Η απότομη δεξιά στροφή στην ΕΕ επιβεβαιώθηκε. Ο μεγάλος νικητής είναι από κάθε άποψη η δεξιά και, κυρίως, η ακροδεξιά (βλ. αναλυτικά στον Πίνακα 1).
Τη νέα πλειοψηφία εντός του ΕΚ θα διαμορφώσει είτε ένας «υπερ-μεγάλος συνασπισμός», δηλαδή ΕΛΚ, Σοσιαλιστές, Φιλελεύθεροι και Πράσινοι, είτε ένας συνασπισμός ΕΛΚ, Φιλελεύθερων, Πρασίνων με την προσθήκη της «λάιτ» ακροδεξιάς των Συντηρητικών (ECR) (βλ. αναλυτικά στον Πίνακα 2).
Η συμμετοχή της ακροδεξιάς στην πλειοψηφία του ΕΚ θα επηρεάσει καταλυτικά τις προτεραιότητες και το περιεχόμενο των πολιτικών που θα ασκηθούν. Από την άλλη πλευρά, και το σενάριο του «υπερ-μεγάλου συνασπισμού», θα αφήσει ως μόνη προοδευτική αντιπολίτευση την μικρή σε δυνάμεις ομάδα της Αριστεράς, ενώ την ίδια στιγμή η συνολική ακροδεξιά θα είναι σε θέση να ασκεί πολύ μεγάλη πίεση στην κατεύθυνση των πολιτικών αποφάσεων του ΕΚ.
Διαχρονικά ο αριστερός και προοδευτικός χώρος συρρικνώνεται στην Ευρώπη (βλ. αναλυτικά στο Γράφημα 2). Αυτό δημιουργεί μία συνθήκη απουσίας εναλλακτικής, αφήνοντας κρίσιμο χώρο στην ακροδεξιά και μετασχηματίζοντας συνολικά επί το δεξιότερο και επί το αυταρχικότερο το πολιτικό τοπίο. Η Αριστερά δεν είναι αμέτοχη αυτού του μετασχηματισμού.
Σε ένα ούτως ή άλλως διαρκώς ρευστοποιούμενο πολιτικό τοπίο σχεδόν σε όλες τις χώρες της ΕΕ, το παραδοσιακά ευνοϊκό παράθυρο ευκαιρίας των ευρωεκλογών για την έκφραση της διαμαρτυρίας των πολιτών πλέον κλείνει δυσκολότερα μετά το πέρας τους. Το αποδεικνύουν εξελίξεις που πυροδότησαν οι ευρωεκλογές σε εθνικό επίπεδο προφανώς στη Γαλλία, αλλά και στην Ισπανία, στην Ελλάδα και αλλού, ενώ θα χρειαστεί να περιμένουμε τον Σεπτέμβριο για να δούμε τι μπορεί να συμβεί στη Γερμανία.
Ειδικά για την Αριστερά: Η ομάδα της Αριστεράς παραμένει σταθερή, παρά τις εσωτερικές διακυμάνσεις στις επιδόσεις των επιμέρους εθνικών κομμάτων που ανήκουν σε αυτή σε σύγκριση με το 2019. Πρόκειται για διακυμάνσεις που δεν μετέβαλαν το συνολικό άθροισμα των εδρών της ομάδας, ενδέχεται όμως να έχουν πολιτικές επιπτώσεις στις ισορροπίες στο εσωτερικό της, με την ανάδυση νέων ισχυρών «παικτών».
Και το (απαισιόδοξο) συμπέρασμα:
❞Η θετική εναλλακτική θα προκύψει δύσκολα και θα πάρει χρόνο, καθώς έχει πολλές προϋποθέσεις ταυτόχρονα σε εθνικό και διεθνικό και υπερεθνικό επίπεδο.