Δημοσιογράφοι και εξουσία: Αγαπούλα, την κουκούλα. / Του Στέλιου Κούλογλου
Λόγω της οικονομικής κρίσης και της επέλασης του ίντερνετ, τα συμβατικά ΜΜΕ αντιμετωπίζουν μικρά ή μεγάλα προβλήματα σε όλο το κόσμο, αλλά η εγχώρια απόλυτη καταστροφή έχει τις ιδιαίτερες αιτίες της. Τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης έχασαν την είδηση του αιώνα: ότι ολόκληρη η χαζοχαρούμενη χώρα βάδιζε ακάθεκτα προς τη χρεοκοπία, ήδη πριν αναλάβει να την οδηγήσει με ασφάλεια στα βράχια ο Γ. Παπανδρέου.
Από το 2007 που ξεκίνησε η διεθνής οικονομική κρίση μέχρι και τις βουλευτικές εκλογές τον Οκτώβριο του 2009, πραγματοποιήθηκαν εκατοντάδες συνεντεύξεις, γραπτές, ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές και αρκετά προεκλογικά debate. Σε καμία στιγμή δεν τέθηκε, ούτε μια φορά, η κρίσιμη κατάσταση της οικονομίας και ο κίνδυνος προσφυγής στο ΔΝΤ. Μόνο το Tvxs, με τις μικρές του δυνάμεις, έθεσε το θέμα σε μια συνέντευξη με τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ, του οποίου η απάντηση ήταν ανάλογης ειλικρίνειας με το περίφημο «λεφτά υπάρχουν».
Καλώς ή κακώς, αποτελεί εδραιωμένη πεποίθηση στην κοινή γνώμη ότι οι δημοσιογράφοι συνέβαλαν, συνεργαζόμενοι με τους πολιτικούς, στα δεινά της χώρας και των πολιτών της . Επομένως, οποιαδήποτε προσπάθεια ανακοπής της ελεύθερης πτώσης των ΜΜΕ, με το όπλο της απεργίας ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο, θα έπρεπε να ξεκινήσει με μια γενναία αυτοκριτική και με την αγωνιστική διεκδίκηση του ενός και μοναδικού θέματος που δεν έχει ποτέ προβληθεί ως αίτημα από τις δημοσιογραφικές συνδικαλιστικές ενώσεις : να μπορούν επιτέλους οι δημοσιογράφοι να κάνουν ελεύθερα την δουλειά τους.
Μόνο αφήνοντας πίσω το κακό παρελθόν, προβάλλοντας απόψεις και ρεπορτάζ που λένε την αλήθεια, οι δημοσιογράφοι και οι επιχειρήσεις στις οποίες δουλεύουν θα μπορέσουν να αποκτήσουν ξανά την εμπιστοσύνη των πελατών τους, των αναγνωστών, ακροατών και όλων αυτών που αποτελούν την βάση κάθε μέσου ενημέρωσης. Διαφορετικά, γιατί θα έπρεπε να συμπαρασταθεί κανείς στους γιατρούς, αν είχαν παταγωδώς αποτύχει να αποτρέψουν μια επιδημία, που έχει πλήξει θανάσιμα τη χώρα;
Χωρίς να ασχολούνται με αυτή την βασική πλευρά της δημοσιογραφίας, που είναι επάγγελμα αλλά και λειτούργημα, οι απεργίες δύσκολα μπορούν να βρουν το στόχο τους. Υπάρχουν φυσικά και επιτυχημένες απεργίες, όπως η τελευταία των δημοσιογράφων της ΕΡΤ- πριν στη συνέχεια εκφυλιστεί σε σημείο που ανάγκασε δημοσιογράφους να ζητήσουν δημοσίως με υπογραφές τον τερματισμό της- αλλά όπως όλα τα πράγματα χρειάζεται κάποιο μέτρο. Γιατί διαφορετικά, μπορεί μερικές φορές να συμφέρουν την εργοδοσία, που ελλείψει διαφημίσεων γλιτώνει μεροκάματα ή τις χρησιμοποιεί ως πρόσχημα για το κλείσιμο εφημερίδων, όπως έγινε με τον «Κόσμο του Επενδυτή».
Όμως στην συνδικαλιστική πρακτική όλων των παρατάξεων, δεξιών ή αριστερών, έχει επικρατήσει μια ορισμένη νοοτροπία που μπερδεύει τον Μαρξισμό με την επαναστατική γυμναστική. Για να λυθεί το πρόβλημα, σύμφωνα με αυτή τη κουλτούρα, δεν θα χρειαζόταν παρά οι ιδιοκτήτες των ΜΜΕ να βάλουν το χέρι στη τσέπη. Όμως καμιά επιχείρηση, όσο πλούσιος και αν είναι ο ιδιοκτήτης της και όσα λάθη κι αν έχει κάνει στο παρελθόν, δεν μπορεί να σταθεί αν χάνει κάθε χρόνο δεκάδες εκατομμύρια ευρώ.
Δίπλα στην φούσκα της οικονομίας είχε μεγαλώσει και η φούσκα της δημοσιογραφίας και γι αυτό η κατάρρευση είναι τόσο μεγάλη. Δεν μπορεί ελληνικές εφημερίδες με λίγες δεκάδες χιλιάδες φύλλα κυκλοφορία να απασχολούν τόσους εργαζόμενους όσους και η Washington Post, που πουλάει μισό εκατομμύριο φύλλα την ημέρα και 850.000 φύλλα τη Κυριακή, χώρια οι επισκέπτες στο web site της. Με δεδομένο το γεγονός ότι η οικονομική κατάσταση θα χειροτερεύσει, θα έπρεπε να επιδιωχθεί ένας συμβιβασμός με τους ιδιοκτήτες των ΜΜΕ, που να είχε ως βασικό στόχο την διατήρηση όσων περισσότερων θέσεων εργασίας είναι δυνατόν να διατηρηθούν κάτω από τις σημερινές συνθήκες.
Η εποχή των κρατικοδίαιτων εφημερίδων και της διαπλοκής έχει οριστικά τελειώσει, αλλά λίγοι στο χώρο του τύπου φαίνεται να το έχουν καταλάβει. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η πρόσφατη διαμάχη Παπανδρέου-Ψυχάρη με αφορμή την εξήγηση που έδωσε ο πρώην πρωθυπουργός για τις επιθέσεις που δεχόταν ο ίδιος και η κυβέρνησή του από το συγκρότημα Λαμπράκη. Η αιτία, σύμφωνα με τον κ. Παπανδρέου, ήταν ένα δάνειο 10 εκατ. που αρνήθηκε να χορηγήσει η Εθνική Τράπεζα, άρνηση την οποία ο κ. Ψυχάρης χρέωνε στον τότε πρωθυπουργό και γι’ αυτό τον πολεμούσε.
Αξίζει πραγματικά ψυχολογικής μελέτης η εμμονή του κ. Παπανδρέου ν’ αναζητεί συνωμοσίες πίσω από την απομάκρυνσή του, όταν μέσα σε δυο χρόνια η χώρα έχει γονατίσει, το ενδιαφέρον, όμως, είναι ότι ο εκδότης του «Βήματος» δείχνει να επιβεβαιώνει την εκδοχή Παπανδρέου: «Η Εθνική είπε “όχι” επισήμως. Ανεπισήμως μας είπαν ότι δεν το ενέκρινε το Μαξίμου», έγραψε στην απάντησή του.
Αφού πράγματι η επιχείρησή του χρειαζόταν επειγόντως τα 10 εκατ. του δανείου, δεν είναι λογικό να είναι θυμωμένος, το λιγότερο, με τον πρωθυπουργό που αδίκως δεν ενέκρινε το δάνειο;Όπως τον παλιό καλό καιρό που οι εφημερίδες ανεβοκατέβαζαν κυβερνήσεις, το «Βήμα», με ένα πρωτοσέλιδο αναληθές ρεπορτάζ πριν από μερικές εβδομάδες, είχε αποστρατεύσει πρόωρα τον κ. Παπανδρέου, με τον κ. Ψυχάρη να τον επαινεί στο δικό του πρωτοσέλιδο άρθρο για τη γενναία απόφασή του.
Στην απάντησή του ο εκδότης του «Βήματος» παραδέχεται μάλιστα ότι στήριζε τον πρωθυπουργό, παρά τα όσα ζημιογόνα επέλεξε για τη χώρα και παρότι η υποστήριξη αυτή ήταν «επί ζημία» της επιχείρησής του. Για να προσθέσει ότι ο κ. Παπανδρέου του ζήτησε να συναντηθούν μυστικά: «Ο υπό αποχώρηση πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ παρακαλείται να δηλώσει υπό ποιες συνθήκες συναντηθήκαμε τελευταία φορά στο Μέγαρο Μαξίμου και γιατί ζητήθηκε να πάμε από την πίσω πόρτα του κτιρίου». Με άλλα λόγια, για να μην τους πάρουν είδηση, ο κ. Παπανδρέου του είπε: «Αγαπούλα, την κουκούλα». Και μετά παραπονούνται γιατί πέφτουν οι κυκλοφορίες...