το υπόλοιπο 20% των 152.000 MW που δεν καταγράφει ακόμη ζημιές, αφορά στις υπερσύγχρονες λιθανθρακικές μονάδες της Γερμανίας όπως η περιβόητη RDK8 με καύσιμο λιθάνθρακα/βιομάζα και με βαθμό απόδοσης 47,5%!. Αφορά στις λιθανθρακικές μονάδες της Ολλανδίας με πολύ υψηλό βαθμό απόδοσης σε συνδυασμό με υψηλές τιμές ηλεκτρικής ενέργειας στην αγορά χονδρικής και βεβαίως, στις μονάδες της Πολωνίας οι οποίες επιδοτούνται.
Το ερώτημα επομένως είναι εύλογο. Δεδομένου ότι το σύνολο των ευρωπαϊκών λιγνιτικών μονάδων καταγράφει οικονομικές απώλειες, γιατί οι περισσότερες χώρες και κυρίως η Γερμανία, εμφανίζονται διστακτικές στο να προχωρήσουν σε μια βίαιη απολιγνιτοποίηση; Γιατί η Γερμανία θα «απολιγνιτοποιηθεί» το 2038 και εμείς το 2028;
Ο πρώτος λόγος αφορά στο γεγονός ότι οι περισσότερες ευρωπαϊκές «ΔΕΗ» φρόντισαν εγκαίρως να διαθέτουν ισορροπημένο χαρτοφυλάκιο λιθάνθρακα/λιγνίτη/φυσικό αέριο/ΑΠΕ και έχουν τη δυνατότητα να απορροφήσουν τη λιγνιτική «χασούρα» για μερικά ακόμη χρόνια. Με άλλα λόγια, τα κέρδη από τις μονάδες φυσικού αερίου, ΑΠΕ και εισαγόμενου λιθάνθρακα, αμβλύνουν τις απώλειες λόγω λιγνίτη. Δυστυχώς, η δική μας ΔΕΗ δεν ανήκει στη συγκεκριμένη περίπτωση. Τη λιγνιτική «χασούρα» πρέπει να την πληρώσει ο έλληνας καταναλωτής είτε μέσω αύξησης των τιμολογίων είτε μέσω επιδοτήσεων.
Επιπρόσθετα, οι ευρωπαϊκές «ΔΕΗ» λειτουργούν ως πραγματικές ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ. Η δική μας ΔΕΗ δεν ανήκει ούτε σ’αυτή την περίπτωση. Λειτούργησε ως φοροεισπρακτικός μηχανισμός, οδηγήθηκε σε πρακτικές ΝΟΜΕ, συσσώρευσε ανείσπρακτα της τάξης των δις ευρώ και προφανώς, δεν διαθέτει σήμερα ικανά περιθώρια αντίδρασης. Μην ξεχνάμε ότι το 2012-2017 αποτελούσε πράξη «αντίστασης» κατά των μνημονίων το να μην πληρώνουμε τη ΔΕΗ !
Ο δεύτερος λόγος αφορά στην ενεργειακά ευάλωτη ευρωπαϊκή οικονομία. Η Γερμανική κυβέρνηση για παράδειγμα, έχει ήδη δεσμευτεί για καθολική απόσυρση των πυρηνικών της σταθμών μέχρι το 2022, συνολικής ισχύος 11.000 MW. Εάν η Γερμανία δεσμευτεί πρόωρα για απόσυρση και των 42.000 ΜW ανθρακικών/λιγνιτικών μονάδων που διαθέτει, το κενό ισχύος εκτοξεύεται σε επικίνδυνα επίπεδα. Μέχρι να υπάρξει ισχυρό επενδυτικό ενδιαφέρον για μαζικές μονάδες φυσικού αερίου, ως αντιστάθμισμα απέναντι στην σχεδιαζόμενη απώλεια των συνολικά 53.000 ΜW, η «απολιγνιτοποίηση» της Γερμανίας θα τελεί σε καθεστώς διαπραγμάτευσης/αναθεώρησης.
Προς επίρρωση όσων ισχυρίζομαι, μόλις προχθές στην περιοχή του Ντίσελντορφ της Γερμανίας, μπήκε σε πλήρη εμπορική λειτουργία μια νέα ανθρακική μονάδα εγκατεστημένης ισχύος 1.100 MW, γνωστή ως Datteln IV. Ένα μεγαθήριο με βαθμό απόδοσης 46%, το οποίο θα αποδίδει 642 MW στο ηλεκτρικό δίκτυο, 413 MW στους γερμανικούς σιδηρόδρομους και 380 θερμικά MW στα τοπικά συστήματα τηλεθέρμανσης.
Τα παράδοξα όμως δεν τελειώνουν εδώ. Η εν λόγω ανθρακική μονάδα ΔΕΝ είναι γερμανικών συμφερόντων, αλλά είναι ιδιοκτησία της φινλανδικής UNIPER και θα τροφοδοτείται αποκλειστικά με εισαγόμενο λιθάνθρακα από Ρωσία και Κολομβία. Εάν βεβαίως η εν λόγω μονάδα τροφοδοτούνταν με γερμανικό λιθάνθρακα ο οποίος είναι σημαντικά ακριβότερος συγκριτικά με τον εισαγόμενο, απλά δεν θα ήταν βιώσιμη. Θα έθετε μεσοπρόθεσμα σε κίνδυνο τα τοπικά συστήματα τηλεθέρμανσης και θα κατέληγε «βαρίδιο», όπως ελπίζω να μη καταλήξει η υπό κατασκευή λιγνιτική μονάδα Πτολεμαΐδα V.
Στην καρδιά του γερμανικού Ruhr, στο ιστορικό «γήπεδο» της RWE και των άλλων γερμανικών κολοσσών, μια φινλανδική εταιρεία κατασκευάζει ηλεκτροπαραγωγική μονάδα, αξιοποιώντας εισαγόμενο λιθάνθρακα και όχι γερμανικό, στηρίζοντας την ρώσικη και κολομβιανή οικονομία. Στην Ελλάδα θα το αποκαλούσαμε «ξεπούλημα στα ξένα συμφέροντα». Στη Γερμανία το αποκαλούν υπεύθυνη ενεργειακή στρατηγική και Οικονομική Διπλωματία μακράς πνοής.
Ο τρίτος λόγος για τον οποίο η καγκελάριος Μέρκελ εμφανίζεται ιδιαίτερα προσεκτική στο να εξαγγείλει δεσμευτική χρονολογία «απολιγνιτοποίησης», αφορά στο ιδιοκτησιακό καθεστώς των γερμανικών ηλεκτροπαραγωγικών μονάδων λιγνίτη/λιθάνθρακα, οι οποίες ανήκουν σε ιδιωτικούς ομίλους.
Στις αστικές Δημοκρατίες, εάν οι κυβερνήσεις το κρίνουν απαραίτητο, έχουν το δικαίωμα να καταργούν ή να συγχωνεύουν δήμους, να κλείνουν αστυνομικά τμήματα και κέντρα υγείας, να κλείνουν δομές της Εφορίας, του ΟΓΑ και του ΟΑΕΔ. Δεν μπορούν όμως αδιαπραγμάτευτα ούτε καφενείο να κλείσουν, όταν αυτό είναι ιδιωτική περιουσία και δεν εμφανίζει παραβατική συμπεριφορά. Ο νοών νοείτω και ουαί τω ανοήτω…!
Δυστυχώς, εδώ και 20 χρόνια μέσα από μια κοντόφθαλμη, στρατηγικά ανερμάτιστη λογική προστατευτισμού και αδυνατώντας να «διαβάσουμε» τις εξελίξεις, προδιαγράψαμε το χειρότερο δυνατό σενάριο για την περιοχή μας. Το άμεσο και οριστικό κλείσιμο όλων των λιγνιτικών μονάδων της Δυτικής Μακεδονίας.
Εκ των υστέρων, καταγγέλλουμε τα συμφέροντα του φυσικού αερίου για την κατάντια μας. Ας αναλογιστούμε τουλάχιστον ότι τα «συμφέροντα» ευδοκιμούν στις χώρες όπου κυριαρχούν η βαθιά ιδεοληψία, η έλλειψη στρατηγικής, ο ανούσιος προστατευτισμός και ο απύθμενος λαϊκισμός.
Όπως είπε εύστοχα ο κινέζος φιλόσοφος Λάο Τσε πριν 2500 χρόνια, «το να αντιστέκεσαι παθητικά στις εξελίξεις είναι σαν να προσπαθείς να καταφέρεις το να μην αναπνέεις. Ακόμα και αν το πετύχεις, δεν θα έχεις καταφέρει και πολλά…».
ο Ευάγγελος Καρλόπουλος είναι Χημικός Μηχανικός