Ένα αντισυνταγματικό νομοσχέδιο που θα κουρελιαστεί στην πράξη | του Θανάση Καμπαγιάννη*
Τι το πραγματικά διαφορετικό φέρνει το νομοσχέδιο για τις διαδηλώσεις που κατέθεσε η κυβέρνηση και σχεδιάζεται να ψηφιστεί από τη Βουλή αυτή την εβδομάδα; Οχι πάντως τη δυνατότητα του κράτους να παρενοχλεί, να απαγορεύει και να διαλύει δημόσιες συναθροίσεις.
Το υπό ψήφιση νομοσχέδιο επιχειρεί να πλήξει τον πυρήνα του συνταγματικού δικαιώματος του συνέρχεσθαι μετατρέποντας την ελευθερία από κανόνα σε εξαίρεση. Σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 1 του Συντάγματος, κάθε συνάθροιση είναι εκ των προτέρων ελεύθερη και νόμιμη με την προϋπόθεση να πραγματοποιείται «ήσυχα και χωρίς όπλα», κατ’ εξαίρεση δε στην παράγραφο 2 περιγράφονται οι περιορισμοί που τίθενται υπέρ της δημόσιας τάξης.
Το νομοσχέδιο, κατ’ απόλυτη αντίθεση προς τη συνταγματική διάταξη, αλλάζει το πρόσημο: κάθε δημόσια συνάθροιση βαφτίζεται εκ των προτέρων δυνάμει παράνομη.
Για να κατακτήσει τη νομιμότητά της, οι διοργανωτές της πρέπει να προβούν σε γνωστοποίηση (α. 3 παρ. 1), ορισμό οργανωτή (α. 3 παρ. 2), συνεργασία με κρατικό διαμεσολαβητή (α. 4 και 5), κ.λπ., εξουσίες που απονέμονται σύμπασες στην Αστυνομία. Κάθε μη γνωστοποιηθείσα συνάθροιση μπορεί να διαλυθεί εξ αυτού και μόνο του λόγου (α. 9 παρ. 1 εδ. δ), ανεξαρτήτως του αν είναι ειρηνική ή όχι! Πρόκειται για κραυγαλέα αντισυνταγματικό νομοθέτημα που, αντί να εξασφαλίζει την εφαρμογή της συνταγματικής διάταξης του άρθρου 11, τη διαστρέφει και την καταργεί.
Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι επιχειρεί να «βάλει τάξη στο χάος» των συγκεντρώσεων στο κέντρο της Αθήνας. Δεν θα μιλήσω για το χάος της Πανεπιστημίου, του δρόμου όπου τυχαίνει να εργάζομαι, με τον «Μεγάλο Περίπατο».
Αν η κυβέρνηση ήθελε την εφαρμογή της συνταγματικής νομιμότητας, θα κατέθετε έναν νόμο που θα οριοθετούσε τις απαγορεύσεις της αστυνομικής αρχής για λόγους δημόσιας τάξης, όπως το προβλέπει η παράγραφος 2 του άρθρου 11. Τουναντίον, πιστή στη συντηρητική της ιδεοληψία, η κυβέρνηση ξεπατίκωσε ένα χουντικό διάταγμα του 1971 και επέλεξε τον δρόμο της γενικευμένης ποινικοποίησης του δικαιώματος της συνάθροισης.
Ετσι, χιλιάδες πολίτες οι οποίοι θα συμμετάσχουν σε μια συγκέντρωση που δεν διαθέτει την αστυνομική άδεια θα τελέσουν το ιδιώνυμο αδίκημα του άρθρου 13 του υπό ψήφιση νόμου. Μάλιστα, με δεδομένη την προβλεπόμενη ποινή φυλάκισης μέχρι 1 έτος σε συνδυασμό με τον νεοπαγή θεσμό της «ποινικής διαταγής» του άρθρου 409 του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, είναι δυνατή η επιβολή της συγκεκριμένης ποινής χωρίς καν ακροαματική διαδικασία (!) και με μόνο στοιχείο μία φωτογραφία, αν βρεθούν πρόθυμοι εισαγγελείς και δικαστές.
Οσο δε για την αντικειμενική αστική ευθύνη του οργανωτή για τυχόν ζημιές που θα προκληθούν στη διάρκεια της συνάθροισης, δεν έχουμε παρά να απευθύνουμε το ακόλουθο ρητορικό ερώτημα: θα αποδεχόταν ο κύριος Χρυσοχοΐδης τη νομοθέτηση αντικειμενικής αστικής ευθύνης του εκάστοτε υπουργού Προστασίας του Πολίτη για τυχόν πράξεις βίας και αυθαιρεσίας εκ μέρους αστυνομικών οργάνων; Θα ήταν πρόθυμος να πληρώσει από την προσωπική του περιουσία την αποζημίωση που δικαιούται ο κ. Ινδαρές; Αστεία πράγματα.
Παρά τα αντιθέτως λεγόμενα, η κυβέρνηση αντί να κοιτάζει προς το μέλλον έχει επίμονα στραμμένο το βλέμμα της στο παρελθόν. Είμαστε αντιμέτωποι με μια ανομολόγητη ρεβάνς κατά του νομικού αποτυπώματος του συσχετισμού της Μεταπολίτευσης, που η δεξιά παράταξη ποτέ δεν χώνεψε και διαρκώς επιθυμεί την ανατροπή του.
Η Νέα Δημοκρατία προσπαθεί να γυρίσει το ρολόι της Ιστορίας πίσω ακόμα και από τον συμβιβασμό που αναγκάστηκε να αποδεχτεί ο Κωνσταντίνος Καραμανλής με το Σύνταγμα του 1975, υποχωρώντας ο ίδιος από το σχέδιο μιας κηδεμονευόμενης δημοκρατίας και ενός καχεκτικού φιλελευθερισμού (την πολιτική αυτή απόπειρα και την ήττα της, όπως αποτυπώθηκε στο Σύνταγμα, έχει αποτυπώσει υποδειγματικά ο Χαράλαμπος Κουρουνδής στο βιβλίο του «Το Σύνταγμα και η Αριστερά: από τη «βαθεία τομή» του 1963 στο Σύνταγμα του 1975», εκδόσεις Νήσος, Αθήνα 2018).
Επιτρέψτε μου μια πρόβλεψη: ο νόμος θα ψηφιστεί με δεδομένη την κοινοβουλευτική πλειοψηφία της Νέας Δημοκρατίας (ενδιαφέρον είναι το ερώτημα της στάσης του Κινήματος Αλλαγής, που καλείται να αποφασίσει αν θα συνομολογήσει τις αντι-μεταπολιτευτικές εμμονές της Δεξιάς).
Αλλά η εφαρμογή του θα γυρίσει μπούμερανγκ στους εμπνευστές του. Κι αυτό γιατί εναπόκειται τελικά στους οργανωτές των συγκεντρώσεων αν θα εφαρμόσουν τον νόμο ή το Σύνταγμα. Ωστόσο κανένα σωματείο, συλλογικότητα ή φορέας του ευρύτερου εργατικού και λαϊκού κινήματος δεν θα εφαρμόσει έναν καταφανώς αντισυνταγματικό νόμο.
Με τον τρόπο αυτό η κυβέρνηση θα καταφέρει να πολιτικοποιήσει κάθε συνάθροιση, οποιοδήποτε και αν είναι το περιεχόμενό της, προσδίδοντάς της αντικυβερνητικό χαρακτήρα. Και αν και είναι βέβαιο ότι τα πολύπαθα ποινικά πινάκια αυτής της χώρας θα ταλαιπωρηθούν από τους μαθητευόμενους κυβερνητικούς μάγους, στο τέλος ο νόμος αυτός θα κουρελιαστεί για τον απλούστατο λόγο ότι η ελευθερία θα βρει τον τρόπο της να αναπνεύσει. Και η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα ηττηθεί.