Η στρατηγική του κινεζικού γουόν καταστρέφει τις οικονομίες της Δύσης (από LeMonde)
Ωστόσο στην απέναντι όχθη βρίσκεται, η Κίνα, η οποία έχει επιδείξει μια εξαιρετική υγεία στα οικονομικά της: τριακοστό τρίτο συνεχές έτος σε μια πορεία χωρίς ύφεση, μέση αύξηση του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) κατά 10% ανά έτος για είκοσι συνεχή έτη, ανεργία, η οποία δεν σταματά να μειώνεται, ένα αποθεματικό κεφαλαίων, τα οποίο, υπερβαίνει ήδη τα 4500 δισεκατομμύρια δολάρια (3165 δις Ευρώ) στο τέλος του Ιουνίου 2011... η αντίθεση αυτή εξηγείται από την τεράστια υπό-εκτίμηση του γουόν που εφαρμόζεται από την Κίνα σε αντιπάλους και εταίρους της. Χάρης του σκληρού έλεγχου στην ανταλλαγή των νομισμάτων η οποία είναι προσβάσιμη μόνο σε απολυταρχικά κράτη μέλη, η Κίνα διατηρεί το γουόν 0.15 δολάρια και 0.11 ευρώ, όταν, σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (FMΙ) και τον ΟΗΕ έπρεπε να αξίζει 0.25 δολάρια και 0,21 ευρώ.
Εν τω μεταξύ, οι Δυτικές χώρες έχουν παραμείνει εντελώς παθητικές κατά τη διάρκεια αυτών των εξελίξεων υπακούοντας εν ολίγοις στις προσταγές της Κίνας. Από το 2001, που οι δυτικοί δέχθηκαν την Κίνα, όντας ήδη οπλισμένη με αυτόν το απολυταρχικό ελέγχο των ξένων συναλλαγμάτων μέσα στον παγκόσμιο οργανισμό εμπορίου (ΠΟΕ), είναι αλήθεια, ότι στερήθηκαν το μόνο όπλο που θα μπορούσε να καταστήσει ένα αντίβαρο: τα τελωνειακά αντίποινα. Αυτό οδήγησε σε μια σημαντική αποβιομηχάνιση των δυτικών χωρών και έντονη εκβιομηχάνιση της Κίνας. Το κόστος εργασίας στην Κίνα είναι το φθηνότερο στον κόσμο. Οι ήδη εγκατεστημένες εταιρείες καταλαμβάνουν αδιάκοπα νέα τμήματα της παγκόσμιας αγοράς ενώ οι δυτικές πολυεθνικές εστιάζουν τις πιο παραγωγικές επενδύσεις τους όλο και περισσότερο μέσα στην κινεζική επικράτεια. Γεγονός, που ενισχύει ακόμη περισσότερο το μερίδιο της παγκόσμιας αγοράς το οποίο καταλαμβάνεται από την Κίνα...
Το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας είναι ότι στις δυτικές χώρες, έχει διακοπεί εντελώς η διαδικασία ανάπτυξης. Το συνάλλαγμα του εξωτερικού εμπορίου τους έχει γίνει έντονα ελλειμματικό ενώ παράλληλα το ποσό των επενδύσεων των επιχειρήσεων μέσα στο έδαφός τους, έχει επιβραδυνθεί σε μεγάλο βαθμό. Εξ αιτίας και μόνο αυτού του γεγονότος, από το 2001 και μετά, οι δυτικές οικονομίες, εκτίθενται σε μια παρατεταμένη ύφεση, τόσο εξαιτίας απαραίτητων διαρθρωτικών αλλαγών που δεν έγιναν όσο και λόγω του γουόν. Ωστόσο δύο φορές, μια το 2002 και μια το 2008, οι ίδιοι οι δυτικοί ηγέτες που παρέμειναν παθητικοί σχετικά με την συναλλαγματική πολιτική της Κίνας για το γουόν, ισχυρίστηκαν ότι είχαν ανακαλύψει το τρόπο που θα τους είχε επιτρέψει να διατηρηθεί ένα αξιότιμο επίπεδο βιώσιμης ανάπτυξη. Αυτός ο τρόπος αποδείχτηκε μια πραγματική παρωδία. Η παρωδία, στην πραγματικότητα οδήγησε σε πυροτέχνημα, που εξερράγη στην μάπα τους δύο φορές.
Η πρώτη μεταξύ της περιόδου 2002 και του 2006, όπου ο τότε μαθητευόμενος «μάγος» της αμερικάνικης οικονομίας Alan Greenspan, πρόεδρος της Fed, επέλεξε μια πολιτική χαμηλών επιτοκίων ούτως ώστε να αποθαρρυνθούν οι αποταμιεύσεις των νοικοκυριών και να ενθαρρυνθεί η αναθέρμανση της αγοράς κατοικιών επί πιστώσει ... μια καταστροφική επιλογή.
Για τέσσερα συνεχή έτη, το ΑΕΠ και η απασχόληση στις δυτικές χώρες επωφελήθηκαν αποκλειστικά από την ευφορία του τομέα αγοράς ακινήτων. Αλλά μετά από αυτή την περιορισμένη και προσωρινή επιτυχία, την ευφορία την διαδέχτηκαν οι υπερβολές που όπως είναι γνωστό, κατέληξαν σε μπούμερανγκ της δυτικής οικονομίας. Ως αποτέλεσμα από τα μέσα του-2007 σκάει στις Η.Π.Α. και την Ε.Ε. μια τριπλή κρίση στην αγορά ακινήτων: τραπεζική και χρηματιστηριακή, ύφεση και έκρηξη της ανεργίας, η οποία αποδείχθηκε ότι ήταν ιστορικού μεγέθους. Συνολικά, η ζημιά αποδείχτηκε πολύ ανώτερη από το όφελος... το πρώτο απόλυτο φιάσκο.
Η δεύτερη βόμβα εντοπίζεται στα τέλη του 2008. Μετά την ανάκτηση της εμπιστοσύνης των αγορών από ορισμένα έκτακτα μέτρα στον τραπεζικό τομέα, οι δυτικές χώρες απέτυχαν εκ νέου να αποσπάσουν από την Κίνα μια ισχυρή ανατίμηση του γουόν, η οποία ωστόσο παραμένει η μόνη πραγματική και μόνιμη λύση για την διόρθωση του εμπορικού ισοζυγίου, του ΑΕΠ και την απασχόληση.
Έπειτα άλλοι μαθητευόμενοι μάγοι εμφανίζονται για να δημιουργήσουν εκ νέου ένα άλλο φιάσκο. Μετά την πρώτη συνεδρίαση των G20 τον Νοεμβρίο του 2008, ο Timothy Geithner, γραμματέας του θησαυροφυλακίου των ΗΠΑ, και ο Ben Bernanke, πρόεδρος της Fed, επέλεξαν μια πολιτική μαζικής επανεκκίνησης της οικονομίας (μεγάλο δημοσιονομικό έλλειμμα στις Ηνωμένες Πολιτείες περίπου στο 10% του ΑΕΠ για το 2009, 2010 και 2011) συνοδευόμενη από βραχυπρόθεσμα δάνεια με χαμηλά επιτόκια. Οι υπόλοιπες δυτικές χώρες θα ακολουθήσουν το ίδιο παράδειγμα επανεκκίνησης των οικονομιών τους από το 2009. Αυτή την επιλογή θα καταφέρουν να την ελέγξουν κατά το ελάχιστο το 2010 και 2011. Η επιτυχία δεν κράτησε πολύ. Ασφαλώς, αυτή η στρατηγική κατάφερε να βγάλει ορισμένες δυτικές χώρες από την ύφεση μέσα στο καλοκαίρι του 2009, αλλά όπως αποδείχθηκε από το καλοκαίρι του 2010 και μετά, δεν προκάλεσε παρά μόνο μια πολύ ήπια ανάκτηση της ανάπτυξης διόλου αυτοσυντηρούμενης.
Τώρα, είναι πλέον αλήθεια, ότι η ύφεση δεν ήταν μόνο αποτέλεσμα του διεθνούς εμπορικού ισοζυγίου και των επενδύσεων από τις εταιρείες, αλλά επίσης των επενδύσεων σε ακίνητα και μιας ακατάλληλης αύξησης των αποταμιεύσεων των νοικοκυριών που οφείλεται σε ένα μόνιμο υψηλό ποσοστό ανεργίας. Όμως υπάρχουν ακόμη χειρότερες εξελίξεις. Τελικά, αυτή εν καιρό ισχυρή δημοσιονομική ώθηση από μέρους των δυτικών κρατών ενεργοποιεί μια επιπρόσθετη κρίση : το έλλειμμα των δημοσιονομικών οικονομικών. Η πρώτη σπίθα που προκάλεσε την πυρκαγιά εμφανίστηκε στην Ελλάδα μετά τις εκλογές του Οκτωβρίου του 2009. Όμως, η Πορτογαλία και η Ιρλανδία, η Ισπανία και η Ιταλία, το Βέλγιο, η Αυστρία, η Γαλλία και επίσης η Ιαπωνία, τα Ηνωμένα Βασίλεια και οι ΗΠΑ υποφέρουν από τις ίδιες παραμέτρους της κρίσης με την Ελλάδα: ήτοι μια πολύ ανησυχητική αρνητική δυναμική των δημοσίων οικονομικών τους, και μια αρκετά χλιαρή αύξηση του ΑΕΠ. Αυτές οι παράμετροι είναι οι κύριοι υπαίτιοι των αποκλίσεων στην ισορροπία του λόγου χρέους προς ΑΕΠ (μικρό χρέος και μεγάλο ΑΕΠ οδηγούν σε ελαχιστοποίηση του λόγου και αντίστροφα).
Αυτές οι αποκλίσεις πλησιάζουν τα κατώτατα όρια των οργανισμών αξιολόγησης σχετικά με την επαναχρηματοδότηση του δημόσιου χρέους. Οι επενδυτές κάτοχοι κρατικών ομολόγων μετατρέπονται τώρα σε πωλητές των. Αυτή η κατάσταση ρίχνει τις τιμές και ανεβάζει τις αποδόσεις τους. Έτσι μια κρίση εμπιστοσύνης στα ομόλογα των δυτικών κυρίαρχων έχει μόλις ξεκινήσει. Για άλλη μια φορά, το τελικό μπούμερανγκ είναι πολύ μεγαλύτερο από το αρχικό πλεονέκτημα. Ένα δεύτερο απόλυτο φιάσκο.
Έφθασε η στιγμή να προβούμε σε έναν αποτελεσματικό απολογισμό. Η Κίνα, μονομερώς κεφαλαιοποιεί την στρατηγική που είχε εγκαθιδρύσει στα μέσα του1989, και επιδείχνει ικανοποίησή σχετικά με την αποσταθεροποίηση των δυτικών οικονομιών σε όλα τα επίπεδα: εμπορικό, οικονομικό, κοινωνικό, οικονομικό, νομισματικό, τεχνολογικό, στρατιωτικό, διπλωματικό...
Οι διαδοχικές αντισταθμιστικές πολιτικές απέτυχαν οικτρά και έχουν αυξήσει πραγματικά και σοβαρά τις πιθανότητες αποσταθεροποίησης των δυτικών κρατών. Έχει πλέων αποδειχθεί ότι η νομισματική ειρηνιστική πολιτική απέναντι στην Κίνα οδηγεί σε ένα συνολικό αδιέξοδο. Για να μην εξελιχθεί η κρίση του 2007 σε μια νέα κρίση του 1929, πρέπει άμεσα και αποφασιστικά το παιχνίδι να αντιστραφεί. Πρέπει οι δυτικές χώρες να κινητοποιήσουν και να ασκήσουν πραγματικές πιέσεις στην Κίνα για την εγκατάλειψη αυτής της απολυταρχικής πολιτικής ελέγχου της συναλλαγματικής αξίας του γουόν. Αρκεί, απλά, σοβαρά και συλλογικά να προετοιμάσουμε τελωνειακά αντίποινα εναντίον του γουόν. Χωρίς μια τέτοια πρωτοβουλία, οι δυτικές οικονομίες, γρήγορα θα παγιδευτούν σε ένα φαύλο κύκλο πάγιας οικονομικής και χρηματοδοτικής παρακμής που θα τους οδηγήσει σε υποδούλωση στην Κίνα και στο κομμουνιστικό κόμμα, το οποίο την κυβερνά απολυταρχικά από το 1949.