Ο ρόλος των μουσείων στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα | του Δημήτρη Μυλωνά*
Tα ελληνικά μουσεία χαρακτηρίζονται από τους παραδοσιακούς στόχους ενός μουσείου, όπως η συλλογή, διαφύλαξη, συντήρηση, μελέτη και έκθεση των έργων τέχνης. Θα αποτελούσε, εξάλλου, μεγάλη έκπληξη να ξέφευγαν τα ελληνικά μουσεία από τη συνολική πορεία του ελληνικού κράτους και της ελληνικής κοινωνίας, η οποία έχει πάρει την κατιούσα, χωρίς να διαφαίνεται κάποιο τέλος μέχρι στιγμής. Τι επικρατεί στη σημερινή ελληνική πραγματικότητα; Σε πολλές περιπτώσεις χώροι ακατάλληλοι, προθήκες παλιές και χωρίς καμιά μουσειολογική μελέτη, ανύπαρκτα εκπαιδευτικά προγράμματα, ελλιπείς βοηθητικοί χώροι, αποθήκες γεμάτες σκόνη, όπου συνωστίζονται αντικείμενα σημαντικά και ασήμαντα. Κατά κύριο λόγο αφορά η περιγραφή αυτή στα ιδιωτικά μουσεία, τα οποία τα τελευταία τριάντα χρόνια τείνουν να καλύψουν κάθε γωνιά της ελληνικής επικράτειας. Αδυνατούν όμως να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες της μουσειολογίας. Και διοικούνται συνήθως από ανθρώπους μη επαγγελματίες του αντικειμένου που αγνοούν παντελώς τους κανόνες της αγοράς και της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας. Δεν έχουν κατανοήσει ότι τα στοιχεία αυτά έχουν αλλάξει ριζικά το θεσμικό ρόλο, τη λειτουργία και τον ίδιο τον σκοπό του μουσείου.
Σ' αυτό το προβληματικό τοπίο έρχεται ξαφνικά να ταράξει τα λιμνάζοντα νερά και να θέσει κανόνες στο παιχνίδι η απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού (ΥΑ ΥΠΠΟΤ/ΓΔΑΠΚ/ΔΙΝΕΠΟΚ/Δ/93783/1682 – ΦΕΚ 2385 Β 26.10.2011) για την ίδρυση και αναγνώριση μουσείου κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 45 του Ν. 3028/2002 (ΦΕΚ 153 Α 28.06.2002). Δεν αποτελεί, ωστόσο, κεραυνό εν αιθρία, καθώς εδώ και καιρό η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου με διάφορες δηλώσεις μας είχε προϊδεάσει για την πράξη της αυτή. Πολύ περισσότερο σήμερα που η οικονομική κρίση έχει κλείσει τους όποιους κρουνούς χρηματοδότησης. Τι χαρακτηρίζει αυτή την απόφαση που αποτελεί κατά τη γνώμη μου έναν σταθμό στη λειτουργία τόσο των δημόσιων όσο και των ιδιωτικών μουσείων;
Το πρώτο μέρος της απόφασης αποσαφηνίζει τις προϋποθέσεις ίδρυσης ενός μουσείου από το Δημόσιο. Αναπόσπαστο στοιχείο για την ίδρυση ενός δημόσιου μουσείου αποτελεί πλέον η ύπαρξη των κατάλληλων κτιριακών εγκαταστάσεων. Επίσης, οφείλει να είναι στελεχωμένο με κατάλληλο και επαρκές επιστημονικό προσωπικό. Μελέτες σκοπιμότητας και βιωσιμότητας είναι απαραίτητες για την ίδρυσή του (και όχι όπως γινόταν μέχρι σήμερα όπου αρκούσαν οι πιέσεις των τοπικών πολιτικών ταγών προς τέρψη των ψηφοφόρων τους). Τέλος, μια σειρά άλλων προϋποθέσεων σχετίζονται με την καταγραφή των συλλογών και την ενδελεχή παρουσίαση μουσειολογικών μελετών τόσο για την ασφαλή έκθεση των αντικειμένων όσο και για την κατάλληλη προβολή τους. Δύο επιπλέον προϋποθέσεις εντυπωσιάζουν και αποτελούν ενδείξεις για
Στο δεύτερο μέρος αναφέρονται οι προϋποθέσεις για την αναγνώριση ιδιωτικών μουσείων. Γίνεται προσπάθεια μέσω των άρθρων 4 - 6 να περιγραφούν οι βασικές ανάγκες ενός μουσείου τόσο στην οργάνωση και διοίκησή του, στη διαχείριση των συλλογών του όσο και στις υπηρεσίες που προσφέρει προς το κοινό. Σημαντικό στοιχείο αποτελεί η ρητή αναφορά στη διασφάλιση της «οικονομικής δυνατότητας του μουσείου για την εκπλήρωση της λειτουργίας, του σκοπού και των στόχων του» και στη διάθεση επαρκούς και κατάλληλου επιστημονικού προσωπικού. Άξια προσοχής είναι, επίσης, η αναφορά για ύπαρξη πολιτικής προληπτικής συντήρησης του συλλογών καθώς και εργαστηρίων συντήρησης. Τέλος, ένα μουσείο οφείλει να βελτιώνει συνεχώς τις υπηρεσίες του προς το κοινό, να λαμβάνει υπόψη ειδικές ομάδες, όπως τα άτομα με αναπηρία, και να προσφέρει σε τουλάχιστον δύο γλώσσες το κατάλληλα διαμορφωμένο εποπτικό και ενημερωτικό του υλικό.
Τα δικαιολογητικά που θα περιέχει ο φάκελος αναγνώρισης ενός μουσείου είναι πολλά. Ξεκινούν από το καταστατικό του νομικού προσώπου, τον εσωτερικό οργανισμό λειτουργίας του μουσείου και τα στοιχεία νομιμότητας των συλλογών και των αντικειμένων (νόμιμη προέλευση και απόκτηση των αντικειμένων). Επεκτείνονται στους επιστημονικούς υπευθύνους, στην έκθεση οικονομικής βιωσιμότητας και σε οικονομικούς απολογισμούς, στις εκθέσεις επάρκειας των κτιρίων και των περιβαλλοντικών συνθηκών των χώρων της έκθεσης. Στο τέλος καταλήγουν στην περιγραφή της μόνιμης έκθεσης και της πολιτικής επικοινωνίας του μουσείου και του προγράμματος δράσης.
Τα προνόμια που αποκτούν τα αναγνωρισμένα μουσεία συνοψίζονται στην παρ. 8 του άρθρου 12 της απόφασης: «Τα αναγνωρισμένα από το Κράτος μουσεία τηρούν τον Κώδικα Δεοντολογίας του Διεθνούς Συμβουλίου Μουσείων (ICOM), όπως εκάστοτε ισχύει, αναπτύσσουν συνεργασίες και κοινές δράσεις και συμβάλλουν στην υλοποίηση της εθνικής μουσειακής πολιτικής» και να προσθέσω ότι έχουν πρόσβαση στην όποια κρατική χρηματοδότηση και στη συμμετοχή σε εθνικά και ευρωπαϊκά προγράμματα.
Στη μεταβατική περίοδο που βρισκόμαστε, μέσα στο μάτι ακόμη του κυκλώνα και προσπαθώντας να κατανοήσουμε έστω και λίγο τη νέα εποχή και τις νέες συνθήκες που θα επιφέρει η μεγάλη οικονομική κρίση που συνταράζει την Ευρώπη, οφείλουμε πλέον ως κοινωνία και κράτος να θέσουμε εκείνο το πλαίσιο, όπου – όσο γίνεται πιο αξιοκρατικά – να επιβραβεύονται, να επωφελούνται και να προοδεύουν οι καλύτεροι.
*ο Δημήτρης Μυλωνάς είναι Δρ. κλασικής αρχαιολογίας και στέλεχος της περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας