Συμπληρώνοντας 200 χρόνια από τον αγώνα για ανεξαρτησία, ο αναστοχασμός πάνω στο παρελθόν αλλά και η αποτίμηση του τελευταίου αποτελούν μια διαδικασία στην οποία
εκ των πραγμάτων εμπλεκόμαστε ολοένα και περισσότεροι/ες τούτες τις μέρες. 200 χρόνια πολέμων που επιδιώξαμε ή μας επιβλήθηκαν, προσωπικοτήτων που ηρωποιήθηκαν ή ξεχάστηκαν, αναντίρρητα καθιστούν την ιστορική μνήμη πεδίο σύγκλισης και αντιπαραθέσεων, κάτι το οποίο αποτυπώνεται ανάγλυφα και στα ευρήματα της επετειακής έρευνας που διεξήγαγε η Prorata σε συνεργασία με την Εφημερίδα των Συντακτών.
Εκκινώντας, από τον ιστορικό πυρήνα της επετείου επιχειρήθηκε να δοθεί απάντηση στο τι είναι εν τέλει η ελληνική επανάσταση για τους σημερινούς Έλληνες και Ελληνίδες; Και αναντίρρητα για το σύνολο σχεδόν της κοινής γνώμης αποτέλεσε μια επανάσταση εθνικού χαρακτήρα, κατά την οποία ο ρόλος που διαδραμάτισαν οι κλέφτες και οι αρματολοί, οι νησιώτες πλοιοκτήτες αλλά και οι διανοούμενοι της εποχής ήταν εξαιρετικά θετικός, με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη να προσλαμβάνεται ως η σημαντικότερη με διαφορά προσωπικότητα της περιόδου.
Τι νιώθουμε, όμως, απέναντι σε γεγονότα που άλλα λιγότερο, άλλα περισσότερο σημάδεψαν την ιστορία του τόπου κατά τον 20ο και 21ο αιώνα; Για ορισμένα, όπως η καταστροφή της Σμύρνης και ο εμφύλιος πόλεμος κυριαρχούν ο θυμός και η ντροπή, αντίστοιχα, με το συναίσθημα της λύπης να αποτελεί τον συναισθηματικό συνδετικό κρίκο μεταξύ των δύο γεγονότων. Ωστόσο, και μάλλον αναμενόμενα, για το έπος του 1940, καθώς και την κατοπινή αντίσταση απέναντι στους ναζί τα συναισθήματα που με τρόπο οριζόντιο κυριαρχούν είναι η υπερηφάνεια και ο θαυμασμός.
Αναλύοντας, εντούτοις, τα ποιοτικά χαρακτηριστικά ορισμένων ευρημάτων, ανιχνεύονται σημαντικές διαφοροποιήσεις. Πιο συγκεκριμένα, ενώ για την περίοδο της δικτατορίας κυριαρχούν τα αρνητικά συναισθήματα, μια μειοψηφική μερίδα (18%) αισθάνεται, είτε «αδιαφορία», είτε ακόμα και θετικά συναισθήματα έναντι της περιόδου, προερχόμενη σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα από τον χώρο της ευρύτερης Δεξιάς.
Παράλληλα, ενώ η είσοδος της χώρας στην Ε.Ε αποτελεί ένα γεγονός, η μνήμη ή γνώση του οποίου παράγει και αναπαράγει κυρίως θετικά συναισθήματα, η υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος από τη χώρα το 2002 δημιουργεί και θετικά και αρνητικά συναισθήματα, με τον σχετικό σκεπτικισμό να προέρχεται κυρίως από όσους τοποθετούνται στα αριστερότερα και τα δεξιότερα του πολιτικού φάσματος, ενώ τα θετικά συναισθήματα από όσους τοποθετούνται στο κέντρο και τα κεντροδεξιά.
Πώς αξιολογούνται, ωστόσο, ορισμένα πρόσωπα που σημάδεψαν την ιστορία της Ελλάδας τα τελευταία 100 χρόνια; Ως οι πιο δημοφιλείς, ανεξαρτήτως δημογραφικών ή άλλων πολιτικών χαρακτηριστικών των συμμετεχόντων, ανιχνεύονται κατά σειρά οι Ιωάννης Καποδίστριας, Ελευθέριος Βενιζέλος, Χαρίλαος Τρικούπης αλλά και οι Κωνσταντίνος Καραμανλής και Λεωνίδας Κύρκος, με τον τελευταίο μάλιστα να αποτελεί τη μόνη προσωπικότητα της πρόσφατης πολιτικής ιστορίας μας με οριζόντια αποδοχή. Αναμενόμενα, ως εξαιρετικά αντιδημοφιλής εμφανίζεται ο δικτάτορας, Γεώργιος Παπαδόπουλος καταγράφοντας 80% αρνητικές απόψεις αλλά και 16% θετικές, οι οποίες προέρχονται από άτομα που τοποθετούνται στην ευρύτερη πολιτική μήτρα της Δεξιάς. Άλλα πρόσωπα με εξαιρετικά υψηλά ποσοστά δημοφιλίας είναι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο Νικόλαος Πλαστήρας με 61% θετικές γνώμες, οι οποίες προέρχονται σημαντικά περισσότερο από τον ευρύτερο χώρο της Δεξιάς, ενώ έπεται ο Ανδρέας Παπανδρέου με 56% θετικές γνώμες, οι οποίες προέρχονται κυρίαρχα από τον χώρο της Αριστεράς.
Και ποια πρόσωπα μας διχάζουν ακόμα και σήμερα; Ξεχωρίζουν δύο. Πρώτον, ο ηγέτης του ΕΛΑΣ, του στρατιωτικού σκέλους του ΕΑΜ, Άρης Βελουχιώτης και δεύτερον ο στρατιωτικός και δικτάτορας Ιωάννης Μεταξάς που απέρριψε το τελεσίγραφο των Ιταλών το βράδυ της 28ης Οκτωβρίου 1940. Ο Άρης Βελουχιώτης απολαμβάνει των θετικών εντυπώσεων της συντριπτικής πλειονότητας όσων αυτοπροσδιορίζονται ως αριστεροί και κεντροαριστεροι, ενώ συγκεντρώνει παρόμοιας έντασης αρνητικές γνώμες μεταξύ όσων αυτοπροσδιορίζονται ως κεντροδεξιοί και δεξιοί. Ο Ιωάννης Μεταξάς αντίστοιχα, συγκεντρώνει θετικές γνώμες από την πλειονότητα των αυτοπροσδιοριζόμενων ως κεντροδεξιών και δεξιών πολιτικά συμμετεχόντων και αντίστοιχου μεγέθους αρνητικές γνώμες μεταξύ όσων δηλώνουν αριστεροί και κεντροαριστεροί.
Καταληκτικά, μοιάζει η ύπαρξη σημείων αναφοράς μέσα στην Ιστορία να αποτελεί μια ανάγκη ατομική και συλλογική. Μια ανάγκη να μειώσουμε την αβεβαιότητα και να ορίσουμε - είτε αδρά, είτε με τρόπο πιο συγκεκριμένο - την συλλογική και ατομική μας ταυτότητα μέσα από την αξιολόγηση γεγονότων και προσώπων. Και η παρούσα έρευνα τούτο ακριβώς επιχείρησε να απαντήσει: Ποιοι τελικά είμαστε; Και αυτό το κρίσιμο ερώτημα δεν γίνεται κατορθωτό να απαντηθεί μέσω της απόκρυψης όλων όσων ενδεχομένως μας πληγώνουν αλλά μόνο μέσω της ειλικρινούς συζήτησης για όλα αυτά επί των οποίων παρατηρείται σύγκλιση των προσλήψεων μας, αλλά την ίδια στιγμή και για όλα εκείνα που καταγράφονται αντιπαραθετικές τοποθετήσεις και διαιρέσεις επί ανταγωνιστικών ιστορικά αφηγημάτων. Γιατί όποιος και να γράφει την ιστορία, εμείς οφείλουμε πάντοτε να την μελετάμε και να την αξιολογούμε εκ νέου.