Επιστροφή στα '50s | του Παύλου Τσίμα
Αν ψάχνει κανείς για πιο «φιλολό» ερμηνείες, θα τον παρέπεμπα σε δύο σοφούς που, σε χρόνο ανύποπτο, είχαν προφητέψει το αποτέλεσμα των εκλογών της 6ης Μαϊου.
Ο ένας είναι ο Κέϋνς, ο οποίος προειδοποιούσε, στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 30, αμέσως μετά το κραχ, την βρετανική και τις άλλες κυβερνήσεις που έμεναν πιστές στον κανόνα του χρυσού, στην σκληρή νομισματική ισοτιμία, μεταφέροντας τα βάρη της κρίσης στην δια της ανεργίας πίεση επί των μισθών- έκαναν δηλαδή πολιτική «εσωτερικής υποτίμησης» πριν ο όρος εφευρεθεί- πόσο επικίνδυνος για την δημοκρατία είναι ο δρόμος που ακολουθούν, αφού «καμιά ανθρώπινη κοινότητα στην ιστορία δεν δέχτηκε αδιαμαρτύρητα την μείωση των εισοδημάτων της». Τα σκοτεινά χρόνια που ακολούθησαν τον δικαίωσαν. Ο μεταπολεμικός καπιταλισμός έμαθε πως το αποτελεσματικό (και δημοκρατικά ασφαλές) αντίδοτο στην κρίση δεν είναι η «εσωτερική υποτίμηση». Αλλά όταν χτύπησε ξανά η Κρίση, στον καιρό μας, το μάθημα είχε ξεχαστεί. Η παλιά συνταγή επέστρεψε ως μονόδρομος. Και δεν θα μπορούσε να έχει τώρα διαφορετικά αποτελέσματα ή διαφορετικές αντιδράσεις απ΄ότι είχε πριν 80 χρόνια.
Ο άλλος σοφός είναι δικός μας, ο Παναγιώτης Κονδύλης. Πριν 20 και κάτι χρόνια ο Κονδύλης περιέγραφε («Οι αιτίες της παρακμής της σύγχρονης Ελλάδας»- εκδόσεις Θεμέλιο) πώς το παραδοσιακό, προαιώνιο και συστατικό του ελληνικού πολιτικού βίου πελατειακό σύστημα είχε αλλάξει. «Δεν αρκούσε πια ο διορισμός των ημετέρων, των οποίων η ανέχεια τους έκανε να αισθάνονται ευγνωμοσύνη για την εύνοια. Εκτός από τον διορισμό, τη δανειοδότηση, την διαμεσολάβηση, το πελατειακό παιχνίδι έπρεπε τώρα να παιχθεί σε επίπεδο μαζών... Ο ψηφοφόρος έδινε τώρα την ψήφο του προσδοκώντας πρωταρχικά από μια κομματική παράταξη ότι θα του διασφάλιζε το καταναλωτικό του επίπεδο... Καθώς οι πελατειακές ανάγκες έπρεπε τώρα να ικανοποιηθούν σε επίπεδο ανώτερο από τις παραγωγικές δυνατότητες της χώρας, η συγκεκριμένη λειτουργία του ελληνικού πολιτικού συστήματος κατάντησε να αποτελεί το βασικό εμπόδιο στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη- κάτι παραπάνω μάλιστα: έγινε ο αγωγός της εκποίησης της χώρας με μόνο αντάλλαγμα την δική του (του πολιτικού συστήματος) διαιώνιση, δηλαδή την δυνατότητά του να προβαίνει σε υλικές παροχές παίρνοντας παροχές ψήφου». Όταν η κρίση και ο δια του μνημονίου διεθνής οικονομικός έλεγχος ακύρωσαν την ευχέρεια του πολιτικού συστήματος να υπόσχεται υλικές παροχές (με δανεικά- ο Δραγασάκης έχει υπολογίσει πως για κάθε ευρώ που παρήγαγε η χώρα, δανειζόταν 2,5 ευρώ) ήταν μοιραίο να εξαφανιστούν και οι αντιπαροχές ψήφων.
Το εκλογικό αποτέλεσμα- το γράφω κομίζοντας γλαύκαν- δεν καταγράφει, λοιπόν, μόνον την φυσιολογική αντίδραση στην βάρβαρη «εσωτερική υποτίμηση». Καταγράφει επίσης και μιαν αντίδραση στην αδυναμία του πολιτικού συστήματος να εκπληρώσει την βασική του λειτουργία, τον βασικό του λόγο ύπαρξης. Ισοδυναμεί με ληξιαρχική πράξη θανάτου αυτού του πολιτικού συστήματος.
Στο αποτέλεσμα των εκλογών ενσωματώνονται, συνεπώς, δύο αιτήματα: Ένα, η αλλαγή οικονομικής στρατηγικής, μοντέλου εξόδου από την κρίση. Δύο, η ανα-θέσπιση της πολιτείας, η ανασυγκρότηση, σε άλλη βάση, με άλλη λειτουργία, του πολιτικού συστήματος.
Το πρώτο είναι ένα αίτημα που ξεπερνά, εν πολλοίς, τα όρια της χώρας. Όπως έγραφε εδώ στο protagon ο Γ. Βαρουφάκης, να πιστεύει κανείς ότι η Ελλάδα μπορεί να βρει μόνη της, εκτός ευρωπαϊκού πλαισίου, δρόμο εξόδου από την κρίση, είναι τόσο ρεαλιστικό, όσο και το να πίστευε κανείς πως το Οχάιο μπορούσε να αντιμετωπίσει το μεγάλο κραχ της δεκαετίας του 30 μόνο του, αποσπασμένο από την ένωση των αμερικανικών πολιτειών. Το θέμα, συνεπώς, είναι να βρούμε ένα νέο τρόπο συνάρθρωσης του δικού μας «θέλω» με το «μπορώ» των ευρωπαϊκών συσχετισμών, ένα νέο πεδίο διαπραγμάτευσης- και το αποτέλεσμα των εκλογών μπορεί και να μας το επιτρέπει.
Το δεύτερο, όμως, είναι μια δική μας, εσωτερική υπόθεση.
Πολλοί μιλούν για μια νέα μεταπολίτευση, που έχει ήδη αρχίσει και παρομοιάζουν τον ΣΥΡΙΖΑ του 2012 με το ΠΑΣΟΚ του 1977. Βρίσκω ανεδαφική (και γιαυτό επικίνδυνα παραπλανητική) την σύγκριση.
Η «μεταπολίτευση» ήταν εποχή μεγάλων προσδοκιών και οργιώδους ενθουσιασμού. Αυτό που ζούμε τώρα είναι πλημμυρισμένο απελπισμένο θυμό- που κανείς ακόμη δεν κατάφερε να μετασχηματίσει σε ελπίδα. Η «μεταπολίτευση» άλλαξε δραματικά το θεσμικό πλαίσιο της δημοκρατίας- απαλλάσσοντάς την από την τριπλή κηδεμονία των ανακτόρων, της Πρεσβείας και του στρατού. Δεν άλλαξε, όμως, την βασική λειτουργία του πολιτικού συστήματος, την πελατειακή συγκρότηση των κοινωνικών συμμαχιών. Και δεν άλλαξε, μα αναπαρήγαγε, με μια ριζική ανανέωση λόγου και ιδεολογικής πλαισίωσης, τον προδικτατορικό «δικομματισμό των δυόμισι κομμάτων», με την αριστερά νόμιμη μεν αλλά στην άκρη.
Για να βρούμε τις ρίζες αυτής της διάταξης πρέπει να βουτήξουμε στα νερά της δεκαετίας του 50.
Ο Ηλίας Νικολακόπουλος επισήμανε πρώτος ότι αν οι εκλογές του 2012 μοιάζουν με κάποιες προηγούμενες, αυτές είναι οι εκλογές του 1950. Ήταν οι πρώτες εκλογές μετά το τέλος του εμφυλίου, για την διενέργεια του οποίου τα δύο κόμματα του προπολεμικού δικομματισμού, οι Λαϊκοί της δεξιάς και οι Φιλελεύθεροι του βενιζελισμού είχαν σχηματίσει κυβέρνηση συνεργασίας (κατ' απαίτηση των Αμερικανών). Στις κάλπες, λοιπόν, της 5ης Μαρτίου τα δύο κόμματα κατέρρευσαν: 18,8% οι Λαϊκοί (τι σύμπτωση! όσο και η ΝΔ τώρα), 17,2% οι Φιλελεύθεροι, πανσπερμία δέκα κομμάτων στην Βουλή. Κι έπειτα τα δύο κόμματα (καλομελέτα) εξαφανίστηκαν από το προσκήνιο. Το πολιτικό σκηνικό ανασυγκροτήθηκε εξ αρχής.
Ο δεξιός πόλος ανασυστήθηκε γρήγορα, πρώτα με τον Συναγερμό του στρατηγού Παπάγου (36,5% στις εκλογές του 1951, 49% στις εκλογές του 1952) και κατόπιν με την ΕΡΕ του Κ Καραμανλή και διατηρήθηκε στην εξουσία, δια πυρός και σιδήρου, επί 12 χρόνια.
Ο άλλος πόλος, όμως, άργησε να ανασυγκροτηθεί. Πήρε την οριστική του μορφή σχεδόν δέκα χρόνια μετά τις καταλυτικές εκλογές του 50, με την συγκρότηση της Ένωσης Κέντρου. Στο μεταξύ είχαν συγκρουστεί δύο διαφορετικές αντιλήψεις για το σχήμα που θα έπαιρνε ο άλλος πόλος. Η μία ήταν η άποψη που κυκλοφορούσε στους κόλπους της ΕΠΕΚ του στρατηγού Πλαστήρα (που, ως φορέας όπου βρήκε καταφύγιο ένα μεγάλο μέρος της μη κομουνιστικής εαμικής αριστεράς, πήρε16,4% το 1950- όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ σχεδόν- και 23,4% το 1951) με βασικό εκφραστή τον Γ. Καρτάλη: Να συγκροτηθεί ένας ενιαίος, προοδευτικός πόλος όπου θα συναντηθεί ο βενιζελικός με τον εαμικό χώρο, απέναντι στην συναγερμική δεξιά. Η άλλη άποψη, με βασικό εκφραστή τον Γεώργιο Παπανδρέου ήταν η συγκρότηση ενός εθνικόφρονος δικομματισμού δεξιάς-κέντρου, με την αριστερά εκτός παιγνίου. Στις εκλογές του 1956 δοκιμάστηκε για πρώτη και τελευταία φορά η πρώτη άποψη. Και ηττήθηκε από τον τριφασικό εκλογικό νόμο. Εν τέλει επικράτησε η δεύτερη- η οποία καθόρισε και την πολιτική διάταξη τόσο της δεκαετίας του 60 όσο και της μεταπολίτευσης.
Ε, λοιπόν, αν έχει μείνει αναγνώστης που να έφθασε ως εδώ κάτω, αυτό είναι που θέλω να του πω: πως πέρα από όλα τα άλλα, τα από πολλές απόψεις σοβαρότερα, o κατακλυσμός της 6ης Μαϊου επιτρέπει να φανταζόμαστε και μια επιστροφή στις ρίζες και μια θεμελιώδη επαναδιαπραγμάτευση της βασικής διάταξης του ελληνικού πολιτικού σκηνικού, όπως αυτή διαμορφώθηκε, με το στανιό, κατά την διάρκεια των πονεμένων (και παινεμένων) 50'ς. Και πως, πιθανότατα, η διαχωριστική γραμμή μνημόνιο-αντιμνημόνιο έπαιξε τον ρόλο του νεκροθάφτη σε αυτές τις εκλογές. Στις επόμενες θα επανέλθει (φαντάζομαι) η αληθινή και διαρκής διαχωριστική γραμμή δεξιά-αριστερά. Το πώς είναι το ερώτημα...
πηγή: protagon.gr