Έρευνα Ινστιτούτου ΕΝΑ | «Η κοινωνία ζητά επανεκκίνηση της δημοκρατίας "από τα κάτω"»
Οι κοινωνίες του μεταδημοκρατικού καπιταλισμού χαρακτηρίζονται από χαμηλούς δείκτες πολιτικής εμπιστοσύνης και από στάσεις που ενίοτε ευνοούν αντισυμβατικές εκδοχές πολιτικής δραστηριοποίησης, οι οποίες κινούνται
ενάντια σε λογικές κανονικότητας. Στο πλαίσιο αυτό, δίπολα που αντιπαραθέτουν τις πρακτικές των ελίτ στον λαό, τα οποία συνήθως κατηγοριοποιούνται κάτω από την πολυφορεμένη εννοιολογική ομπρέλα του λαϊκισμού, συχνά υποκρύπτουν μια γενικευμένη δυσαρέσκεια απέναντι στον τρόπο με τον οποίο τα εποικοδομήματα των μεταδημοκρατικών καθεστώτων επιχειρούν να αποσπάσουν την αναγκαία κοινωνική νομιμοποίηση.
Η ελληνική περίπτωση επηρεάζεται προφανώς από αυτές τις τάσεις, κάτι που αποτυπώνεται τόσο στις ιδιαίτερα μαζικές κινητοποιήσεις για την υπόθεση των Τεμπών όσο και στο διάχυτο έλλειμμα εμπιστοσύνης σε μια σειρά από θεσμούς, το οποίο σε μεγάλο βαθμό υποδηλώνει μια κρίση του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Υπό αυτή την έννοια, η ανίχνευση των πολλαπλών εκφράσεων του ριζοσπαστισμού μας βοηθά να κατανοήσουμε καλύτερα το πολιτικό πρόβλημα της χώρας σήμερα. Ο ριζοσπαστισμός σαν έννοια ομόλογη του λαϊκισμού υφίσταται καταχρήσεις στον δημόσιο διάλογο, κυρίως για να ενοχοποιηθεί η λαϊκή αντίδραση και διαμαρτυρία και να προσδιοριστεί ως ανορθολογική στάση απέναντι στις πολιτικές του δεσπόζοντος ρεύματος. Στη δική μας αντίληψη ο ριζοσπαστισμός συνδέεται καταρχάς με μια κριτική απέναντι στο πολιτικό σύστημα που επερωτά βασικές στρεβλώσεις και παθογένειες στη λειτουργία του, αλλά και τη σχέση πολιτικών-λαού και ταυτόχρονα με μια αντίληψη που επιζητά μια λιγότερο ή περισσότερο εκ βάθρων μεταβολή στην οποία πρέπει να συμμετέχει η κοινωνία. Βεβαίως τα μέσα ή και ο προσανατολισμός της αλλαγής/μεταρρύθμισης μπορεί να διαφέρουν και να οδηγούν σε αντίθετα πολιτικά σχέδια για την υπέρβαση της κρίσης. Αλλά ο ριζοσπαστισμός αυτός καθαυτός δεν είναι πρόκριμα ή προανάκρουσμα κάποιας αντιδημοκρατικής εκτροπής· μπορεί υπό προϋποθέσεις να οδηγήσει σε ενδυνάμωση της δημοκρατικής λειτουργίας.
Στο πλαίσιο αυτό, η έρευνα με τίτλο «Οι πολλαπλές όψεις του ριζοσπαστισμού: Προκλήσεις και ευκαιρίες για τη δημοκρατία», που διενεργήθηκε, σε συνεργασία με την εταιρεία ερευνών Prorata, ενόψει της συμμετοχής του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ στο 10ο Φόρουμ των Δελφών, επιχειρεί να καταγράψει κάποιες δυναμικές που μας βοηθούν να κατανοήσουμε τις τρέχουσες τάσεις στην ελληνική κοινή γνώμη. Η έρευνα διεξήχθη από την 31η Μαρτίου έως και την 3η Απριλίου 2025 και δομήθηκε γύρω από τέσσερις άξονες:
- τους δείκτες εμπιστοσύνης απέναντι σε συγκεκριμένους θεσμούς
- την προσέγγιση στάσεων σχετικά με τη συγκρουσιακή σχέση ανάμεσα σε ελίτ και λαό
- τη μέτρηση στάσεων σχετικά με το βαθμό ριζοσπαστικότητας που καταγράφεται στην ελληνική κοινή γνώμη
- την αποτίμηση της επιδραστικότητας της πολιτικής συμμετοχής των ερωτώμενων.
Πέραν της πολιτικής αυτοτοποθέτησης (επιλογές στην έρευνα: Αριστερά, Κεντροαριστερά, Κέντρο, Κεντροδεξιά, Δεξιά) και της υποκειμενικής κοινωνικοοικονομικής κατάστασης, επιλέξαμε να διασταυρώσουμε τα ευρήματα της έρευνας με δύο ερωτήματα που αφορούν την εκτίμηση περί συγκάλυψης ή μη στην υπόθεση των Τεμπών και τις θετικές ή αρνητικές απόψεις για τις έως τώρα πρωτοβουλίες και ενέργειες του Προέδρου των ΗΠΑ Ντ. Τραμπ. Επίσης, κάποιες συγκρίσεις γίνονται με ευρήματα της έρευνας με τίτλο «Πολιτική εμπιστοσύνη και δημοκρατία» που διεξήγαγε το ΕΝΑ τον Απρίλιο του 2023 ενόψει του 8ου Φόρουμ των Δελφών.
Τα συμπεράσματα της έρευνας συνοψίζονται στα ακόλουθα:
- Το 74% των ερωτώμενων θεωρεί ότι η χώρα κινείται σε λάθος κατεύθυνση. Η εν λόγω απάντηση είναι ταυτόσημη στο σύνολο σχεδόν των ερωτώμενων όλων των κατηγοριών, με την εξαίρεση των κεντροδεξιών και όσων θεωρούν ότι δεν επιχειρείται συγκάλυψη στην υπόθεση των Τεμπών.
Κατ’ αντιστοιχία, το 76% των ερωτώμενων βλέπει συγκάλυψη στην υπόθεση των Τεμπών, ποσοστό που ταυτίζεται με την αρνητική αποτίμηση της συνολικής κατάστασης της χώρας. Και εδώ εξαιρούνται εν μέρει οι κεντροδεξιοί ψηφοφόροι.
Σε συνάφεια με τα παραπάνω, το 53% των ερωτώμενων θεωρεί ότι η οικονομική τους κατάσταση κινείται μεταξύ οριακής κάλυψης ή μη κάλυψης των αναγκών διαβίωσής τους, το 28% δηλώνει ότι ζει καλά χωρίς να αποταμιεύει και το 17% ότι ζει καλά και αποταμιεύει. Στην έρευνα του 2023 το 68% δήλωνε λίγο ή καθόλου ικανοποιημένο από την οικονομική του κατάσταση. Παρατηρούμε λοιπόν ότι η γενική δυσφορία για την κατάσταση της χώρας, η οποία έχει σαφείς οικονομικές προεκτάσεις, εναρμονίζεται με τη στάση υπέρ της άποψης για επιχείρηση συγκάλυψης. Το εύρημα αυτό μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι δεν είναι μονοθεματική η κινητοποίηση για τα Τέμπη· αντιθέτως, συμπυκνώνει ευρύτερες συναφείς κοινωνικές ανησυχίες.
- Ως προς τους δείκτες εμπιστοσύνης στους θεσμούς, οι μόνοι που ξεπερνούν το 5 (0: «δεν εμπιστεύομαι» – 10: «εμπιστεύομαι πολύ») είναι το πανεπιστήμιο (5,8), ο στρατός (5,5) και το ΕΣΥ (5,1). Κατ’ αντιστοιχία, και στην έρευνα του 2023 τρεις θεσμοί ξεπερνούσαν το 5, με λίγο καλύτερες επιδόσεις (στρατός: 6, πανεπιστήμιο: 5,8, ΕΣΥ: 5,7). Σε όλους δε τους δείκτες που είναι συγκρίσιμοι με την έρευνα του Απριλίου του 2023 υπάρχει υποχώρηση, με την εξαίρεση των επιχειρήσεων, των συνδικάτων και του πανεπιστημίου. Σε μια συνθήκη διαρκούς χαμηλής εμπιστοσύνης στους θεσμούς, είναι εμφανές ότι διαπιστώνεται περαιτέρω υποχώρηση, κάτι που βέβαια καταδεικνύει και την καταλυτική επίδραση της υπόθεσης των Τεμπών.
Απρίλιος 2025
Απρίλιος 2023
- Ως προς το χάσμα μεταξύ ελίτ και λαού, τα αποτελέσματα είναι επίσης δηλωτικά. Το 79% των ερωτώμενων θεωρεί ότι οι ελίτ δεν κατανοούν τα προβλήματα των πολιτών, το 87% ότι τα ΜΜΕ χειραγωγούν την κοινή γνώμη υπέρ των ελίτ και το 70% ότι οι ελίτ καταπιέζουν τη φωνή του λαού γιατί τη φοβούνται. Εδώ οι απαντήσεις σχεδόν είναι ταυτόσημες σε όλες τις επιμέρους κατηγορίες ερωτώμενων, με την εξαίρεση του τελευταίου ευρήματος, ως προς το οποίο διαφοροποιούνται όσοι και όσες πιστεύουν ότι δεν επιχειρείται συγκάλυψη στην υπόθεση των Τεμπών. Οι μισοί/μισές του συνόλου των ερωτώμενων θεωρούν ότι οι απλοί πολίτες θα έπαιρναν καλύτερες αποφάσεις από τους επαγγελματίες πολιτικούς και το 58% θεωρεί ότι οι απλοί άνθρωποι είναι εντιμότεροι από τους πολιτικούς. Στο ερώτημα σχετικά με τη λήψη των πολιτικών αποφάσεων διαφοροποιημένες είναι οι απαντήσεις όσων αυτοτοποθετούνται στην Κεντροδεξιά, έχουν υψηλή κοινωνικοοικονομική θέση και δηλώνουν ότι δεν συμμερίζονται την εκτίμηση περί συγκάλυψης. Στο ερώτημα σχετικά με την ηθική των απλών πολιτών διαφοροποιούνται μόνον όσοι διαφωνούν με την εκτίμηση περί συγκάλυψης. Από τα παραπάνω φαίνεται ότι η εκτίμηση περί μη συγκάλυψης στην υπόθεση των Τεμπών συνδέεται κυρίως με την αντιλαϊκιστική στάση και με την κεντροδεξιά αυτοτοποθέτηση. Η διαπίστωση αυτή καθίσταται πρόδηλη εάν συνεκτιμήσουμε τις απαντήσεις στο ερώτημα εάν οι μαζικές κινητοποιήσεις καταστρέφουν τη χώρα (διαφωνεί το 69% και συμφωνεί το 14%), όπου τα μεγαλύτερα ποσοστά συμφωνίας εντοπίζονται και πάλι στις δύο προαναφερθείσες κατηγορίες (κεντροδεξιά αυτοτοποθέτηση και εκτίμηση περί μη συγκάλυψης).
- Σε ό,τι αφορά τον εντοπισμό τάσεων ριζοσπαστισμού στην ελληνική κοινή γνώμη, τα ευρήματα αποκαλύπτουν διαστάσεις της κρίσης εκπροσώπησης που μαστίζει το ελληνικό κομματικό σύστημα. Εννιά στους δέκα ερωτώμενους/ερωτώμενες θεωρούν ότι η ελληνική κοινωνία χρειάζεται ριζικές αλλαγές, οχτώ στους δέκα ότι το πολιτικό σύστημα εξυπηρετεί μεγάλα οικονομικά συμφέροντα, ενώ επτά στους δέκα πιστεύουν ότι οι θεσμοί λειτουργούν υπέρ μιας μειοψηφίας και ότι το σημερινό πολιτικό σύστημα δεν μπορεί να απαντήσει στα προβλήματα των πολιτών. Αυτά τα ευρήματα επιβεβαιώνουν τη γενικευμένη κρίση πολιτικής εμπιστοσύνης, η οποία λαμβάνει χαρακτηριστικά δυσαρέσκειας ενάντια στο σύστημα σε πολλά επίπεδα. Είναι, επομένως, αναμενόμενο το 67% να αποφαίνεται ότι η ανυπακοή των πολιτών είναι δικαιολογημένη όταν οι θεσμοί αποτυγχάνουν — αν και αυτή η ανυπακοή νοείται κυρίως ως μη βίαιη δράση (το 63% δεν θεωρεί τη βία αποδεκτό μέσο πολιτικής δράσης). Το 57% εμφανίζεται δύσπιστο απέναντι στην εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία και θεωρεί ότι η αντιπροσωπευτική δημοκρατία πρέπει να αντικατασταθεί από μορφές άμεσης δημοκρατίας, ενώ το 56% πιστεύει ότι η αλλαγή του κράτους μπορεί να προέλθει «από τα κάτω» (με την εξαίρεση των κεντροδεξιών πολιτών).
Υπενθυμίζεται ότι στην έρευνα του 2023 το 36% των ερωτώμενων έθετε ως πρώτη προτεραιότητα πολιτικής μεταρρύθμισης τη δημιουργία νέων αμεσοδημοκρατικών θεσμών (μετά από την προώθηση περισσότερης διαφάνειας στους θεσμούς). Φαίνεται πως πλέον διαμορφώνεται ένα σταθερό ποσοστό που καλεί σε μεταρρύθμιση του δημοκρατικού πολιτεύματος σε μια περισσότερη συμμετοχική βάση.
- Το 52% των ερωτώμενων θεωρεί ότι η κρίση μπορεί να ξεπεραστεί μόνο με επιστροφή σε παραδοσιακές αξίες — ποσοστό που ταυτίζεται με το 51% που πιστεύει ότι η κοινωνία θα ήταν καλύτερη με λιγότερη πολυφωνία.
Αναδεικνύεται εν προκειμένω μια αυταρχική συνιστώσα της ριζοσπαστικής τάσης, η οποία σχετίζεται θετικά με πολιτικές αυτοτοποθετήσεις που κινούνται από το κέντρο προς τα δεξιά, χαμηλή υποκειμενική κοινωνικοοικονομική κατάσταση και θετική αποτίμηση των ενεργειών του Ντ. Τραμπ. Από την άλλη πλευρά, τέσσερις στους δέκα (οι οποίοι στην πλειοψηφία τους αυτοτοποθετούνται στην Αριστερά ή την Κεντροαριστερά και σε ενδιάμεση κοινωνικοοικονομική θέση) διαφωνούν με την απόφανση ότι δεν υπάρχει εναλλακτική στον καπιταλισμό. Ωστόσο, τέσσερις στους δέκα όσων δηλώνουν χαμηλή κοινωνικοοικονομική κατάσταση συμφωνούν ότι δεν υπάρχει εναλλακτική, κάτι που ενδεχομένως συνδέεται με την κρίση της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος, η οποία επιτρέπει την αυταρχική διείσδυση στα φτωχότερα στρώματα.
- Τέλος, το 92% δηλώνει πως ψηφίζει συστηματικά στις βουλευτικές εκλογές, το 37% έχει υπάρξει μέλος κόμματος και το 33% μέλος σωματείου. Το 70% έχει συμμετάσχει σε διάφορες συλλογικές δράσεις, ενώ το 43% σε πολιτικές συζητήσεις στα κοινωνικά δίκτυα. Παρατηρείται ότι οι παραδοσιακές μορφές πολιτικής συμμετοχής δεν έχουν υποχωρήσει.
Αυτό συνδυάζεται με το γεγονός ότι οι πολίτες συνεχίζουν να διατηρούν θετικές προσδοκίες από τη συμμετοχή τους: το 57% θεωρεί ότι η συμμετοχή τους μπορεί να κάνει τη διαφορά, το 66% ότι έχουν λόγο στα ζητήματα που τους αφορούν, το 64% δηλώνει πρόθεση συμμετοχής στο μέλλον και το 70% διαφωνεί με τον κυνισμό του «τίποτα δεν αλλάζει».
Στην έρευνα του 2023 το 77% θεωρούσε ότι μπορούσε με την κοινωνική του δράση να αλλάξει τα πράγματα στη χώρα και το 76% πίστευε ότι η πολιτική μπορεί να βελτιώσει τις ζωές των ανθρώπων. Βλέπουμε λοιπόν ότι η κρίση εμπιστοσύνης και οι ριζοσπαστικές τάσεις δεν μεταφράζονται κατ’ ανάγκη σε στάσεις απόρριψης των δημοκρατικών θεσμών – πράγμα που φανερώνει ένα πλειοψηφικό αίτημα δημοκρατικής μεταρρύθμισης.
- Τα ευρήματα της έρευνας αποτυπώνουν μια κοινωνία σε κινητικότητα, πλήρως αποξενωμένη από ένα πολιτικό σύστημα που αντιμετωπίζεται ως αναποτελεσματικό, μεροληπτικό και αποσυνδεδεμένο από τις ανάγκες των πολλών. Όμως αυτή η κρίση εμπιστοσύνης δεν σηματοδοτεί παραίτηση· αντίθετα, εκφράζει ένα οξυμένο αίτημα για πολιτικό μετασχηματισμό και επανεκκίνηση της δημοκρατίας «από τα κάτω». Η μαζική δυσπιστία προς τις ελίτ, η δυσφορία απέναντι στους θεσμούς και η διεκδίκηση ουσιαστικής πολιτικής συμμετοχής καταρρίπτουν τις εύκολες ερμηνείες που αποδίδουν κάθε αντίδραση στον «λαϊκισμό». Οι στάσεις αυτές δεν είναι εκτροπή από τη δημοκρατική ομαλότητα, αλλά έκφραση της επιθυμίας για ένα νέο δημοκρατικό παράδειγμα, πιο άμεσο, δίκαιο και συμπεριληπτικό.
Την ίδια στιγμή, ωστόσο, δεν μπορεί να αγνοηθεί η αυταρχική διάσταση ενός μέρους των ριζοσπαστικών αυτών τάσεων, που εντοπίζεται ιδίως σε κοινωνικά στρώματα που βιώνουν διαψεύσεις και αδιέξοδα. Η επιθυμία για «τάξη», η δυσανεξία στην πολυφωνία και η εξιδανίκευση ισχυρών ηγετών συνιστούν σαφή δείγματα ενός πολιτικού ρεύματος που μπορεί να λειτουργήσει ως όχημα αυταρχικής εκτροπής αν δεν υπάρξει μια πειστική δημοκρατική εναλλακτική. Το δίλημμα, επομένως, δεν είναι ανάμεσα στον ριζοσπαστισμό και τη σταθερότητα, αλλά ανάμεσα σε έναν αυταρχικό εκτροχιασμό και έναν βαθύ, συμμετοχικό και κοινωνικά δίκαιο εκδημοκρατισμό.