Δημόσια και Ιδιωτικά Πανεπιστήμια: "Το δημόσιο Πανεπιστήμιο στην Ελλάδα"-Μέρος 2 | γράφει ο Ι. Πήτας*
Βλέποντας τις διεθνείς τάσεις (καλές ή κακές) στην Πανεπιστημιακή εκπαίδευση, δεν μπορούμε παρά να παρατηρήσουμε ότι ο τωρινός διάλογος για τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια στην Ελλάδα φαντάζει λίγο εκτός χρόνου. Σίγουρα δεν θα
γίνονταν, αν το Σύνταγμά μας δεν περιείχε το άρθρο 16 περί δημόσιας δωρεάν πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Παρακάμπτοντας, προς το παρόν, την φύση του διαλόγου, μπορούμε να επανέλθουμε στα βασικά. Μια μαζική ποιοτική Πανεπιστημιακή εκπαίδευση στην κάθε χώρα απαιτεί πόρους: τίποτε δεν είναι δωρεάν σε αυτόν τον κόσμο. Η δημόσια εκπαίδευση δεν είναι δωρεάν, σε αντίθεση με τα σλόγκαν περί ‘δωρεάν παιδείας’ που χαϊδεύουν αυτιά γονιών: η δημόσια παιδεία πληρώνεται από το κράτος, δηλαδή τους φορολογούμενους. Και βέβαια, στην χώρα μας, και οι ίδιοι οι γονείς βάζουν βαθιά το χέρι στην τσέπη για να καλύψουν τα κενά της κάθε άλλο παρά ‘δωρεάν παιδείας’ κάθε βαθμίδας.
Το κόστος της Πανεπιστημιακής εκπαίδευσης είναι κομβικής σημασίας στην τρέχουσα συζήτηση και τους σχετικούς προγραμματισμούς. Δεν μπόρεσα να βρω πλήρως αξιόπιστα στοιχεία για το κόστος της δημόσιας Πανεπιστημιακής εκπαίδευσης στην Ελλάδα. Η Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘΑΑΕ) λέει ότι μέση ετήσια συνολική χρηματοδότηση ανά φοιτητή (δημόσιοι και ιδιωτικοί πόροι) είναι 3530 € (2021) [1] (Σχήμα 1) και έχει αυξηθεί το 2022 στα 4300 € (ανεπίσημη πληροφορία).
Σχήμα 1: Μέση ετήσια συνολική χρηματοδότηση ανά φοιτητή ανά ίδρυμα για τo 2021 (€). (Πηγή: ΕΘΑΑΕ).
Όπως φαίνεται στο Σχήμα 2, παρόμοιο είναι και το σχετικό νούμερο (4300 USD) που αναφέρει ο ΟΟΣΑ για το 2020 [2]. Βέβαια η αξιοπιστία των αριθμών αυτών πρέπει να ελεγχθεί, διότι ο ΟΟΣΑ δείχνει, για την Ελλάδα, μεγαλύτερη ετήσια χρηματοδότηση της βασικής εκπαίδευσης ανά μαθητή (7467 USD), απ΄ότι αυτή της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης ανά φοιτητή (4300 USD). Επίσης τα νούμερα αυτά (ιδιαίτερα της ΕΘΑΑΕ) μάλλον δεν περιλαμβάνουν τις αποσβέσεις (παλαιότερων) παγίων που, για ορισμένες σχολές (π.χ., Ιατρικές), μπορεί να είναι σημαντικές και ίσως να υπερβαίνουν και το 100% των άμεσων δαπανών. Η ευρεία διάθεση τέτοιων πλήρων και αξιόπιστων στοιχείων στον δημόσιο διάλογο είναι κομβικής σημασίας και πρέπει να γίνει άμεσα (εκτός και αν δεν γνωρίζω τα σχετικά στοιχεία).
Σχήμα 2: Μέση ετήσια χρηματοδότηση ανά μαθητή/φοιτητή για Βασική-Μέση-Ανώτατη Εκπαίδευση ανά χώρα τo 2020 (USD). (Πηγή: ΟΟΣΑ).
Στην Παιδεία δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις: Οι απαιτούμενοι πόροι για την παροχή μαζικής ποιοτικής Πανεπιστημιακής εκπαίδευσης μπορούν να προέλθουν είτε από το κράτος, είτε από ιδιωτικές πρωτοβουλίες (ιδιωτικά Πανεπιστήμια). Στην πρώτη περίπτωση, αν οι άλλες κρατικές δαπάνες είναι ανελαστικές, η αύξηση των εκπαιδευτικών κονδυλίων μπορεί να προκύψει από αύξηση της φορολογίας. Επειδή η επένδυση στην εκπαίδευση μπορεί να οδηγήσει σε σημαντική οικονομική ανάπτυξη, μεσομακροπρόθεσμα, η αύξηση των εκπαιδευτικών κονδυλίων μπορεί να καλυφθεί από την αύξηση του ΑΕΠ. Σε κάθε περίπτωση, τα δημόσια εκπαιδευτικά κονδύλια δεν είναι ανεξάντλητα. Ούτε υπάρχει λόγος να κατασπαταλούνται, π.χ., στην δημιουργία τριτοκλασάτων πανεπιστημίων, ή στην διατήρηση Τμημάτων που δεν μπορούν να παρέχουν ένα στοιχειώδες επίπεδο ποιότητας εκπαίδευσης ή σε αιώνιους φοιτητές.
Η νοικοκυροσύνη στα πανεπιστημικά κονδύλια μπορεί να οδηγήσει στην υποστήριξη περισσότερων φοιτητών και καλύτερο επίπεδο σπουδών, πάντα σε όσους το αξίζουν. Με καλύτερη οικονομική διαχείριση στα δημόσια Πανεπιστήμια (και απαγκίστρωση από το Δημόσιο Λογιστικό), λογικά το συνολικό κόστος της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης θα μπορούσε να είναι και μικρότερο. Εδώ πρέπει να τονιστεί ότι η διαχείριση ερευνητικών πόρων από τους ΕΛΚΕ των δημόσιων Πανεπιστημίων (τουλάχιστον από τον ΕΛΚΕ ΑΠΘ που γνωρίσω από πρώτο χέρι), παρά τα επιμέρους προβλήματα και κακά περιστατικά, είναι αξιοπρεπέστατη και αποτελεσματική και θα μπορούσε να είναι πυξίδα αναδιοργάνωσης της οικονομικής διαχείρισης των δημοσίων Πανεπιστημίων.
Στην χώρα μας, η συνολική χρηματοδότηση για την πανεπιστημιακή εκπαίδευση είναι μικρή: μόνον 1.375.791.809 € για το 2020-2021 [1]. Η δημόσια χρηματοδότηση (938.708.853 €, 68,2%) είναι ακόμη μικρότερη. Περιλαμβάνει τις πιστώσεις μισθοδοσίας του κρατικού προϋπολογισμού, τη χρηματοδότηση δημοσίων επενδύσεων (σχετικά λίγων τα τελευταία χρόνια) και την ετήσια επιχορήγηση από το ΥΠΑΙΘ. Όπως φαίνεται στο Σχήμα 2, χρηματοδότηση αυτή είναι υποπολλαπλάσια αυτής των οικονομικά ανεπτυγμένων χωρών. Για παράδειγμα, η ετήσια χρηματοδότηση των Ελληνικών Πανεπιστημίων ανά φοιτητή είναι 8,4 φορές μικρότερη από αυτή των Πανεπιστημίων των ΗΠΑ! Φυσικά, η χαμηλή χρηματοδότηση εξηγεί και την χαμηλή ποιότητα σπουδών σε πολλά πανεπιστημιακά Τμήματα, αν και υπάρχουν και πολλοί άλλοι λόγοι που συνεισφέρουν στις κακές επιδόσεις τέτοιων Τμημάτων. Γενικά όμως, το δημόσιο Ο Πανεπιστήμιο, παρ’ όλες τις αδυναμίες του, μπόρεσε να ανταποκριθεί με αξιοπρέπεια στις ανάγκες δημιουργίας επιστημονικού δυναμικού που στελέχωσε την μεταπολεμική οικονομική ανάπτυξη. Ειδικότερα, ο θεσμός των Πανελληνίων εξετάσεων, παρ’ όλες τις στρεβλώσεις ποιότητας που υπέστη, διατήρησε μια αξιοζήλευτη αξιοπιστία, ίσως πρωτεύουσα, σε μια χώρα που διαχρονικά μαστίζεται από πελατειακές σχέσεις και διαφθορά. Βοήθησε δε να εμπεδωθεί ένα αίσθημα κοινωνικής δικαιοσύνης σχετικά με την συνεισφορά της μόρφωσης στην κοινωνική ανέλιξη.
Δυστυχώς, και εξ αιτίας της κρίσης, η κρατική χρηματοδότηση μειώθηκε την τελευταία 15ετία, αντί να αυξηθεί, και έκτοτε δεν ανέκαμψε. Παρά τις περί αντιθέτου διαβεβαιώσεις, μόνον ένα ποσοστό των θέσεων συνταξιοδοτούμενων μελών ΔΕΠ πληρώθηκε. Ειδικά τα κονδύλια Δημοσίων Επενδύσεων που φτάνουν στα πανεπιστημιακά Τμήματα σχεδόν μηδενίστηκαν, ενώ ο Τακτικός Προϋπολογισμός τους είναι ελάχιστος. Παραδείγματος χάριν, η κρατική χρηματοδότηση του ΕΜΠ μειώθηκε κατά 63.6% το διάστημα 2009-2015. Ένα ποσοστό των λειψών πόρων καλύφθηκε με καλύτερη διαχείριση, αλλά κυρίως μέσω της εξωτερικής χρηματοδότησης. Η εξωτερική χρηματοδότηση (437.082.956 €, 31,8%) περιλαμβάνει τη χρηματοδότηση ενεργών έργων των ιδρυμάτων, εκτός από αυτά που χρηματοδοτούνται από τους ΕΛΚΕ. Επομένως, παρά τις, κατά περιόδους, κατηγορίες περί του αντιθέτου, το δημόσιο Πανεπιστήμιο τα πήγε σχετικά καλά στην προσέλκυση εξωτερικών πόρων, που συμπληρώνουν τα κενά της δημόσιας χρηματοδότησης. Για παράδειγμα, τα τελευταία 30 χρόνια, η ετήσια κρατική χρηματοδότηση του Εργαστηρίου Τεχνητής Νοημοσύνης και Ανάλυσης Πληροφοριών του Τμήματος Πληροφορικής ΑΠΘ, του οποίου είμαι Διευθυντής, είναι πολύ λιγότερη από το 1% της χρηματοδότησής του από ανταγωνιστικά ερευνητικά προγράμματα (κυρίως Ευρωπαϊκά)!
Χάρις κυρίως στην εξωτερική χρηματοδότηση των δημόσιων Πανεπιστημίων (αλλά και των δημόσιων Ερευνητικών Κέντρων), αλλά και την θετική επίδραση της παράδοσης διακρίσεων των Ελλήνων επιστημόνων στο εξωτερικό (κυρίως ΗΠΑ και Ευρώπη), η Ελλάδα βρίσκεται στην 24η θέση παγκοσμίως και στην 18η στην Ευρώπη ως προς τον αριθμό των κορυφαίων επιστημόνων στον κόσμο, αν ληφθεί υπόψιν η αναλογία τους στο πληθυσμό της κάθε χώρας [4]. Όλες οι χώρες που βρίσκονται σε υψηλότερη κατάταξη από την Ελλάδα έχουν μεγαλύτερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ, και προσελκύουν μεγάλο αριθμό επιστημόνων από το εξωτερικό. Οι 438 κορυφαίοι επιστήμονες στην Ελλάδα προέρχονται κυρίως από επιστημονικούς κλάδους αιχμής, π.χ., όπως η Μηχανική και Τεχνολογία, Επιστήμη Υπολογιστών, Ιατρική, Χημεία και Περιβαλλοντικές επιστήμες. Αν λάβουμε υπόψη την αναλογία επιστημόνων στον πληθυσμό κάθε χώρας, η θέση της Ελλάδας είναι πολύ ψηλότερη παγκοσμίως: 14η, 16η και 18η θέση παγκοσμίως στους κλάδους Μηχανική και Τεχνολογία, Περιβαλλοντικές Επιστήμες, Επιστήμη Υπολογιστών, αντίστοιχα. Άρα υπάρχει καλή μαγιά για την βελτίωση του δημοσίου Πανεπιστημίου στην χώρα μας, ιδιαίτερα σε επιστήμες αιχμής.
Το καλό είναι ότι, αν η Πολιτεία όντως πιστεύει στα δημόσια Πανεπιστήμια, αυξήσει έστω και λίγο την χρηματοδότηση και επιβάλει νοικοκυροσύνη στην διαχείριση των πόρων τους, τα αποτελέσματα στην ποιότητα του Δημόσιου Πανεπιστημίου θα μπορούσαν να είναι θεαματικά, ώστε η ποιότητά τους να πλησιάσει αυτήν των Πανεπιστημίων πιο ανεπτυγμένων οικονομιών. Μια τέτοια αύξηση της δημόσιας χρηματοδότησης θα μπορούσε να συνεισφέρει στην αύξηση των θέσεων φοιτητών, π.χ., σε σχολές μεγάλης ζήτησης, όπως η Πληροφορική, για όσους υποψήφιους φοιτητές περνούν την βάση των εισαγωγικών. Κάτι τέτοιο θα βελτίωνε πολύ τους δείκτες μαζικοποίησης της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης στην χώρα μας. Τέτοια εκτατική ανάπτυξη του δημόσιου Πανεπιστημίου έγινε και στο παρελθόν, αλλά με πολύ λάθος τρόπο και με λάθος στόχους. Γέμισε η χώρα με τριτοκλασάτα πανεπιστήμια, που απορρόφησαν πόρους, αλλά δεν απέδωσαν ούτε στην προσέλκυση φοιτητών, ούτε στην διατήρηση ενός σοβαρού επιπέδου σπουδών. Η συμβολή τους στην περιφερειακή ανάπτυξη, πού ήταν ένας από τους (ανομολόγητους) στόχους της πολιτικής αυτής, μάλλον περιορίστηκε στην αύξηση των ενοικίων των σπιτιών και της κατανάλωσης στις καφετέριες των ευεργετημένων επαρχιακών πόλεων.
Για λόγους γενικότερης αγκύλωσης της δημόσιας Πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, τα Ελληνικά δημόσια Πανεπιστήμια δεν έδειξαν εξωστρέφεια στην προσφορά εκπαιδευτικών υπηρεσιών. Αυτή περιορίστηκε σε προσφορά εντατικών (καλοκαιρινών) μαθημάτων, Προγραμμάτων Μεταπτυχιακών Σπουδών (αρκετών με δίδακτρα) και πολύ λίγων Προγραμμάτων Προπτυχιακών Σπουδών (π.χ., Ιατρική ΑΠΘ). Τα σχετικά δίδακτρα ήταν πολύτιμος εξωτερικός πόρος χρηματοδότησης των εμπλεκόμενων Τμημάτων κατά την τρέχουσα περίοδο των ισχνών αγελάδων. Όμως, τέτοιες προσπάθειες πρέπει να γίνονται με προσοχή και με υγιή κριτήρια, διότι πολύ εύκολα μπορούν να εκτραπούν σε πανεπιστημιακά παραμάγαζα που διαχειρίζονται ομάδες μελών ΔΕΠ ή οδηγήσουν σε υποβάθμιση των κυρίως σπουδών των Τμημάτων αυτών. Οι φοιτητές τέτοιων σπουδών με δίδακτρα είναι κυρίως εντόπιοι. Αυτό στέρησε τα ΑΕΙ από πολύτιμους πόρους και διεθνή εμπειρία. Αντίθετα, μέχρι την δεκαετία 1980, στα Ελληνικά ΑΕΙ σπούδαζαν πολλοί αλλοδαποί, κυρίως από την Μ. Ανατολή. Αυτή η εκπαιδευτική αγορά χάθηκε για την χώρα μας, κυρίως προς όφελος του Ηνωμένου Βασιλείου.
Το μοντέλο της δημόσιας Πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, που ήταν σχεδόν κυρίαρχο μέχρι πρόσφατα διεθνώς, έχει τα εξής πλεονεκτήματα για την χώρα μας: η ποιότητα της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης και η πρόσβαση σ’ αυτήν μπορεί να εξασφαλιστεί μέσω κεντρικής νομοθετικής ρύθμισης από την Βουλή και σχετικών κεντρικών ελέγχων και αξιολόγησης, π.χ. μέσω ΕΘΑΑΕ. Δυστυχώς όμως, οι θεσμοί δεν είναι πάντα αποτελεσματικοί προς επίτευξη αυτού του στόχου. Για παράδειγμα, η πανεπιστημιακή νομοθεσία Ν.4485/2017 της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, όσον αφορά τους ΕΛΚΕ, ουσιαστικά τιμωρούσε τους ενεργούς ερευνητές, σχεδόν θεωρώντας τους δυνητικά κλέφτες, και, σαν συνέπεια, αύξησε την γραφειοκρατία διαχείρισης των ερευνητικών κονδυλίων. Ο πρόσφατος πανεπιστημιακός νόμος Ν.4957/22 της ΝΔ, παρ’ όλες τις 250+ σελίδες του, και λίγα πρακτικά θετικά αποτελέσματα είχε και δημιούργησε χάος στις πρυτανικές αρχαιρεσίες και ακυβερνησία σε πολλά δημόσια Πανεπιστήμια. Η αξιολόγηση των μελών ΔΕΠ είναι υπαρκτή, σε αντίθετη με την ανυπαρξία της σε άλλες βαθμίδες εκπαίδευσης, αλλά δεν είναι πάντα ικανοποιητική. Τέλος, η αξιολόγηση των Τμημάτων, παρ’ ότι θετική επί της αρχής, δεν έχει επιπτώσεις στην χρηματοδότηση τους, ώστε να επιβραβεύεται η αριστεία. Βεβαίως, το βασικό μειονέκτημα της επιμονής μόνον στο δημόσιο Πανεπιστήμιο είναι ότι η πολιτική αυτή δεν κινητοποιεί όλους τους διαθέσιμους πόρους, ειδικά τους ιδιωτικούς.
Ο Ι. Πήτας, είναι Καθηγητής Τμήματος Πληροφορικής ΑΠΘ, Πρόεδρος της Διεθνούς Ακαδημίας Διδακτορικών Σπουδών στην Τεχνητή Νοημοσύνη (AIDA), Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.