Δημόσια και Ιδιωτικά Πανεπιστήμια: η Ελλάδα και ο κόσμος' - Μέρος 1ο | του Ιωάννη Πήτα*
Μέρος 1: ο Κόσμος
Ζούμε σε έναν κόσμο που γίνεται ολοένα και πιο πολύπλοκος. Κολυμπάμε σε έναν ωκεανό δεδομένων (και πληροφορίας) που αυξάνονται με εκθετικό ρυθμό. Καλούμαστε όχι απλώς να επιβιώσουμε, αλλά και να προοδεύσουμε
στον κόσμο αυτό. Όμως η απαιτούμενη γνώση αυξάνεται μόνον γραμμικά. Και η παραγωγή και η μετάδοση της γνώσης στους άλλους ή στις επόμενες γενιές γίνονται, εν πολλοίς, ‘χειροκίνητα’, μέσω της εκπαίδευσης. Πως μπορεί να ανταπεξέλθει η ανθρωπότητα σε τέτοιες συνθήκες; Η εκθετική αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού θα ήταν μια λύση: δυστυχώς όμως, η αύξηση του πληθυσμού γίνεται κυρίως στον Παγκόσμιο Νότο, όπου η εκπαίδευση όλων των βαθμίδων είναι ακόμα ένα μεγάλο ζητούμενο. Στον μορφωμένο, αλλά υπογεννητικό Βορρά, η μόνη λύση είναι η αύξηση των χρόνων εκπαίδευσης και της ποιότητάς της. Η παγκόσμια αύξηση των χρόνων σπουδών ήδη έχει παρατηρηθεί από τις αρχές του 20ου αιώνα, κυρίως μέσω της υποχρεωτικής βασικής, και σε ορισμένες χώρες, μέσης εκπαίδευσης. Αναμένεται να ενισχυθεί η υποχρεωτικότητα στην μέση εκπαίδευση, σε συνδυασμό με αυξημένη πρόσβαση στα Πανεπιστήμια, και με συνεχιζόμενη εκπαίδευση, όσο οι βιολογικές συνθήκες (ηλικία) το επιτρέπουν σε κάθε βαθμίδα εκπαίδευσης.
Μπορούν όμως όλοι να σπουδάσουν, ιδιαίτερα στα Πανεπιστήμια, όπου απαιτείται κριτική σκέψη, προϋπάρχουσα βασική παιδεία και επιμονή στην μάθηση; Δυστυχώς όχι, χωρίς να πέσει το επίπεδο των Πανεπιστημιακών σπουδών. Ο αριθμός των υποψηφίων φοιτητών με αξιώσεις επιτυχίας μπορεί να αυξηθεί πολύ μέσω μιας αναβαθμισμένης και ποιοτικής Μέσης εκπαίδευσης. Το πως θα γίνει αυτή η αναβάθμιση είναι αντικείμενο άλλης συζήτησης. Όμως πάντα θα υπάρχουν και άτομα που δεν παίρνουν ή δεν αγαπούν ‘τα γράμματα’, είτε είναι παιδιά ‘καλών και εύπορων οικογενειών’ είτε όχι. Αυτές οι απόψεις μου μπορούν να κατηγορηθούν για ελιτισμό, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είναι και λάθος. Δεν πρόκειται για πολίτες β’ κατηγορίας: αν μορφωθούν κατάλληλα και αποκτήσουν χρήσιμες δεξιότητες, αποτελούν πολύτιμο τμήμα της κοινωνίας. Άλλωστε, σε πολλές αναπτυγμένες χώρες, ιδιαίτερα στην Β. Ευρώπη, ένα πανεπιστημιακό πτυχίο δεν σχετίζεται πάντα με ιδιαίτερα αυξημένες αποδοχές, σε σχέση με μη κατόχους τέτοιων πτυχίων [3]. Αυτό παρατηρείται σε αρκετά επαγγέλματα και στην χώρα μας.
Η ανισότητα αυτή στις δυνατότητες μόρφωσης δεν χτυπάει καλά στα αυτιά των πολλών, ενδεχομένως δικαιολογημένα. Η μόρφωση είναι ένας καλός (και σχετικά οικονομικός) τρόπος προσωπικής κοινωνικής ανέλιξης. Το ξέρω από πρώτο χέρι: αν δεν μορφωνόμουν την δεκαετία του 70, αυτή την στιγμή, αντί να γράφω, θα μάτωναν τα δάχτυλά μου βγάζοντας σπανάκια σε ένα παγωμένο χωράφι στην Δ. Μακεδονία. Η μαζική μόρφωση πολιτών, επιστημόνων και επαγγελματιών είναι δε και άριστος τρόπος οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης. Τελικά, η μόρφωση είναι δικαίωμα για όλους, αρκεί να μπορούν και να θέλουν να την επωφεληθούν. Αλλά η γνώση είναι (και) εμπόρευμα, η μόρφωση είναι (και) υπηρεσίες: χρειάζονται οικονομικούς πόρους για να παραχθούν και να προσφερθούν σε άτομα που τα ζητούν και πληρώνουν γι’ αυτά. Αυτή η διττή φύση της μόρφωσης και της γνώσης δημιουργεί πολλές παρανοήσεις. Για παράδειγμα, δεν έχει κανένα νόημα να σπαταλούνται πόροι για πτυχία χωρίς αντίκρισμα γνώσεων. Ούτε να σπαταλούνται πόροι σε άτομα που δεν τους αξιοποιούν (βλέπε αιώνιους φοιτητές). Άλλωστε και η ζωή είναι δικαίωμα, αλλά το φαγητό και η εστίαση δεν είναι δημόσια δωρεάν αγαθά (εκτός εξαιρέσεων).
Είναι ουσιαστικό, για να ανταπεξέλθουμε στις ανάγκες παραγωγής και μετάδοσης γνώσης, να εστιάσουμε στην μαζική πρόσβαση στην ποιοτική εκπαίδευση σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης και φυσικά στην Πανεπιστημιακή, στοχεύοντας στην μόρφωση πολιτών και επιστημόνων με κριτική σκέψη και θεμελιακές γνώσεις, αντί της ανάπτυξης δεξιοτήτων. ‘Οταν η μόρφωση υπάρχει, οι δεξιότητες (επανα)αποκτούνται πολύ εύκολα, π.χ., μέσω της συνεχιζόμενης εκπαίδευσης.
Επίσης πρέπει να τονίσουμε ότι το πανεπιστημιακό περιβάλλον δεν προάγει μόνον την μόρφωση. Με βάση τις ακαδημαϊκές παραδόσεις και ελευθερία, είναι χώρος έρευνας, δηλαδή παραγωγής νέας γνώσης. Είναι και ένας πολυδιάστατος κοινωνικός χώρος, όπου οι νέες/νέοι μορφώνονται, επικοινωνούν, διασκεδάζουν, ερωτεύονται, ονειρεύονται και τελικά διαμορφώνουν την προσωπικότητά τους. Όλες αυτές οι παράμετροι είναι ουσιαστικό στοιχείο ενός δημοκρατικού Πανεπιστημίου.
Παραδοσιακά, στις περισσότερες χώρες, η μαζική πρόσβαση στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση έγινε μέσω του Δημοσίου Πανεπιστημίου, χωρίς να σημαίνει ότι κάθε τι Δημόσιο είναι και ποιοτικό. Σε μερικές χώρες, κυρίως τις ΗΠΑ, υπήρξαν από νωρίς και μη-κερδοσκοπικά Πανεπιστήμια (ουσιαστικά ένα υβρίδιο ανάμεσα στον ιδιωτικό και ευρύτερο δημόσιο τομέα) και ιδιωτικά κερδοσκοπικά Πανεπιστήμια. Τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια έχουν συνήθως μικρότερο μέγεθος, π.χ., σε αριθμό φοιτητών, απ’ ότι τα δημόσια. Στις περισσότερες χώρες η ‘αξία’ των πτυχίων καθορίζεται ουσιαστικά από την αγορά εργασίας: οι απόφοιτοι των οκτώ Πανεπιστημίων της Ivy League (ΗΠΑ) είναι και καλά μορφωμένοι και περιζήτητοι, σε αντίθεση με αποφοίτους τριτοκλασάτων κολλεγίων του Αμερικανικού Νότου. Σε όλα τα ποιοτικά Πανεπιστήμια (δημόσια ή ιδιωτικά) η έρευνα είναι στενά συνδεδεμένη με την εκπαίδευση.
Τα τελευταία 30 χρόνια βλέπουμε σημαντικές αλλαγές στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Σχετικά πρόσφατα, πολλά Πανεπιστήμια (κυρίως μεγάλα και μεσαία) ακολούθησαν επεκτατική πολιτική ανάπτυξης σε άλλες χώρες. Επίσης η δημιουργία ιδιωτικών (κερδοσκοπικών) Πανεπιστημίων απογειώθηκε παγκοσμίως, λόγω της νεοφιλελεύθερης ανάπτυξης, με μικτά αποτελέσματα ποιότητας. Όμως η μεγαλύτερη και εντυπωσιακότερη αλλαγή που παρατηρήθηκε κυρίως τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια ήταν η απορρόφηση της έρευνας αιχμής, π.χ., στην Τεχνητή Νοημοσύνη και Βιοτεχνολογία από λίγες μεγάλες εταιρίες, κυρίως των ΗΠΑ. Μόνον αυτές έχουν τα δεδομένα και τα κεφάλαια να κάνουν πρωτοποριακή έρευνα στις τεχνολογίες αυτές. Και φυσικά, η εργασία ακολούθησε το κεφάλαιο: πολλοί κορυφαίοι επιστήμονες εγκατέλειψαν άριστα Πανεπιστήμια για να πάρουν εξαιρετικά καλοπληρωμένες θέσεις σε τεχνολογικές εταιρίες.
Είναι άγνωστο το που θα οδηγήσει η τάση αυτή. Προς το παρόν, οι μεγάλες εταιρείες δεν ενδιαφέρθηκαν να ασχοληθούν με την Πανεπιστημιακή εκπαίδευση, ίσως διότι εκεί δεν αναμένονται εντυπωσιακές οικονομικές αποδόσεις. Υπάρχει βέβαια δυνατός αντίλογος και αντιπροτάσεις στην κατάσταση αυτή, που μπορούν να αλλάξουν τους κανόνες του παιγνιδιού: κυμαίνονται από δημοκρατικοποίηση των δεδομένων και της γνώσης, μέχρι και την χρήση αντιμονοπωλιακών πολιτικών για σπάσιμο αυτών των τεχνολογικών κολοσσών σε μικρότερες εταιρείες. Όπως όμως και να έχει το πράγμα, είναι δύσκολο, ακόμη και για τα μεγάλα και πλούσια Πανεπιστήμια, να αποκτήσουν τους πόρους (κυρίως τους οικονομικούς, αλλά όχι μόνον) που απαιτούνται για σύγχρονη έρευνα αιχμής. Αν έτσι παραμείνουν τα πράγματα, ακόμα και κορυφαία Πανεπιστήμια (δημόσια, μη-κερδοσκοπικά ή ιδιωτικά) κινδυνεύουν να γίνουν ‘teaching Universities’. Αυτός ο όρος είναι συνώνυμος των δευτερο-τριτοκλασάτων πανεπιστημίων που δεν ασχολούνται με παραγωγή γνώσης (έρευνα), αλλά μόνον με την διδασκαλία. Τα σχετικά μικρά ιδιωτικά Πανεπιστήμια κινδυνεύουν περισσότερο από μια τέτοια κατρακύλα. Στην χειρότερη περίπτωση, ο ιδιωτικός τομέας ίσως ενδιαφερθεί να καταπιεί και την Πανεπιστημιακού επιπέδου έρευνα και την διδασκαλία, χρησιμοποιώντας και τεράστιους οικονομικούς πόρους και οικονομίες κλίμακας. Το τι επιπτώσεις θα μπορούσε να έχει αυτό στην παγκόσμια πρόσβαση στην γνώση είναι άγνωστο. Μπορεί όμως να οδηγήσει σε διάφορες δυστοπικές θεωρήσεις του μέλλοντος. Σε κάθε περίπτωση, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι σήμερα όχι μόνον η πρόοδος αλλά και η επιβίωση της ανθρωπότητας εξαρτώνται από την μαζική πρόσβαση στην γνώση.
*ο Ι. Πίτας είναι διευθυντής του Εργαστηρίου Τεχνητής Νοημοσύνης (ΤΝ) και Ανάλυσης Πληροφοριών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), και πρόεδρος της Διεθνούς Ακαδημίας Διδακτορικών Σπουδών στην Τεχνητή Νοημοσύνη (AIDA)