Βερναρδάκης: Αν δεν δηλώσει παρούσα η Αριστερά, θα το κάνει κάποιος άλλος
«Κερδίζει» από τη σημερινή κρίση η Αριστερά;
Εκλογικά ναι, καθώς όπως εξελίσσονται οι μετρήσεις κοινής γνώμης αποδεικνύουν ότι αθροιστικά τα κόμματα της Αριστεράς, αν «κατέβαιναν» στη λογική ενός κοινού εκλογικού μετώπου βάσει κάποιου μίνιμουμ προγράμματος,
σήμερα θα ξεπερνούσαν και τη ΝΔ, θα αναδεικνύονταν σε πρώτο κόμμα. Δηλαδή, υπάρχουν πλέον συνθήκες ανατροπής του υφιστάμενου κομματικού συστήματος, αφού θα προκύψουν σίγουρα τουλάχιστον 7-8 κόμματα στην επόμενη Βουλή και μάλιστα δεν είναι ακόμη γνωστή η δεύτερη κομματική δύναμη μετά τη ΝΔ. Λόγω της ιδιαίτερα υψηλής μείωσης των ποσοστών του ΠΑΣΟΚ, δεν θα παρουσιάζουν μεγάλες διαφοροποιήσεις τα ποσοστά των 4 κομμάτων που θα ακολουθούν το πρώτο.
Ωστόσο, αυτό που λείπει από τις δυνάμεις της Αριστεράς είναι μια σαφής λύση κυβερνητικής και πολιτικής διεξόδου. Και αυτό γιατί απουσιάζει μια λογική ενότητας. Η πολιτική δύναμη η οποία θα προβεί -όχι θεωρητικά αλλά εμπράκτως- στις περισσότερες ενωτικές κινήσεις θα είναι εκείνη η οποία θα βγει και πιο κερδισμένη στο τέλος. Στην ελληνική Αριστερά υπάρχει μια παράδοση πολυκερματισμού, μια προτεραιότητα της ιδεολογίας πάνω στην πολιτική, σε αντίθεση με αυτό που έλεγε ο Μάο... ότι η πολιτική είναι στο πηδάλιο. Ακόμη και στα κοινωνικά κινήματα υπάρχει μια παράδοση κατακερματισμού, γεγονός το οποίο αποτελεί ένα εγγενές πρόβλημα για την ελληνική Αριστερά -πολύ περισσότερο απ' ότι ισχύει σε άλλες χώρες.
Πέρα από τον πολυκερματισμό των δυνάμεων, φαίνεται να πείθει η Αριστερά την κοινή γνώμη ότι κατέχει μία ολοκληρωμένη και ρεαλιστική πρόταση για την έξοδο από την κρίση;
Το πρόβλημα της Αριστεράς δεν είναι οι ιδέες και οι προτάσεις αλλά το γεγονός ότι δεν έχει το εργαλείο να τις εφαρμόσει. Ένα ενωτικό -έστω εκλογικό- μέτωπο, ένα πρόγραμμα 5-10 σημείων, θα αποτελούσε ένα εργαλείο. Ας υποθέσουμε ότι στις τελευταίες αυτοδιοικητικές εκλογές σημειωνόταν μια ενωτική καταγραφή. Σε αυτή την περίπτωση, είναι βέβαιο ότι τα αριστερά κόμματα θα είχαν κερδίσει τουλάχιστον το 1/3 των δήμων και τουλάχιστον 3-4 περιφέρειες. Άρα, θα είχαν ένα εργαλείο για να εφαρμόσουν στην πράξη μια εφικτή πολιτική υπεράσπισης του λαϊκού εισοδήματος, της δημόσιας περιουσίας, των ελεύθερων χώρων κλπ. Θα ήταν κάτι που θα ανέτρεπε πολλά δεδομένα. Προφανώς, θα αντιμετώπιζε πολλά πρακτικά προβλήματα, αλλά εν πάση περιπτώσει θα διαμόρφωνε μια διαφορετική πραγματικότητα. Απέναντι σε μια οριοθετημένη σταθερότητα η οποία υποθετικά υπάρχει σήμερα, θα μπορούσε για παράδειγμα να εγγυηθεί ότι τα φτωχά νοικοκυριά θα είχαν ένα πιάτο φαγητό, ότι δεν θα υπήρχαν δεσμεύσεις ακίνητης περιουσίας των μικρών από τις τράπεζες, ότι θα λειτουργούσαν τα ολοήμερα σχολεία που σήμερα απαξιώνονται και κλείνουν, ότι θα διέθετε τα όποια διαθέσιμα χρήματα στη δημιουργία μιας κοινωνικής προστασίας στο επίπεδο της τοπικής κοινωνίας, κ.ο.κ.
Τη δεκαετία του '70, η διαφορά του Ανδρέα Παπανδρέου δεν ήταν το πρόγραμμα, για τη διαμόρφωση του οποίου άλλωστε περιέλαβε σε ένα βαθμό τις προτάσεις της Αριστεράς. Η διαφορά ήταν πως αποφάσισε να κινηθεί με άλλον τρόπο, δήλωσε: «εγώ είμαι εδώ και αναλαμβάνω». Κάτι που όσο δεν κάνει σήμερα η Αριστερά, είναι σαν να δηλώνει ότι είναι άχρηστη, ανύπαρκτη ως ιστορική αποστολή. Και είναι προφανές ότι αν δεν το εγγυηθεί αυτό η Αριστερά, τότε θα το εγγυηθεί κάποιος άλλος. Και είναι βέβαιο ότι σε αυτό το κενό το οποίο παράγεται σήμερα από τη διάλυση των μεγάλων κομμάτων και του πολιτικού συστήματος αλλά και από την αδυναμία της Αριστεράς να πάρει την ευθύνη πάνω της, θα παραχθεί μια τρίτη λύση, η οποία πιθανόν να είναι η αυταρχική λύση ή ένας τύπος αυταρχικής λύσης, τη μορφή της οποία ακόμη δεν γνωρίζουμε: ίσως να ειναι μια σκληρή ακροδεξιά ή ένα πρόσωπο με «βοναπαρτικές» τάσεις το οποίο θα ξεπηδήσει ή κάτι άλλο. Στην πολιτική, αν δεν δώσεις λύση, θα το κάνει κάποιος άλλος.
Ποιος είναι ο σημερινός ρόλος του Λ.Α.Ο.Σ σε αυτό το επίπεδο;
Ο Καρατζαφέρης έχει προσπαθήσει να παίξει το ρόλο ενός συστημικού πολιτικού χώρου, λαμβάνοντας τα χαρακτηριστικά, ας πούμε, ενός ακροδεξιού – μεσαίου χώρου. Εκμεταλλευόμενος τις αδυναμίες όλων των υπόλοιπων, προσπαθεί εντός των συστημικών πολιτικών να παρουσιάζει ως αυτονόητο τις πιο ακροδεξιές επιλογές. Βεβαίως, αυτή τη στιγμή, στη διαιρετική τομή: Μνημόνιο – Αντιμνημόνιο η οποία παράγεται στην ελληνική κοινωνία για να διαμορφώσει την πολιτική ζωή της χώρας για όλες τις επόμενες 10ετίες, ο ίδιος τάσσεται με την πλευρά του Μνημονίου. Αυτό δημιουργεί το έδαφος για να υπερκεραστεί από τα δεξιά, με την έννοια ότι, ας πούμε, η υπεύθυνη αυταρχική λύση η οποία ενδέχεται να προκύψει δεν θα είναι λύση από εκείνον. Θα εκφραστεί είτε από μία πιο συστηματική αυταρχική στροφή της ΝΔ, είτε από μορφώματα στο χώρο της άκρας και φασιστικής δεξιάς τα οποία θα προκύψουν και που ήδη φαίνεται να εμφιλοχωρούν.
Εν κατακλείδι, λοιπόν, εκλογικό αλλά όχι «ηγεμονικό» το όφελος της Αριστεράς από την κρίση.
Έτσι, λοιπόν, από τη μία πλευρά εκλογικά η Αριστερά «κερδίζει» -χαρακτηριστικό είναι άλλωστε το παράδειγμα του ΚΚΕ, ένα κόμμα με εκλογικίστικο μηχανισμό το οποίο από το 4,5% του '93 ανέρχεται σήμερα στο 14%, παρόλη την αντίθετη πορεία του κομουνισμού διεθνώς. Θα αυξηθούν και τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ και της ΔΗΜΑΡ και της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς (για πρώτη φορά θα φτάσει το 1 με 1,5%). Από την άλλη πλευρά, αν εξετάσει κανείς το θέμα με γνώμονα την ανάγκη να αποτελέσει η Αριστερά μια ηγεμονική πολιτική δύναμη στην ελληνική κοινωνία, αναλαμβάνοντας υπό την ευθύνη της τα λαϊκά προβλήματα, τα δεδομένα είναι διαφορετικά. Και εφόσον σε αυτή την ιστορική ευκαιρία δεν κάνει η Αριστερά την αναγκαία υπέρβαση (ασφαλώς διατηρώντας η εκάστοτε δύναμη την αυτονομία της) τότε η λύση θα αναζητηθεί από άλλους πολιτικούς χώρους.