Τα ροδάκινα Βελβεντού κατακτούν τις αγορές στη Ρωσίια
Επικεφαλής του, ένας νέος άνθρωπος, ο 39χρονος Νίκος Κουτλιάμπας,
που ανέλαβε τον συνεταιρισμό το 2003 και άλλαξε ριζικά την άποψη μέχρι τότε των παραγωγών για τις εξαγωγές, αποτέλεσμα που αποτυπώνεται και στον διπλασιασμό των παραγγελιών από την ανερχόμενη ρωσική αγορά τα τελευταία χρόνια.
Γιατί, μπορεί το ελληνικό ροδάκινο να είχε παρουσία ανέκαθεν στη ρωσική αγορά, ωστόσο η εξαγωγική διαδικασία ήταν για τους περισσότερους συνεταιριστές «υπόθεση του εκάστοτε εμπόρου», δεν αφορούσε τους ίδιους και, επομένως, έννοιες όπως «εκθέσεις», «σύγχρονες πρακτικές μάρκετινγκ» και «διαφήμιση» τους άφηναν ασυγκίνητους.
Τα πράγματα άλλαξαν, και από το 2005 ο Συνεταιρισμός Βελβεντού συμμετέχει ανελλιπώς με δικό του περίπτερο στη διεθνή ετήσια έκθεση τροφίμων και ποτών World Food Moscow, από τις πιο γνωστές του είδους παγκοσμίως όπου στελέχη του συζητούν με πελάτες παλαιούς και νέους, διαπραγματεύονται συμφωνίες αλλά, το κυριότερο, βλέπουν από κοντά πώς κινείται ο ανταγωνισμός, δυνατότητα που μόνο μια έκθεση προσφέρει. Το ίδιο συμβαίνει με τη Fruit Logistica στο Βερολίνο, τη μεγαλύτερη έκθεση φρούτων και λαχανικών παγκοσμίως που γίνεται κάθε Φεβρουάριο.
Το καλό όνομα. Τα ταξίδια αυτά έκαναν κατ' αρχάς τον τεχνολόγο – γεωπόνο Νίκο Κουτλιάμπα να συνειδητοποιήσει πόσος κόπος χρειάζεται για να κτισθεί ξανά το καλό όνομα των ελληνικών προϊόντων. Ενα όνομα που χάθηκε κάπου στη διάρκεια της δεκαετίας του '80, όταν κακής ποιότητας παρτίδες, χωρίς πιστοποίηση και τήρηση κανόνων υγιεινής, μάς δυσφήμησαν στο εξωτερικό. Τα ταξίδια, πάντως, οι εκθέσεις και η εξωστρέφεια επιβράβευσαν τους κόπους του ίδιου και των συνεργατών του φέρνοντας νέους πελάτες. Πέρυσι ο συνεταιρισμός παρήγαγε 12.000 τόνους, εκ των οποίων εξήχθησαν οι 6.000, και απ' αυτούς οι 4.000 στη Ρωσία. Στις αρχές του 2000, οι ποσότητες προς τη Ρωσία δεν ήταν ούτε οι μισές.
«Είναι μεγάλο επίτευγμα, οι ξένοι έμποροι και καταναλωτές να ζητούν το προϊόν σου με το λογότυπό του, όπως κάνουν πλέον με το δικό μας ροδάκινο (ΑΣΕΠΟΠ Βελβεντού), λέει ο κ. Κουτλιάμπας. Εκτός όμως από τα παραπάνω, στην καλή πορεία του ελληνικού ροδάκινου στο εξωτερικό (πρώτο στη ρωσική αγορά μέχρι πριν από πέντε χρόνια) συνέβαλαν και οι προτιμήσεις των καταναλωτών. Ενώ στη Δυτική Ευρώπη, για παράδειγμα στη Γερμανία, οι καταναλωτές έχουν μάθει στα μικρού μεγέθους ροδάκινα, οι Ανατολικοευρωπαίοι προτιμούν τα μεγαλύτερα, πιο κόκκινα και γλυκά σαν αυτά της Βόρειας Ελλάδας, που είναι κλάσεις ανώτερα από εκείνα των ανταγωνιστών μας Ισπανών.
Επιδοτούν τα μεταφορικά. Πού υπερτερούν, ωστόσο, εκείνοι; Στις πολύ μεγαλύτερες ποσότητες που μπορούν και παράγουν αλλά, το κυριότερο, στην εξαγωγική πολιτική που έχουν ως χώρα. «Πριν από πολλά χρόνια, οι Ισπανοί έκαναν το αυτονόητο: αποφάσισαν πρώτα πού θα πουλήσουν, και ύστερα τι ακριβώς θα παραγάγουν. Εβαλαν στόχο, για παράδειγμα, να κατακτήσουν τη τεράστια ρωσική αγορά, όχι μόνο στα ροδάκινα αλλά συνολικά στα οπωροκηπευτικά. Κάλεσαν ερευνητές να δημιουργήσουν νέες και πιο ανθεκτικές ποικιλίες, ανέθεσαν σε συμβούλους το θέμα του μάρκετινγκ και εγκατέστησαν γεωργικούς ακολούθους, ένα είδος πρεσβευτή στις χώρες ενδιαφέροντος. Σκεφτείτε μόνο ότι μέχρι πρότινος η Περιφέρεια της Καταλωνίας επιδοτούσε τα μεταφορικά των παραγωγών της για εξαγωγές στη Ρωσία! Το αποτέλεσμα όλων αυτών; Ενώ πριν από μια πενταετία η Ελλάδα εξήγε τα περισσότερα από κάθε άλλη χώρα ροδάκινα στη Ρωσία, σήμερα η Ισπανία μάς έχει αφήσει πίσω. Εξάγει περίπου 100.000 τόνους, ενώ εμείς 70.000-80.000», εξηγεί ο κ. Κουτλιάμπας.
Καλύτερα φέτος. Παντρεμένος με δύο παιδιά, με προέλευση από αγροτική οικογένεια και 55 στρέμματα στην κατοχή του, στην πλειονότητά τους ροδάκινα, εκτιμά ότι φέτος οι εξαγωγές προς τη Ρωσία θα είναι ακόμη μεγαλύτερες από πέρυσι αφού η ζήτηση στην Ελλάδα έχει υποχωρήσει σημαντικά. «Κάθε χρόνο, τα 6.000 στρέμματα δέντρων του συνεταιρισμού δίνουν μια παραγωγή γύρω στους 12.000 τόνους. Το 50% εξάγεται. Ισως φέτος οι εξαγωγές μας να φτάσουν το 65% με κύριες αγορές εκτός της Ρωσίας, την Ουκρανία, την Τσεχία, τη Σλοβακία».
Το ίδιο ισχύει για το σύνολο της ελληνικής παραγωγής ροδάκινου, η οποία κυμαίνεται ετησίως στους 280.000 τόνους. «Δεν μπορεί να απορροφηθεί η ποσότητα αυτή στην Ελλάδα, οι εξαγωγές είναι μονόδρομος, και εν προκειμένω σωσίβιο σε καιρούς δύσκολους όπου η εγχώρια ζήτηση υποχωρεί», αναφέρει ο κ. Κουτλιάμπας. Οσο για τις τιμές, αυτές είναι σαν το χρηματιστήριο. Πριν από δέκα ημέρες, οπότε ξεκίνησε η συγκομιδή των πρώτων πρώιμων ποικιλιών, έπαιζαν στα 1,60-1,70 ευρώ το κιλό, πλέον κινούνται μεταξύ 0,70 και 1,10 ευρώ, και όσο αυξάνεται η παραγωγή θα μειωθούν κι άλλο.
Υψηλότερες τιμές. Φέτος οι τιμές είναι υψηλότερες από πέρυσι, ενώ η ελληνική παραγωγή θα βγει στο διεθνές εμπόριο με διαφορά λίγων ημερών μόνο από τους ανταγωνιστές μας Ισπανούς. Πρόκειται για σοβαρό πλεονέκτημα υπέρ του ελληνικού ροδάκινου, δεδομένου ότι πέρυσι, λόγω καιρού, η ισπανική σοδειά προηγήθηκε κατά 20 ημέρες και κατάφερε να κλέψει μερίδια από το ελληνικό προϊόν και να καθορίσει τις τιμές της αγοράς προς όφελός της.
πηγη:από ΤΑ ΝΕΑ