Παρέμβαση Ιωαννίδη: Το μοντέλο ΜΑΝΑ ΝΕΡΟΥ, δεν μπορεί να αποτελέσει σε καμιά περίπτωση έργο του μέλλοντος για την ανάπτυξη των ΑΠΕ στην Ελλάδα.
Εδώ και καιρό με αφορμή την επένδυση εγκατάστασης φωτοβολταικών σταθμών στην περιοχή «Μάνα Νερού» Μεσιανής έχει ανακύψει ένας έντονος δημόσιος διάλογος. Η εταιρεία που έχει σχεδιάσει και υλοποιεί την επένδυση την
παρουσιάζει ως «το έργο του μέλλοντος», ως «έργο πιλότος» για παρόμοια έργα ΑΠΕ στην Ελλάδα, ενώ τόσο η ίδια όσο και οι υποστηρικτές της ισχυρίζονται ότι πρόκειται για επένδυση που θα δημιουργήσει ιδιαίτερα σημαντική τοπική προστιθέμενη αξία αφού, όπως αναφέρουν, το 50% των επενδυτών προέρχεται από κατοίκους της Κοζάνης.
Ο εκπρόσωπος της εταιρείας μάλιστα για να τονίσει τη συμμετοχική βάση του έργου το χαρακτήρισε ως «έργο λαϊκής βάσης» !
Δυστυχώς όμως αν μελετήσει κάποιος λίγο αναλυτικότερα τα στοιχεία και τα δεδομένα του συγκεκριμένου έργου, θα διαπιστώσει πως τα παραπάνω απέχουν αρκετά από την πραγματικότητα. Το μοντέλο του κατακερματισμού μιας επένδυσης παρουσιάζεται ως «επένδυση πρότυπο», ενώ ουδεμία σχέση έχει με τα έργα λαϊκής βάσης αλλά ούτε αντιπροσωπεύει τη συμμετοχή που θα έπρεπε να είχαν οι τοπικές κοινωνίες στα έργα ΑΠΕ που αναπτύσσονται τελευταία στην περιοχή μας. Εκτός αυτών, το μοντέλου του κατακερματισμού ενός μεγάλου έργου σε πολλά μικρά έχει σημαντικά μειονεκτήματα και προκαλεί προβλήματα που δεν μπορούν να υποτιμηθούν, τόσο στο περιβάλλον, τον χωρικό σχεδιασμό όσο και στην υγιή ανάπτυξη της οικονομίας της περιοχής. Κατά τη γνώμη μου, παρόμοιας μορφής επενδύσεις δεν ευνοούν την προώθηση των ΑΠΕ και τον υγιή ανταγωνισμό.
Σύμφωνα με τα όσα γνωρίζουμε το εν λόγω φωτοβολταικό πάρκο συνολικής ισχύος περίπου 100 MW αποτελείται από 196 μικρότερα έργα ισχύος 0,5 MW ή 1 MW το καθένα. Τα έργα αυτά αναπτύσσονται στις δημόσιες δασικές εκτάσεις της περιοχής μας και έχουν ήδη παραχωρηθεί εκατοντάδες στρέμματα για την ανάπτυξή τους, ενώ μέρος της επένδυσης να είναι χωροθετημένο μέσα σε δάσος σημαντικό για την περιοχή και τους κατοίκους της.
Το παραπάνω μοντέλο αξιοποιεί την πρόβλεψη του άρθρου 135 του νόμου 4685/2020 σύμφωνα με την οποία «Είναι δυνατή η υποβολή κοινού αιτήματος για χορήγηση Προσφοράς Σύνδεσης στην ΑΔΜΗΕ Α.Ε. που αφορά σε περισσότερους σταθμούς (…), όταν η συνολική ισχύς αυτών ξεπερνά το όριο των 8 MW εφόσον η σύνδεση γίνεται μέσω νέου αποκλειστικού δικτύου και κατασκευή νέου υποσταθμού μέσης τάσης προς υψηλή».
Ας δούμε όμως πιο συγκεκριμένα τα προβλήματα αυτού του μοντέλου αλλά και του συγκεκριμένου έργου ειδικότερα:
- Παρά του ότι έχει παρουσιαστεί ως έργο λαϊκής βάσης με την συμμετοχή πολλών τοπικών επενδυτών, από μια πιο αναλυτική μελέτη στα στοιχεία των εταιρειών που συμμετέχουν, θα διαπιστώσει κανείς ότι, ένα μεγάλο μέρος της επένδυσης θα καλυφθεί από εταιρείες συμφερόντων μεγάλων επενδυτών, ενώ οι τοπικοί μικροί επενδυτές είναι ελάχιστοι και καλύπτουν ένα μικρό μερίδιο του έργου. (Εκτός αν θεωρούνται «τοπικοί επενδυτές» οι κάτοικοι Αθηνών ή άλλων περιοχών, εκτός Δυτ. Μακεδονίας, οι οποίοι έχουν ιδρύσει εταιρείες σε Κοζάνη και Γρεβενά με μοναδικό σκοπό την συμμετοχή στο εν λόγω έργο).
- Το συγκεκριμένο Φ/Β μέσω της παραπάνω διαδικασίας απέφυγε να εμπλακεί σε διαγωνισμός μέσω ΡΑΕ για να λάβει άδεια παραγωγής ενώ η τιμή με την οποία θα αποζημιώνεται η παραγόμενη ενέργεια θα είναι πολύ υψηλότερη από αυτήν που θα πετύχαινέ ένα πάρκο ίσης ισχύος που θα ακολουθούσε την κανονική οδό. Σε δημοπρασία που πραγματοποιήθηκε τον Ιούνιο το 2020 η μεσοσταθμική τιμή για τα Φ/Β ήταν 49,81 ευρώ/MWh, ενώ με την διαδικασία του κατακερματισμού οι τιμές θα κλειδώσουν κοντά στα 65 ευρώ/MWh. Αυτό με τη σειρά του αυξάνει το ενεργειακό κόστος, προκαλεί στρεβλώσεις στην αγορά και δημιουργεί συνθήκες φούσκας.
- Μέσω του κατακερματισμού αποφεύγεται η ενιαία περιβαλλοντική αξιολόγηση και αδειοδότηση του έργου. Το αποτέλεσμα είναι η τοπική κοινωνία να ενημερώνεται κατόπιν εορτής, χωρίς να έχει την δυνατότητα αξιολόγησης της επένδυσης, όπως θα συνέβαινε αν η εταιρεία υπέβαλε Μελέτη Περιβ. Επιπτώσεων (ΜΠΕ) για ένα μεγάλο και ενιαίο έργο.
- Με βάση τα στοιχεία που αντλήθηκαν από τη Διαύγεια στο επιχειρηματικό σχήμα συμμετέχουν ορισμένες Ενεργειακές Κοινότητες. Το γεγονός αυτό θα μπορούσε εκ πρώτης να είναι θετικό. Γνωρίζουμε όμως όλοι, ότι ένα εταιρικό σχήμα όταν φέρει τον τίτλο της ενεργειακής κοινότητας δεν καθίσταται αυτόματα κομμάτι ούτε της τοπικής οικονομίας ούτε της κοινωνικής επιχειρηματικότητας. Το γεγονός ότι μεγάλοι όμιλοι έχουν «αξιοποιήσει» το εργαλείο των ενεργειακών κοινοτήτων για να παρακάμψουν τις αδειοδοτικές υποχρεώσεις των έργων ΑΠΕ, να εκμεταλλευτούν τις ευνοϊκές ρυθμίσεις για τα μικρά έργα, να κατατμίσουν μεγάλες επενδύσεις και να επωφεληθούν από τις σταθερές τιμές που απολαμβάνουν τα μικρά έργα είναι ο βασικός παράγοντας εκφυλισμού ενός ανερχόμενου και πολλά υποσχόμενου εργαλείου. Το γεγονός λοιπόν ότι στο επενδυτικό σχήμα συμμετέχουν ενεργειακές κοινότητες, δεν εξασφαλίζει με κανέναν τρόπο τη «λαϊκή βάση» της επένδυσης. Οι ενεργειακές κοινότητες που συστήνονται με αποκλειστικό σκοπό να αξιοποιήσουν τα προνόμια χωρίς όμως να αποτελούν ουσιαστικά σχήματα κοινωνικής οικονομίας, ενισχύουν την στρέβλωση στην αγορά, απαξιώνουν τον χαρακτήρα των ενεργειακών κοινοτήτων και οδηγούν σταδιακά τον θεσμό σε απαξίωση. Οι μόνοι ωφελημένοι από αυτή την εξέλιξη θα είναι οι μεγαλύτεροι επενδυτές του σχήματος και με κανέναν τρόπο η τοπική κοινωνία. Οι μικρές επενδύσεις ΑΠΕ μπορούν αν φέρουν πραγματικά οφέλη στην περιοχή. Για το λόγο αυτό πρέπει να εξασφαλίζουν προνομιακή μεταχείριση, που θα έχει σαν στόχο την υποστήριξη μικρών μονάδων και μικρών επενδυτών από τον ανταγωνισμό των μεγάλων επιχειρήσεων του κλάδου. Το αντίθετο αποτελεί σαφή στρέβλωση, δηλαδή μεγάλες επιχειρήσεις του κλάδου να αξιοποιούν αυτή την πρόνοια στρεβλώνοντας την αγορά με κακές πρακτικές. Σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να αξιολογηθούν και να ενισχυθούν τα έργα των ενεργειακών κοινοτήτων που αναπτύσσονται στην περιοχή.
Η διαφορετική θεσμική μεταχείριση των μικρών μονάδων θα πρέπει να αφορά ιδιαίτερα τις ανοιχτές και εθελοντικές Ενεργειακές Κοινότητες πολιτών ούτως ώστε να υπάρξει πραγματική εμπλοκή των τοπικών κοινωνιών στην ενεργειακή μετάβαση.
Οι κατακερματισμένες επενδύσεις των μεγαλο-επενδυτών , δεν αφήνουν όμως παρά ελάχιστο ως καθόλου περιθώριο σε φυσικό και ηλεκτρικό χώρο σε πραγματικά συμμετοχικά και κοινωνικά σχήματα να δημιουργηθούν και να αναπτύξουν τις δραστηριότητες τους.
Αξίζει να αναφέρουμε ότι όλα αυτά δεν θα συνέβαιναν αν δεν είχε προβλέψει να τα ευνοήσει ο νομοθέτης, αφού από τη μια επιδιώκει να άρει αυτές τις στρεβλώσεις αλλά από την άλλη αφήνει παραθυράκια, ιδίως με τις αλλαγές που έγιναν με τον πρόσφατο νόμο 4759/2020 και τις νέες προθεσμίες που προβλέπει.
Το μοντέλο λοιπόν ανάπτυξης επενδύσεων ΑΠΕ κατά το «πρότυπο» Μάνα Νερού δεν αντικατοπτρίζει με κανέναν τρόπο ούτε το μέλλον μας, ούτε την ανάπτυξη των ΑΠΕ που θέλουμε.
Ο τόπος μας έχει πολλά πλεονεκτήματα για την ανάπτυξη των ΑΠΕ, για να συμβάλει σε ένα καθαρό και πράσινο μέλλον, για να αναπτύξει σε υγιείς βάσεις ένα υπόδειγμα βιώσιμου και δίκαιου αναπτυξιακού μοντέλου με τη συμμετοχή της τοπικής κοινωνίας. Κι αυτό δεν θα σταματήσουμε να διεκδικούμε.