Το παίγνιο / του Γιάννη Τζιουρά
Σε μια δημοκρατία, ιδιαίτερα σε ένα σύστημα θεσμοθετημένων διαδικασιών λήψης αποφάσεων, οι τελευταίες λαμβάνουν το χαρακτήρα της ορθολογικής επιλογής από «ορθολογικούς δρώντες». Σε ένα τέτοιο σύστημα λοιπόν τίποτε δεν είναι τόσο τρομακτικό όσο φαίνεται εκ πρώτης όψεως.
Παρόλα αυτά επιβάλλεται προς διαλεύκανση της πολιτικής του φόβου που ασκείται εθνικώς και διεθνώς να παραθέσω τα προβλήματα στις πραγματικές τους διαστάσεις.
Αυτή τη στιγμή ως προς την επίλυση της ελληνικής κρίσης χρέους υπάρχουν δύο σχολές σκέψεις διεθνώς, οι οποίες πλέον θα ξεκαθαρίσουν και σε εθνικό επίπεδο καθώς οδεύουμε σε εκλογές, αφού σύμφωνα με το Άρθρο 37, παρ. 3 εδ. γ΄ τη λύση που αδυνατούν να βρουν οι πολιτικοί θα τη δώσει ξανά το εκλογικό σώμα. Ωστόσο το δίλημμα ή τα διλήμματα που φοβερίζουν το λαό μπορούν πολύ πιο εύκολα και απλά να αναλυθούν και να εκφραστούν με θεωρίες παιγνίων, προσφιλέστατες μεθόδους για τη λήψη αποφάσεων σε ένα θεσμοθετημένο πολίτευμα, όπως προανέφερα. Οι θεωρίες παιγνίων είναι θεωρητικές, μαθηματικές κατασκευές που στόχο έχουν να περιγράψουν με σχηματοποιημένο τρόπο συγκεκριμένες πλευρές και συμπεριφορές του πολιτικού γίγνεσθαι, καθώς είναι κύριο εργαλείο για την οικονομική ανάλυση και στρατηγική. Με λίγα λόγια η θεωρίες παιγνίων είναι θεωρίες ορθολογικής συμπεριφοράς που εξετάζουν τη συμπεριφορά των παικτών οι οποίοι αναμένεται ότι θα συμπεριφερθούν ορθολογικά.
Η μία σχολή σκέψης λοιπόν λέει εν ολίγης πως η Ελλάδα θα πρέπει να αφεθεί να πτωχεύσει εάν δεν εφαρμόσει απαρέγκλιτα τους όρους τους οποίους υπέγραψε μέσω του συστήματος των Μνημονίων. Όπως επίσης πως αυτός ο μονόδρομος αποτελεί τη μοναδική λύση για την επίλυση της κρίσης χρέους της Ελλάδας και την επάνοδό της στις αγορές ομολόγων από τις οποίες χρηματοδοτούνται τα κράτη. Μάλιστα η συνταγή με την οποία θα ανακτήσει την ανταγωνιστικότητα και χαμένη αξιοπιστία της για την επίτευξη του παραπάνω στόχου είναι η εφαρμογή της πολιτικής της λιτότητας.
Αυτή η σχολή σκέψης που κυριάρχησε σε ευρωπαϊκό επίπεδο (όχι αμερικανικό!) τα τελευταία δύο περίπου χρόνια έχει οδηγήσει στα αποτελέσματα που βιώνουμε καθημερινά. Επομένως στον αντίποδα αυτής της «τυραννίας» έχει διαμορφωθεί ένα είδωλο, εκείνο της πλήρους εγκατάλειψης κάθε τι που μας δυναστεύει. Εξειδικεύοντας την παραπάνω θέση μπορεί κανείς να πει πως η αποκήρυξη αυτής της πολιτικής για την έξοδο από την κρίση διαμορφώθηκε ως αντί-θέση σε εθνικό επίπεδο ως αντίδραση στην στείρα και αδιάλλακτη θέση που επικρατεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ιδιαίτερα εκφραζόμενο από τη Γερμανία.
Αυτό το παίγνιο λοιπόν θυμίζει τον ανταγωνισμό μεταξύ ΗΠΑ-ΕΣΣΔ κατά τη διάρκεια της κρίσης της Κούβας τον Οκτώβρη του 1962 όταν πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τους συμβούλους του Κέννεντι για την διαχείριση της κρίσης. Αυτό είναι ένα παίγνιο μικτού αθροίσματος όπου έχει ειπωθεί πως αν οι δύο υπερδυνάμεις δεν υποχωρούσαν τότε μπορεί να έφθαναν σε πυρηνικό πόλεμο με κόστος επιλογών «μείον ολόκληρος ο κόσμος». Το παίγνιο ονομάζεται υποκοριστικά «το παίγνιο της κότας» επειδή περιγράφει καταστάσεις μετωπικής σύγκρουσης όπου οι παίκτες έχουν δύο επιλογές: ή να επιμείνουν κινδυνεύοντας σημαντικά ή να υποχωρήσουν και να χάσουν. Η ονομασία του υποκοριστικού προκύπτει από τις παλιές αμερικανικές ταινίες όπου δύο νεαροί οδηγούν αντιμετωπικά προκειμένου ο λιγότερο θαρραλέος (chicken- εξ' ου και κότα) στρίβει πρώτος και υποχωρεί για να αποφύγει τη σύγκρουση, με κόστος βέβαια να χάσει το «κορίτσι». Εάν στρίψουν και οι δύο τότε κινδυνεύουν να χάσουν αμφότεροι τους οπαδούς τους, ενώ εάν επιμείνουν τότε θα προσπαθούν να τους βρουν στα συντρίμμια.
Στην μετωπική σύγκρουση λοιπόν μεταξύ «επιβολής των συμφωνημένων» από τη Γερμανική Ευρώπη και πλήρους καταγγελίας αυτών από μέρους μας με συνέπεια την αποδόμηση του ευρώ (θυμίζω εδώ την πρόσφατη έκθεση του Διεθνούς Χρηματοπιστωτικού Ινστιτούτου- IIF, στην οποία αποτιμά το κόστος της Ευρωζώνης μετά την έξοδο της Ελλάδας σε 1 τρις ευρώ) το κόστος είναι είτε η αποδόμηση του ευρώ για τους Γερμανούς, η επιστροφή στη δραχμή για εμάς. Ωστόσο το ζήτημα είναι τι θα γίνει με το «κορίτσι» και τους φίλους, δηλαδή τις αγορές.
Η ΕΕ παρόλο που από το Μάρτιο του 2011 έφτιαξε ένα προσωρινό φράγμα (τον EFSF) και ένα μόνιμο από το φετινό καλοκαίρι (τον ESM), ένα ανάχωμα για μια πιθανή έξοδο ενός μέλους από την Ευρωζώνη, δεν στάθηκε ικανή να αποδεχθεί πως η δημοσιονομική κρίση και η κρίση της ευρωζώνης δεν επιλύεται με πολιτικές λιτότητας αλλά με επανεκκίνηση ενός μηχανισμού ανακύκλωσης πλεονασμάτων. Αυτή η δεύτερη σχολή σκέψης η οποία πλέον θεωρείται η κυρίαρχη και αυτή που κερδίζει ολοένα και περισσότερο έδαφος σχηματοποιείται σε ένα παίγνιο όχι μικτό όπως το παραπάνω αλλά σε ένα μη μηδενικού αθροίσματος όπου αν οι παίκτες επιθυμούν να επιτύχουν στις σχέσεις τους το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα οφείλουν να εγκαταλείψουν τις ακραίες θέσεις και να συνεργαστούν, κάτι βέβαια που δεν είναι εύκολο. Για να επιτύχει κάτι τέτοιο, η θεωρία θέτει μία προϋπόθεση: Να έχουν κάνει μια εκ των προτέρων συμφωνία ή να έχουν προηγούμενες θετικές εμπειρίες.
Επειδή το ζήτημα της συμφωνίας ήταν από την αρχή χωλό ως εσφαλμένο αξιωματικά, μιας και δεν μιλάμε για απλή νομισματική κρίση που θα επιλύονταν με πολιτικές λιτότητας (όπως είχε γίνει στον Καναδά από τον πολιτικό εκφραστή αυτής της πολιτικής τον P. Martin) αλλά για κρίση χρέους που επιλύεται μόνο με αναπτυξιακή στρατηγική, δηλαδή με εφαρμογή ενός μηχανισμού ανακύκλωσης πλεονασμάτων (όπου πόροι από τις πλεονασματικές οικονομίες μέσω αναπτυξιακών προγραμμάτων θα πηγαίνουν στις ελλειμματικές και οι καρποί αυτής της ανάπτυξης θα καταστήσει βιώσιμο το χρέος) τότε μιλάμε για προηγούμενες θετικές εμπειρίες.
Αυτές οι εμπειρίες είναι που βίωσε η Γερμανία μεταπολεμικά και που ωφελήθηκε όσο κανένας άλλος για να φτάσει σήμερα στο σημείο αυτό (σχέδιο Marshall). Επομένως, και δίχως να μπερδεύω άλλο τον αναγνώστη αυτή τη στιγμή είναι χρήσιμο να ξεκινήσουμε να εξηγούμε σαν υπεύθυνοι πολίτες την εναλλακτική του καλύτερου δυνατού αποτελέσματος που συνίσταται σε μια συνεργασία μεταξύ της χώρας μας που θα διεκδικήσει μια αναπτυξιακή στρατηγική για έξοδο από την κρίση (σε συμβατικό επίπεδο) και την έξοδό μας από τις αγορές που θα μας οδηγήσουν πάλι σε σταθερότητα και ανάπτυξη, αλλά και την αλλαγή στάσης της Γερμανίας (οι παράγοντες εντός και εκτός την πιέζουν) για την επανεκκίνηση ενός μηχανισμού πλεονασμάτων εγκαταλείποντας την πολιτική λιτότητας, διότι γνωρίζει που οδηγεί.
Διεθνολόγος- Πολιτικός Επιστήμων,*
Υπ. Διδάκτωρ Διεθνούς Δικαίου, Νομική ΑΠΘ