Ο Τρίτος Δρόμος σημαίνει αναδιανομή δυνατοτήτων
Συχνά οι πολιτικοί χρησιμοποιούν τον όρο του M. Duverger για να ορίσουν την πολιτική ως την «τέχνη του εφικτού». Το να μπορεί δηλαδή κανείς να πετύχει όσο το δυνατόν περισσότερα στα πλαίσια της δεδομένης συγκυρίας. Σ' αυτή τη λογική σήμερα η πολιτική μπορεί να χαρακτηριστεί ως η λήψη αποφάσεων με θεσμοθετημένες διαδικασίες για την αναδιανομή ή ανακατανομή αξιών (ατομικών, πολιτικών, κοινωνικών, οικονομικών).
Για παράδειγμα οι περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες ενός κράτους οδηγούν την κυβέρνησή του, αν δεν θέλει να καταστραφεί οικονομικά, σε ένα πολιτικής φύσης δίλημμα: ή να αυξήσει την εξωτερική του εξάρτηση μέσω δανεισμού ή να ακολουθήσει μια αυστηρά δημοσιονομική πολιτική καταρτίζοντας περιορισμένους προϋπολογισμούς (ορισμένες φορές όπως δείχνει η ιστορία συμβαίνουν και τα δύο...).
Οι προτεραιότητες όμως του περιορισμένου προϋπολογισμού ενός κράτους προσδιορίζονται από πολιτικά κριτήρια και όχι οικονομικά! Το πώς θα διαθέσει η κυβέρνηση τους πόρους καθώς και το πώς θα αναδιανείμει τις αξίες είναι καθαρά ζήτημα πολιτικής απόφασης. Η κλασική σοσιαλδημοκρατία θεωρούσε την παραγωγή πλούτου ως κάτι το παρεμπίπτον σε σχέση με τις βασικές της μέριμνες, δηλαδή την οικονομική ασφάλεια και την αναδιανομή. Από την άλλη οι νεοφιλελεύθεροι εκθείαζαν την ανταγωνιστικότητα και την παραγωγή πλούτου. Η πολιτική του τρίτου δρόμου αποδίδει σημασία στα στοιχεία αυτά, ωστόσο αυτά δεν πρόκειται να αναπτυχθούν αν τα άτομα αφεθούν αβοήθητα να βουλιάξουν ή να κολυμπήσουν μέσα στην οικονομική δίνη. Η κυβέρνηση έχει έναν ουσιώδη ρόλο να παίξει στο σημείο αυτό, αναλαμβάνοντας επενδύσεις στους ανθρώπινους πόρους και την υποδομή που απαιτείται για την ανάπτυξη μιας επιχειρηματικής κουλτούρας.
Θα μπορούσε λοιπόν να λεχθεί πως η πολιτική του τρίτου δρόμου διακηρύσσει μια νέα μικτή οικονομία. Οι εκδοχές της καταστροφικής οικονομίας που μας στοιχειώνει έχουν να κάνουν αφενός με μια κρατικοδίαιτη ιδιωτική αγορά καθώς η τελευταία μένει υποταγμένη στις εκάστοτε κυβερνήσεις. Στη βάση της διάκρισης μεταξύ κράτους και ιδιωτικών τομέων, η νέα μικτή οικονομία επιζητεί συνεργασία μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, εκμεταλλευόμενη μεν το δυναμισμό των νέων αγορών, σεβόμενη όμως πρωτίστως το δημόσιο συμφέρον. Στους στόχους της περιλαμβάνει την εξισορρόπηση ρύθμισης και απορρύθμισης, τόσο σε διεθνές όσο και σε εθνικό και τοπικό επίπεδο. Σε μια κοινωνία που κυριαρχούν αμετακίνητα ήθη, έστω και αν αυτά δημιουργήθηκαν από συστήματα πρόνοιας, κάθε ατομική πρωτοβουλία πνίγεται κατά τη στιγμή της γέννησής της. Η πολιτική του τρίτου δρόμου οφείλει να μεταβάλλει τη συνάρτηση διακινδύνευσης και ασφάλειας, που εγκλείει το κράτος πρόνοιας, προκειμένου να αναπτυχθεί μια κοινωνία ανθρώπων που αναλαμβάνει με υπευθυνότητα κινδύνους στη σφαίρα της επιχειρηματικής δράσης και της αγοράς εργασίας. Παρόλα αυτά όταν τα πράγματα πάνε στραβά, ο κόσμος χρειάζεται όχι μόνο προστασία αλλά και εκείνες τις υλικές προϋποθέσεις που θα του επιτρέψουν να υπομένει τις μεταβατικές περιόδους της ζωής του.
Στη βάση αυτή, το ζήτημα της ισότητας απαιτεί διεξοδική και προσεκτική αντιμετώπιση. Από την κλασική διάκριση μεταξύ Αριστεράς- Δεξιάς αναφορικά με την ισότητα και την οικονομική ελευθερία έχει προκύψει πλέον η επιτακτική ανάγκη για άμεση «αναδιανομή δυνατοτήτων». Πολλοί υπαινίσσονται ότι το μόνο πρότυπο ισότητας που πρέπει να γίνεται αποδεκτό σήμερα είναι η ισότητα ευκαιριών ή η αξιοκρατία, δηλαδή το νεοφιλελεύθερο πρότυπο. Αυτό δεν ευσταθεί. Διότι ακόμη και αν ξεκινήσει να εφαρμόζεται ένα σύστημα πλήρους αξιοκρατίας απειλείται η συνοχή της κοινωνίας. Γιατί; Διότι με την έναρξη εφαρμογής ενός τέτοιου συστήματος αποκλείονται εξ αρχής όλοι όσοι αδυνατούν, ή κατά το παρελθόν αδυνατούσαν (για αντικειμενικούς λόγους), να εφοδιαστούν με εκείνες τις δυνατότητες που απαιτούνται σε ένα νεοφιλελεύθερο σύστημα αξιοκρατίας για πρόσβαση στο δικαίωμα εργασίας. Τι εννοώ μ' αυτό. Το σύστημα αναδιανομής δυνατοτήτων ήταν ανύπαρκτο στο δικό μας κράτος. Ενώ τέθηκαν οι βάσεις κατά τη δεκαετία του 90 για αξιοκρατία, αναφορικά με την εύρεση εργασίας (ή ακόμη και για την πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση) το σύστημα αυτό ήταν διάτρητο εξαιτίας του πελατειακού συστήματος ψηφοθηρίας που κυριαρχεί. Κατά συνέπεια η όποια κοινωνική πολιτική δεν ασκούνταν με γνώμονα τον εφοδιασμό δυνατοτήτων και ικανοτήτων (μόρφωση, δεξιότητες, γνώση) των αποκλεισμένων αλλά με εκμετάλλευσή τους για ψηφοθηρικούς σκοπούς. Το αποτέλεσμα; Πολλοί άνθρωποι, οι οποίοι σήμερα με την εισαγωγή «πρακτικών αξιολόγησης» χάνουν καθημερινά τη δουλειά τους, αδυνατούν διπλά να ασκήσουν το δικαίωμα στην εργασία. Αφενός διότι δεν έχουν καταρτιστεί κατά το διάστημα αυτό (ενώ έπρεπε), αφετέρου διότι οι κυβερνήσεις των τελευταίων ετών έχουν ξαπλώσει την αγορά στο κρεβάτι του Προκρούστη, και έτσι σε όρους προσφοράς-ζήτησης στην αγορά εργασίας (υπερβολική ανεργία) καθορίζεται και το κόστος.
Τι σημαίνει αυτό πρακτικά; Σημαίνει πως συμβαίνει ακριβώς, μα ακριβώς το αντίστροφο, από αυτό που προβλέπει το Σύνταγμα. Καταστρατηγείται η αρχή της ισότητας. Καταργείται η ίδια η αξιοπρέπεια του ατόμου. Διότι η κοινωνία όπως λειτουργεί είναι πλήρως αντιφατική. Σπουδάζουν μόνο όσοι μπορούν να το αντέξουν οικονομικά. Οι υπόλοιποι (και πιστέψτε με, γνωρίζω προσωπικά φίλους που δεν κατόρθωσαν να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους για αμιγώς οικονομικούς λόγους) θα αποτελέσουν τους αποκλεισμένους των καιρών μας.
Η πολιτική του τρίτου δρόμου προτάσσει την αναδιανομή δυνατοτήτων. Δεν μπορεί να συνεχίζει η ανισότητα να λειτουργεί ως αποκλεισμός. Δεν είναι δυνατόν να εισέρχονται νέα παιδιά στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και να αδυνατούν να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους εξαιτίας οικονομικών δυσκολιών. Δεν είναι δυνατόν, ακόμη και εκείνοι που στο παρελθόν δεν κατόρθωσαν να καταρτιστούν να μένουν αποκλεισμένοι για πάντα από τον κορμό των ευκαιριών σε μια κοινωνία. Με τις πολιτικές που ακολουθούνταν και πλέον συνειδητά ακολουθούνται στη χώρα μας ο αποκλεισμός γίνεται εκούσιος και οδηγεί στην κατοχύρωση των ελίτ. Αυτό το ύπουλο σύστημα έτσι όπως λειτουργεί φωτογραφίζει και συντηρεί το παρόν: όσοι δεν κατόρθωσαν να σπουδάσουν μένουν εκτός για πάντα ενώ η «αξιοκρατία» ευνοεί τις ελίτ αφενός, αφετέρου όσους επωφελούνταν από το σάπιο πελατειακό σύστημα των κυβερνητικών κομμάτων. Δεν μπορεί λοιπόν να παραμένει μέρος της κοινωνίας αποκλεισμένο. Δεν γίνεται να πορευτούμε με στρατιές ανειδίκευτων ανθρώπων σε μια ανοικτή παγκοσμιοποιημένη οικονομία.
Στη Δημοκρατική Αριστερά θέλουμε τώρα ίσες ευκαιρίες μόρφωσης για όλους τους πολίτες. Θέλουμε ένα ισχυρό Δημόσιο Πανεπιστήμιο που αυτοδιοικείται, αξιολογείται και λογοδοτεί. Θέλουμε άρρηκτη σύνδεση της ανώτατης εκπαίδευσης με την έρευνα προς όφελος της κοινωνίας. Μια ανώτατη εκπαίδευση εξωστρεφή. Δεν μπορούμε να κόψουμε τα πόδια του μέλλοντος. Θέλουμε μια εκπαιδευτική επανάσταση που θα οδηγήσει σε μια αναδιανομή ευκαιριών και σε μια εργασιακή αναγέννηση.
ειναι Υποψήφιος Βουλευτής με τη Δημοκρατική Αριστερά, ΠΕ Κοζάνης*
Διεθνολόγος- Πολιτικός Επιστήμων,
Υπ. Διδάκτωρ Διεθνούς Δικαίου, Νομική ΑΠΘ