ΣΠΑΡΤΑΚΟΣ: ''Θετικά συμπεράσματα απο τον διάλογο για τον Λιγνίτη στην Ελλάδα''
Σε μια προσπάθεια τα κρίσιμα και μείζονα ζητήματα που άπτονται του ενεργειακού τομέα (και ειδικότερα αυτά της ανταγωνιστικότητας του μίγματος καυσίμου), να αναδειχθούν και να παρουσιαστούν στην πιο έγκυρή τους διάσταση -ειδικά σε μια περίοδο
όπου τα θέματα της ενέργειας είναι όσο ποτέ άλλοτε επίκαιρα- το Σωματείο ΣΠΑΡΤΑΚΟΣ και η ΔΕΗ Α.Ε. σχεδίασαν από κοινού και προχώρησαν στη διοργάνωση της ημερίδας (που πραγματοποιήθηκε στις 11/11 στην Αθήνα), με την προσδοκία ότι οι εισηγήσεις και οι τοποθετήσεις των στελεχών της επιχείρησης, του Υπουργείου ΠΕΚΑ και των υπόλοιπων εισηγητών, θα επιτρέψουν την εξαγωγή ασφαλών και χρηστικών συμπερασμάτων σχετικά με την ανταγωνιστικότητα του εθνικού μας καυσίμου (του λιγνίτη), την προοπτική και τη βιωσιμότητα της επιχείρησης.
Γενικά:
Η Ευρώπη είναι και θα παραμείνει ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΑ ΕΞΑΡΤΗΜΕΝΗ από τρίτους, με αυξητική τάση των αναγκών της, από το 50% στο 75% τα επόμενα χρόνια.
Η εξάρτηση της αυτή αποδίδεται: α) Στην αυξητική της ανάγκη για ενεργειακές πρώτες ύλες και β) στην εξάντληση των πετρελαίων της βόρειας θάλασσας.
Κατά συνέπεια, απαιτείται να αναπτυχθεί -στο εσωτερικό των 28 χωρών της Ευρώπης- σειρά δράσεων και πρωτοβουλιών, που θα επικεντρώνονται στις καύσιμες πρώτες ύλες, οι οποίες αφορούν κυρίως τα βεβαιωμένα αποθέματα ορυκτών των στερεών καυσίμων (άνθρακας, λιγνίτης).
Τα βεβαιωμένα αποθέματα που υπάρχουν στην Ευρώπη των 28 και κυρίως μετά την ένταξη των πρώην ανατολικών χωρών (Πολωνία, Τσεχία, Σλοβακία, Ρουμανία), μπορούν να στηρίξουν τόσο την ενεργειακή επάρκεια όσο και την αυτάρκεια της Ε.Ε.
Έτσι, μπορούν να αποφευχθούν ενεργειακές και κυρίως πολιτικές πιέσεις εκ μέρους μεγάλων χωρών, που είναι ταυτόχρονα και Παραγωγοί υδρογονανθράκων και φυσικού αερίου.
Είναι γνωστό πως οι ενεργειακά εξαρτημένες χώρες αντιμετωπίζουν και προβλήματα ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΥΤΟΝΟΜΙΑΣ !!!
Η ανάπτυξη της βιομηχανίας ΑΝΘΡΑΚΑ-ΛΙΓΝΙΤΗ, μπορεί να ενισχύσει την ασφάλεια εφοδιασμού, καθώς:
● Είναι προβλέψιμο το οικονομικό κόστος για κάθε εθνικό κράτος,
● Συμβάλει καθοριστικά στη μείωση της ανεργίας στις περιοχές εκείνες που εμφανίζονται εκμεταλλεύσιμα κοιτάσματα,
● προσφέρει σταθερές θέσεις εργασίας, κατά κανόνα καλά αμειβόμενες, δημιουργώντας ταυτόχρονα υπεραξία.
Στην Ελλάδα του χθες και του σήμερα:
Στη χώρα μας, μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, χάρη σε μια μεγάλη πολιτική φυσιογνωμία, αυτή του Ιωάννη Ζίγδη της Ένωσης Κέντρου που διέβλεψε έγκαιρα τι ήταν εκείνο που θα μπορούσε να προσφέρει στην ανάπτυξη, στην εκβιομηχάνιση και στην ενεργειακή ανεξαρτησία, ήτοι ο λιγνίτης, συνέβαλε καθοριστικά στη διαμόρφωση μιας πολιτικής για την έρευνα και την εκμετάλλευσή του.
Όλες οι δεκαετίες, από το΄50 και μετά, χαρακτηρίστηκαν από την ραγδαία είσοδο του λιγνίτη στην ηλεκτροπαραγωγή. Στην αρχή από ιδιώτες (Μποδοσάκης) και στη συνέχεια από τη Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού, ιδιαίτερα στη Δυτική Μακεδονία και στη Μεγαλόπολη.
Μέχρι πρόσφατα στη χώρα μας η συμμετοχή του λιγνίτη στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, αποτελούσε κυρίαρχη επιλογή, ενώ είναι τοις πάσι γνωστό ότι η παραγόμενη Η/Ε στην Ελλάδα είναι φθηνότερη κατά 50%, τουλάχιστον από την αμέσως επόμενη φθηνότερη επιλογή καυσίμου, που είναι αυτή του φυσικού αερίου.
Εξάλλου, δεν είναι τυχαίο και το γεγονός ότι το κόστος του ηλεκτρικού ρεύματος στην οικιακή κατανάλωση είναι τουλάχιστον 40% φθηνότερο από τον Μέσο Όρο (Μ.Ο.) της Ευρωζώνης.
Αυτό οφείλεται στο ότι μέχρι πρότινος, η συμμετοχή του λιγνίτη στην Παραγωγή Ηλεκτρικής Ενέργειας έφθανε στο ποσοστό του 75%, ενώ σήμερα είναι της τάξεως του 45% και βαίνει μειούμενος.
Οι δε περιβαλλοντικές επιπτώσεις, στο φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον, σίγουρα είναι σημαντικές. Με την ανάπτυξη όμως σύγχρονων τεχνολογιών εξόρυξης και καύσης –οι οποίες μπορούν ακόμη και να δεσμεύουν, αλλά και να αποθηκεύουν το Co2 για εμπλουτισμό των υδρογονανθράκων- η λειτουργία των λιγνιτικών μονάδων καθίσταται περισσότερο από ποτέ ενδεδειγμένη και φιλική. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό το ότι οι μονάδες, με βαθμό απόδοσης πάνω από 40%, θεωρούνται σήμερα μονάδες περιβαλλοντικά αποδεκτές.
Η ρήτρα 20-20-20 αποτελεί οδηγία της Ε.Ε. και ως εκ τούτου είναι σεβαστή. Σε κάθε περίπτωση όμως, στην παραπάνω οδηγία θα πρέπει να ενταχθούν και τα υδροηλεκτρικά εργοστάσια, που η ισχύς τους είναι μεγαλύτερη των 15Mw, καθώς το νερό είναι ανανεώσιμη πηγή ενέργειας και δεν θα πρέπει να εξαρτάται από την ισχύ του εργοστασίου.
Η αγορά ανανεώσιμων πηγών ΑΠΕ (Φωτοβολταϊκά – Αιολικά) αποτελεί μια πανάκριβη αγορά με μηδενική σχεδόν προστιθέμενη αξία για χώρες όπως η Ελλάδα, που δεν παράγουν εξαρτήματα πάνελ ή αιολικά. Την ίδια ακριβώς στιγμή, ενώ οι Παραγωγοί Η/Ε από ΑΠΕ απολαμβάνουν εγγυημένες τιμές, οι πολίτες φορολογούνται επιπρόσθετα για να συγκρατηθεί το άνοιγμα (η τρύπα δηλαδή) του ΛΑΓΗΕ.
Αναγκαία κρίνεται η στροφή της Ευρωζώνης στα Ορυκτά στερεά καύσιμα σε μονάδες παραγωγής Η/Ε συμβατές με τους Περιβαλλοντικούς Περιορισμούς που θέτει η Οδηγία 75/2010 για τους Βιομηχανικούς ρύπους (π.χ Μονάδα «ΠΤΟΛΕΜΑΪΔΑ V»), ιδίως μετά την στάση της Γερμανίας να τερματίσει την Παραγωγή Η/Ε από Πυρηνικούς αντιδραστήρες.
Αδιαμφισβήτητα, η Ενεργειακή αυτοδυναμία κάθε χώρας είναι ζωτικής σημασίας και για την Πολιτική της Αυτοδυναμία.
Η Ελλάδα μετά από 53 χρόνια εκμετάλλευσης των λιγνιτικών κοιτασμάτων που διαθέτει, υπολογίζεται ότι εξοικονόμησε (για την παραγωγή Η/Ε) περισσότερα από 190 δις ευρώ, χρήματα που σε διαφορετική περίπτωση θα είχαν ξοδευτεί για την αγορά άλλων εισαγόμενων καυσίμων, το κόστος των οποίων θα είχε δυστυχώς επωμιστεί ο Έλληνας καταναλωτής.
Σήμερα τα βεβαιωμένα εκμεταλλεύσιμα κοιτάσματα υπολογίζονται σε περισσότερα από 2.5 δις τόνους.
Η πρόσβαση των ιδιωτών στην εξόρυξη και εκμετάλλευση των λιγνιτικών Ορυχείων είναι ανοικτή. Το Ελληνικό Δημόσιο μπορεί και πρέπει να προχωρήσει σε παραχωρήσεις κοιτασμάτων με την διαδικασία πλειοδοτικών διαγωνισμών.
Σήμερα, η Ελληνική Δημοκρατία και το αρμόδιο Υπουργείο οφείλουν να καταλήξουν σε έναν ολοκληρωμένο Ενεργειακό Χάρτη, που θα έχει πεντηκονταετή προοπτική και θα δεσμεύεται για την εξόρυξη του συνόλου των εκμεταλλεύσιμων βεβαιωμένων κοιτασμάτων.
Γνώμονάς μας ΠΑΝΤΑ θα πρέπει να αποτελεί η Ενεργειακή ασφάλεια της χώρας και προς αυτή την κατεύθυνση μπορούν να συμβάλλουν:
● Η κατασκευή της νέας Μονάδας «ΠΤΟΛΕΜΑΪΔΑ V», που έχει ήδη συμβολαιοποιηθεί
● Η κατασκευή της δεύτερης Μονάδας στη Φλώρινα, η «Μελίτη ΙΙ»
● Η λήψη απόφασης για την κατασκευή της Μονάδας «Άγιος Δημήτριος VI», με την προϋπόθεση βέβαια ότι θα αποσυρθούν οι παλαιές μονάδες.
Εν κατακλείδι:
Μέσα σ΄αυτό το μοτίβο –που δυστυχώς ή ευτυχώς το συνθέτουν πολλά, διαφορετικά και εξόχως σημαντικά πράγματα- ο ΣΠΑΡΤΑΚΟΣ έρχεται όχι απλά να παίξει έναν ρόλο, αλλά να επεκτείνει το ρόλο που χρόνια τώρα παίζει στον Ενεργειακό Τομέα. Έρχεται να επεκτείνει τη δράση του προς κάθε κατεύθυνση, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε κάποιο αποτέλεσμα -ανάλογα με το τι είναι αυτό που κάθε φορά επιδιώκεται- και να συμβάλλει με τον δικό του τρόπο στην κατάρτιση ενός Ενεργειακού Σχεδιασμού, ο οποίος δε θα λαμβάνει υπόψη του μόνο τις ιδιαιτερότητες και τις ανάγκες της χώρας, αλλά και τα επιστημονικώς αποδεδειγμένα συγκριτικά πλεονεκτήματα του Εθνικού μας καυσίμου έναντι άλλων.