«Ενέργεια και ελληνική οικονομία: Δίκτυα υποδομών και αποκεντρωμένο μοντέλο παραγωγής» απο το Ινστιτούτου ΕΝΑ
Με την ευκαιρία συμπλήρωσης 20 χρόνων από την απελευθέρωση των αγορών ενέργειας στην Ευρώπη, το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ άνοιξε έναν κύκλο συζητήσεων και αναλύσεων με σκοπό να συμβάλει στον διάλογο σε σχέση με τις προκλήσεις που έχουν προκύψει αλλά και προοπτικές που πρέπει να αναζητηθούν σε συνθήκες ενεργειακής, κλιματικής, οικονομικής και γεωπολιτικής κρίσης.
Στο πλαίσιο αυτό διοργάνωσε συζήτηση – εκδήλωση με τίτλο Ενέργεια και ελληνική οικονομία: Δίκτυα υποδομών και αποκεντρωμένο μοντέλο παραγωγή
Στη συζήτηση συμμετείχαν ο Νίκος Χατζηαργυρίου, Ομότιμος Καθηγητής ΕΜΠ, πρώην Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος ΔΕΔΔΗΕ, μέλος Γνωμοδοτικού Συμβουλίου ΕΝΑ, ο Νικόλαος Ροδουσάκης, Ερευνητής του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) και ο Δημήτρης Τσέκερης, αναλυτής κλιματικής και ενεργειακής πολιτικής, από την ερευνητική κοπερατίβα ThinkBee. Τη συζήτηση συντόνισε η Ευγενία Φωτονιάτα, Συντονίστρια του Κύκλου Οικονομικής & Κοινωνικής Ανάλυσης του ΕΝΑ.
Η ελληνική οικονομία περισσότερο εκτεθειμένη στις διεθνείς εξελίξεις σε σχέση με το παρελθόν
O Νικόλαος Ροδουσάκης προχώρησε σε ανάλυση των δομικών χαρακτηριστικών του ελληνικού ενεργειακού τομέα, τονίζοντας τη σημασία της εισαγωγής των κοινωνικών συνθηκών της παραγωγής ενέργειας.
Στην εισήγησή του υπογράμμισε ότι ο ρόλος του τομέα της ενέργειας στην οικονομία είναι περισσότερο ως πωλητής εισροών στους υπόλοιπους κλάδους παρά ως αγοραστής εισροών, ενώ σημείωσε ότι «η ελληνική οικονομία είναι περισσότερο εκτεθειμένη στις εξελίξεις των διεθνών ενεργειακών αγορών σε σύγκριση με το παρελθόν». Στη συνέχεια επισήμανε ότι ο κλάδος που φαίνεται να επηρεάζεται περισσότερο από την παρατεταμένη ενεργειακή κρίση αφορά ένα από τα βασικότερα δημόσια αγαθά την «συλλογή, επεξεργασία και παροχή νερού».
Τόνισε επίσης ότι η ενεργειακή εξάρτηση είναι υψηλή για το σύνολο της οικονομίας: οι βιομηχανικοί κλάδοι είναι σχετικά πιο ευάλωτοι στην αύξηση του ενεργειακού κόστος ενώ και οι επιπτώσεις στα νοικοκυριά δεν είναι καθόλου αμελητέα. Τέλος, ένα από τα βασικά συμπεράσματα της εισήγησή του ήταν ότι οι τιμές της ενέργειας στην ελληνική οικονομία διαμορφώνονται ως επί το πλείστον από τα κέρδη και τις εισαγωγές.
Καταλήγοντας, τόνισε ότι «χρειάζεται η δημιουργία ενός σχεδίου που να μπορέσει να τιθασεύσει αυτή τη στιγμή καταρχάς την πίεση που προέρχεται από τις εισαγωγές ενέργειας -με την ελληνική οικονομία διαρκώς να μετατρέπεται σε μία οικονομία εξαρτώμενη από τον εξωτερικό τομέα- και ταυτοχρόνως να μπορέσει να κτίσει για την επόμενη ημέρα στη βάση αυτή, μία οικονομία η οποία να εγγυάται τόσο την οικονομική πλευρά, δηλαδή την ανάπτυξη, όσο και την περιβαλλοντική, δηλαδή τη βιωσιμότητα». Και συμπλήρωσε ότι «υπάρχουν τρόποι αντιμετώπισης της παρούσας ενεργειακής κρίσης και της μετάβασης σε μία κοινωνία η οποία θα είναι και δίκαιη τόσο σε όρους κατανομής εισοδήματος και ανάπτυξης όσο και βιώσιμη».
Έρχεται μεγάλη ανάπτυξη των ΑΠΕ - Τα δίκτυα διανομής ενέργειας αποτελούν στρατηγικές υποδομές και θα πρέπει να βρίσκονται υπό δημόσιο έλεγχο
Ο Νίκος Χατζηαργυρίου έδωσε έμφαση στις ενεργειακές τάσεις των επόμενων ετών, ιδιαίτερα στην αναμενόμενη μεγάλη αύξηση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ), καθώς και στη σημασία του δημόσιου ελέγχου των δικτύων διανομής ενέργειας.
Επισήμανε ότι κάθε ενεργειακή πολιτική θα πρέπει να βασίζεται σε τρεις πυλώνες:
- στην ασφάλεια (της παροχής ενέργειας, της λειτουργίας του συστήματος, την ανθεκτικότητα και την αξιοπιστία)
- στην οικονομία (ενέργεια προσβάσιμη, οικονομική για όλους, αποδοτικό και όχι σπάταλο σύστημα)
- στο περιβάλλον (προστασία του περιβάλλοντος, καταπολέμηση του φαινομένου του θερμοκηπίου).
Με βάση τα παραπάνω, υπογράμμισε ότι οι ΑΠΕ ικανοποιούν και τα τρία κριτήρια.
Σε σχέση με τις διεθνείς εξελίξεις και τον αντίκτυπο που θα έχουν στο ενεργειακό μείγμα της χώρας μας τα επόμενα χρόνια, αφού τόνισε ότι «η ηλεκτροπαραγωγή στην Ελλάδα εξαρτήθηκε υπέρμετρα από το φυσικό αέριο», σημείωσε ότι το REPowerEU προβλέπει αύξηση των ΑΠΕ στο ενεργειακό ισοζύγιο στο 45% (από 40%)., με διπλασιασμό των φοτοβολταϊκών και των αιολικών (18 GW) το 2025 και τριπλασιασμό (27 GW) το 2030. «Μιλάμε για τεράστια ανάπτυξη των ΑΠΕ» είπε, συμπληρώνοντας ότι αυτή η εγκατάσταση των αντίστοιχων ποσοτήτων ΑΠΕ στο δίκτυο διανομής «αλλάζει τελείως τον τρόπο λειτουργίας του συστήματος».
Στο πλαίσιο αυτό, ο Ν. Χατζηαργυρίου έδωσε έμφαση στον ηλεκτρικό χώρο που χρειάζεται για εγκατάσταση ΑΠΕ και νέες επενδύσεις και φιλοσοφία στη λειτουργία του συστήματος, χαρακτηρίζοντας ως «κλειδιά» τις έννοιες της ευελιξίας (το πώς ελέγχονται οι μονάδες ώστε να συμβάλλουν στην ασφάλεια και οικονομία και να απαιτούν λιγότερες επενδύσεις) και της ανθεκτικότητας (το πώς μπορούν να χρησιμοποιούνται οι διεσπαρμένες μονάδες σε περιπτώσεις ακραίων καιρικών φαινομένων ώστε να τροφοδοτούνται κρίσιμα φορτία). Πρόσθεσε ακόμη ότι εκτιμάται ότι οι ανάγκες για επενδύσεις στα δίκτυα διανομής θα αυξηθούν το 2020-2030 κατά 50-70% σε σχέση με την προηγούμενη δεκαετία, σε 34-39 δισ. ευρώ ετησίως για όλη την Ευρώπη, ενώ για την Ελλάδα εκτιμάται ότι θα χρειαστούν περίπου 2,25 δισ. ευρώ. Σημαντικό ποσοστό θα χρειαστεί για τον εκσυγχρονισμό και ιδιαίτερα την ψηφιοποίηση του δικτύου, όπως επισήμανε.
Τέλος αναφέρθηκε στον ρόλο των δικτύων διανομής, επισημαίνοντας ότι «οι δραστηριότητές τους (μεταφοράς και διανομής) είναι εκ φύσεως μονοπωλιακές» και ότι αυτό «καθορίζει τον στρατηγικό τους ρόλο στη λειτουργία της αγοράς ενέργειας καθώς και τον τρόπο που ασκούν την λειτουργία τους». Και συνέχισε λέγοντας ότι «η αποστολή των δικτύων διανομής είναι η αδιάλειπτη παροχή ηλεκτρικής ενέργειας στους πολίτες με την μεγαλύτερη αξιοπιστία, το χαμηλότερο δυνατό κόστος και την μικρότερη δυνατή επιβάρυνση του περιβάλλοντος. Η οικονομική τους δραστηριότητα δεν πρέπει να αποβλέπει στο κέρδος, αλλά στην αποδοτικότητα κόστους». Και κατέληξε, υπογραμμίζοντας ότι «τα δίκτυα διανομής ενέργειας ως φυσικά μονοπώλια με κύρια αποστολή την εξυπηρέτηση του κοινωνικού συνόλου, αποτελούν στρατηγικές υποδομές για την ανάπτυξη της χώρας και θα πρέπει να βρίσκονται υπό δημόσιο έλεγχο».
Τα οφέλη του παραγωγικού μοντέλου των ενεργειακών κοινοτήτων
Ο Δημήτρης Τσέκερης περιέγραψε και ανέλυσε την υφιστάμενη κατάσταση όσον αφορά τα κλιματικά και ενεργειακά δεδομένα σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο (στόχους, τάσεις, κόστη) μέχρι και τις πλέον πρόσφατες πρωτοβουλίες, όπως για παράδειγμα το RePowerEU.
Στη συνέχεια, η ανάλυση επικεντρώθηκε στα ζητήματα της ενεργειακής μετάβασης (απαιτούμενη ταχύτητα) και την αποκεντρωμένη παραγωγή μέσω των ΑΠΕ, με βασικό όχημα τις ενεργειακές κοινότητες. Παρουσίασε τα οφέλη για πολίτες, ΟΤΑ και μικρομεσαίες επιχειρήσεις, μέσω της συμμετοχής τους στην ενεργειακή μετάβαση. Ανέλυσε το νέο παραγωγικό μοντέλο που κομίζουν οι ενεργειακές κοινότητες, εξήγησε τις βασικές διατάξεις του νόμου και παρουσίασε τα αποτελέσματα σχετικής πανευρωπαϊκής μελέτης για την αντίληψη των πολιτών για τις ΑΠΕ και τις ενεργειακές κοινότητες.
Το συμπέρασμα ήταν πως οι ενεργειακές κοινότητες αυξάνουν την τοπική αποδοχή των ΑΠΕ και η συμμετοχή των πολιτών μπορεί να επιταχύνει την ενεργειακή μετάβαση και την ευρύτερη απανθρακοποίηση της οικονομίας, συμβάλλοντας στην αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης και μοιράζοντας δίκαια τα οφέλη από τη συμμετοχή σε τέτοιους είδους εγχειρήματα.
Τέλος, έκλεισε αναφέροντας τα σχετικά εμπόδια και προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι ενεργειακες κοινότητες στην Ελλάδα, όπως για παράδειγμα η πρόσβαση στο δίκτυο, η έλλειψη χρηματοδότησης κ.ά.