Γιατί γκρεμίστηκε η Ελλάδα; | του Σταύρου Θεοδωράκη
Οι ειδήσεις βέβαια αυτές, δεν βρίσκουν πια το δρόμο για τα δελτία, ούτε καν για τις εφημερίδες. Οι δημοσιογράφοι άλλωστε είμαστε απασχολημένοι με την Μέρκελ, τον Σαρκοζί, τον Βενιζέλο, την Αλέκα. Θα είναι 50% ή θα είναι 28% το πραγματικό κούρεμα; Θα είναι πιστωτικό γεγονός ή απλό γεγονός; Θα τους λέμε ελεγκτές ή επιτηρητές, αυτούς που θα στείλει η τρόικα; Θα επικυρώσει η Βουλή της ευρωπαϊκές αποφάσεις; Με 151 ή με 180; Η επαναχρηματοδότηση των ελληνικών τραπεζών θα γίνει από την ευρωπαϊκή τράπεζα ή από το ελληνικό δημόσιο;
Αυτά είναι τα πέντε ερωτήματα που μας κράτησαν σε εγρήγορση τις τελευταίες μέρες. Αυτά μας ξενυχτούσαν. Σαν τον Αιγέα που περιμένει να δει αν τα πανιά στο πλοίο θα είναι μαύρα ή άσπρα. Δεν θέλω να το παίξω αιρετικός αλλά νομίζω ότι για άλλη μια φορά, για λάθος λόγο ανησυχήσαμε. Όχι ότι δεν έχουν σημασία οι απαντήσεις που έδωσε η Μέρκελ (ναι η Μέρκελ, ας μην γελιόμαστε) στα πέντε αυτά ερωτήματα. Έχουν σημασία και ίσως πολύ μεγάλη σε ορισμένους τομείς. Δυστυχώς όμως η αγωνία μας δεν επηρέασε τις απαντήσεις της. Αντιθέτως υπάρχει ένα ερώτημα που μας «καλεί» να διοχετεύσουμε όλη την αγωνία μας.
Γιατί γκρεμίστηκε η Ελλάδα; Είναι το ερώτημα που αποφεύγουμε να απαντήσουμε εδώ και δύο χρόνια. Και είναι το ερώτημα που μπορούμε να απαντήσουμε μόνο εμείς. Ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι η τρόικα (οι δανειστές μας, ο ισχυρός Βορράς), πάρει τις καλύτερες αποφάσεις, εμείς δεν θα ορθοποδήσουμε αν δεν απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα. Ο καθένας μόνος του και μετά όλοι μαζί. Γιατί γκρεμίστηκε η χώρα; Όλοι μας – επιτρέψτε μου την παρομοίωση- έχουμε ζήσει κάποια στιγμή δίπλα σε έναν βαριά άρρωστο. Το φάρμακο, η δοσολογία, οι γιατροί, έχουν μεγάλη σημασία, μεγαλύτερη όμως έχει να ξέρει ο ασθενής τι τον αρρώστησε. Αυτό λέει η σύγχρονη ιατρική αυτό πρέπει να βρούμε και εμείς. Να πάψουμε να μαλώνουμε αν θα νοσηλευθούμε στην πρώτη ή στην δεύτερη θέση, αν θα πάρουμε μεγάλη ή μικρή αναρρωτική, και να αναζητήσουμε τις πηγές της αρρώστιας μας. Χωρίς αυτογνωσία δηλαδή δεν θα έχουμε μέλλον.
Ο οικονομικός αντιπρόεδρος της κυβέρνησης «κορυφώνοντας» τα ψέματα του πολιτικού συστήματος είπε πρόσφατα ότι υπάρχει ο κίνδυνος να γυρίσουμε στο 2004. Στην εποχή δηλαδή που στις τηλεοπτικές διαφημίσεις κυριαρχούσε μια γριά που αγκάλιαζε κάτι εκατομμύρια λέγοντας «σιγά μη δώσω στα παιδιά μου, ας έπαιζαν και αυτά τυχερά παιγνίδια». Το ψέμα ήταν διπλό, γιατί τώρα ξέρουμε ότι το 2004 ζήσαμε την κορύφωση των λαθών μας. Καταναλωτισμός, δάνεια, σπατάλες. Ας μην «φοβόμαστε» όμως. Δεν θα γυρίσουμε στο 2004, θα πάμε τουλάχιστον 20 χρόνια πίσω. Το βιοτικό επίπεδο του Έλληνα θα πέσει κατά 38%. Τώρα είμαστε ακόμη στο 18%. Ας πούμε λοιπόν την αλήθεια. Ή μάλλον ας απαιτήσουμε την αλήθεια. Είναι το μόνο που μπορούν να προσφέρουν οι (απερχόμενοι) πολιτικοί και οι συνένοχοι τους (ανάμεσα τους και πολλοί δημοσιογράφοι που επιμένουν να αποκρύπτουν την πραγματικότητα). Οι ηρωικές, δήθεν, κραυγές ή τα κλαψιάρικα παρακαλετά, ακούγονται πλέον σαν παράσιτα. Ούτε με απλωμένο χέρι θέλουμε να συνεχίσουμε να ζούμε, ούτε στη δραχμή θέλουμε να επιστρέψουμε. Από τον γκρεμό όμως δεν βγαίνεις αν δεν κοιτάξεις προσεκτικά τον ...γκρεμό. Αν δεν μελετήσεις τα πατήματα του.
Αυτογνωσία λοιπόν. Και ας σπεύσουμε να προσφέρουμε την αλήθεια της αυτογνωσίας στα παιδιά μας. Να τους πούμε πολύ απλά ότι οι δικές μας πράξεις είχαν σαν συνέπεια την χρεωκοπία μας, οι δικές σας φωτιές καίνε τους δικούς σας δρόμους.
ένα άρθρο των πρωταγωνιστών