ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ Γ. ΒΛΑΤΗ ΓΙΑ ΤΟ ΣΚΑΝΔΑΛΟ ΤΟΥ ΒΑΤΟΠΕΔΙΟΥ
Η κατάρρευση της Νέας Δημοκρατίας, αλλά και η απαξίωση του πολιτικού κόσμου της χώρας γενικότερα, οφείλεται σε ένα μεγάλο βαθμό στις ύποπτες ανταλλαγές ακινήτων μεταξύ δημοσίου και Μονής Βατοπεδίου. Τον Οκτώβριο του 2008 η προηγούμενη κυβέρνηση, υπό το βάρος των αποκαλύψεων και της οργής των πολιτών, συμφώνησε στη σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής με ομόφωνη απόφαση της Ολομέλειας. Το πόρισμα της κυβερνητικής παράταξης τότε, έκανε λόγο για πλημμελή εποπτεία των εμπλεκόμενων φορέων και αναγνώριζε φυσικά περιορισμένες πολιτικές ευθύνες των αρμόδιων Υπουργών και Υφυπουργών.
Σήμερα, μετά την αλλαγή ηγεσίας της χώρας, μετά την οικονομική κατάρρευση, μετά και την υπογραφή του μνημονίου και την επιβολή σκληρότατων μέτρων, μετά τις βαρύγδουπες δηλώσεις όλων των πολιτικών κομμάτων για διαφάνεια στην πολιτική ζωή, για τιμωρία όσων καταχράστηκαν το δημόσιο χρήμα και τη θέση ευθύνης που κατείχαν, μετά το τέλος και της δεύτερης Εξεταστικής Επιτροπής για το σκάνδαλο του Βατοπεδίου, δυστυχώς, βρισκόμαστε και πάλι στο σημείο από όπου ξεκινήσαμε. Τα κόμματα δεν συμφώνησαν ούτε στη σύνταξη κοινού πορίσματος, ούτε και στην έκδοση κοινών πορισματικών θέσεων για την έναρξη, πορεία και τεκμηρίωση του σκανδάλου ή για να το πω διαφορετικά, για μία ακόμη φορά αποδειχθήκαμε κατώτεροι των καταστάσεων. Πολύ φοβούμαι, κύριοι συνάδελφοι, ότι αυτή τη φορά ο ελληνικός λαός δεν θα φανεί τόσο επιεικής απέναντι μας. Και δικαίως!
Δεν υπήρξα μέλος της Εξεταστικής Επιτροπής. Γνωρίζω ωστόσο, ότι οι συνάδελφοι που συμμετείχαν ανέλαβαν να φέρουν εις πέρας ένα εξαιρετικά δύσκολο έργο. Δεν αμφισβητώ ούτε τις προθέσεις τους για διαλεύκανση της υπόθεσης, ούτε τη σκληρή εργασία τους όλο αυτό το διάστημα. Το παρακολουθούσα, άλλωστε. Όμως, πρέπει να πω ότι το αποτέλεσμα δεν τους δικαιώνει. Τα πέντε διαφορετικά πορίσματα που συντάχθηκαν αποδεικνύουν στην πράξη την αδυναμία μας να λειτουργήσουμε συλλογικά με γνώμονα το κοινό συμφέρον, ακόμα και όταν βρισκόμαστε στο χείλος της καταστροφής.
Το δικό μου σκεπτικό είναι σχετικά με το όλο ζήτημα εξαιρετικά απλό. Η Βιστωνίδα είτε είναι λιμνοθάλασσα είτε μεγάλη λίμνη δεν είναι δεκτική αστικής κυριότητας, επειδή συγκαταλέγεται μεταξύ των κοινόχρηστων πραγμάτων. Συνεπώς, επιτρέπεται η απόκτηση ιδιαίτερων δικαιωμάτων σε αυτή, μόνο υπό τον όρο ότι δεν αναιρείται η κοινή χρήση. Τα χρυσόβουλα που επικαλείται η Μονή ως τίτλους κτήσεις, δικαίως ή αδίκως, δεν με απασχολούν. Και δεν με απασχολούν τη στιγμή που κανένας ιδιώτης δεν δύναται να έχει νόμιμο τίτλο κυριότητας για κάτι που εξ ορισμού είναι κοινόχρηστο.
Συνεπώς, οι οποιεσδήποτε ενέργειες από πλευράς όποιου Υπουργού ή άλλου αρμόδιου φορέα να αποζημιώσει τη Μονή, για δήθεν καταπατημένα δικαιώματά της προς αποκατάσταση του δικαίου και ηθικού, εμένα μου φαίνονται αν όχι ύποπτες, τουλάχιστον αναιτιολόγητες. Κανένα ηθικό ή λογικό έρεισμα δεν μπορεί να βρεθεί στις κινήσεις της προηγούμενης Κυβέρνησης για την υπόθεση αυτή.
Τώρα βέβαια θα μου πείτε από τη μια μας κατηγορώ όλους μας, που δεν μπορέσαμε να συγκλίνουμε σε ένα κοινό πόρισμα και από την άλλη επικεντρώνομαι στις ενέργειες της προηγούμενης Κυβέρνησης. Όντως, αυτό κάνουμε.Γιατί όμως; Γιατί πολύ απλά πιστεύω ότι ο κύριος Φωτιάδης και ο κύριος Δρυς, που κακώς κατά τη γνώμη μου ασχολήθηκαν με το ζήτημα αυτό, διότι άνοιξαν τους ασκούς του Αιόλου για ένα ζήτημα για μένα ανύπαρκτο, με τις αποφάσεις και τις ενέργειες τους δεν έβλαψαν ούτε στο ελάχιστο το δημόσιο. Δεν χάρισαν καμία έκταση στη Μονή, δεν αντάλλαξαν ακίνητη περιουσία του δημοσίου με ανύπαρκτα ακίνητα της Μονής.
Ας πούμε, λοιπόν, ότι δέχομαι καταρχήν ότι και οι δύο Υπουργοί του ΠΑ.ΣΟ.Κ. έχουν πολιτικές ευθύνες για το πώς φτάσαμε στη σημερινή κατάσταση. Πλημμελή άσκηση καθηκόντων; Αμέλεια; Αδράνεια; Ελλιπή ενημέρωση και κατ’ επέκταση λανθασμένες επιλογές; Ίσως όλα αυτά μαζί. Όμως, σε καμία περίπτωση δεν αποδεικνύεται ότι υπήρχε πρόθεση να ζημιωθεί το δημόσιο. Καμία εκ των ενεργειών τους δεν προκάλεσε τελεσίδικα έννομα αποτελέσματα. Κάθε τους απόφαση μπορούσε να ανατραπεί από μια μεταγενέστερη.
Από την άλλη, η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας λειτούργησε απροκάλυπτα κατά των συμφερόντων του ελληνικού δημοσίου, αποδεχόμενη ανύπαρκτα δικαιώματα κυριότητας της Μονής επί της λίμνης Βιστωνίδας και των παραλίμνιων περιοχών. Και επιπλέον, έσπευσε να ανταλλάξει τις άνευ πραγματικής αξίας, παραλίμνιες εκτάσεις, καθώς και την ίδια τη λίμνη με ακίνητα με οικοπεδική ή τουριστική αξία, ή «παραθαλάσσια», όπως ακριβώς διατυπώθηκε εγγράφως η εκπεφρασμένη βούληση με μορφή εντολής προς τα αρμόδια όργανα του κ. Κοντού, αρμόδιου Υφυπουργού.
Τώρα, αν εσείς ειλικρινά πιστεύετε ότι οι ενέργειες των αρμοδίων Υπουργών του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και της Νέας Δημοκρατίας είναι ίσης βαρύτητας και υποδεικνύουν τις ίδιες ευθύνες, εγώ αδυνατώ να ακολουθήσω και να κατανοήσω το σκεπτικό.
Σε κάθε περίπτωση έχω να πω ένα: όλα αυτά με έχουν κουράσει, όπως έχουν κουράσει και οποιονδήποτε λογικό άνθρωπο. Ο καθένας από μας είναι μέλος ενός πολιτικού κόμματος, έχει το δικαίωμα και την υποχρέωση να υπερασπίζεται τις πολιτικές επιλογές του κόμματός του. Όταν όμως, αυτές είναι ακατανόητες, τότε τίθεται ζήτημα, όχι κομματικής πειθαρχίας, αλλά απλής λογικής, κύριοι συνάδελφοι.
Αρνούμαι να υπερασπιστώ τις προδήλως λανθασμένες επιλογές ή αποφάσεις συγκεκριμένων Υπουργών, όπως αρνούμαι πλέον να υποστώ το χλευασμό και την απαξίωση των πολιτών για αποφάσεις, τις οποίες αγνοούσα και στις οποίες σίγουρα δεν συμμετείχα.
Την περίοδο 2004-2007 ήμουν βουλευτής της Αντιπολίτευσης. Δεν ξέρω τι θα μπορούσα να κάνω ο ίδιος προσωπικά για να σταματήσω τις ανταλλαγές, αλλά αν υπήρχε κάτι, που αν το έκανα, τα πράγματα θα ήταν σήμερα διαφορετικά, αναλαμβάνω πλήρως την ευθύνη. Αλλά ως εδώ. Έχουμε όλοι οι Βουλευτές ευθύνη, που δεν ελέγχουμε περισσότερο τους Υπουργούς. Αυτή είναι η δική μας ευθύνη, η δική μου και την αποδέχομαι πλήρως. Για το ξεπούλημα, όμως, της δημόσιας περιουσίας, για το αίσχος των ανταλλαγών, δεν ευθύνομαι εγώ και φυσικά η συντριπτική πλειονότητα των συναδέλφων μέσα σε αυτή την Αίθουσα.
Για άλλη μια φορά, η Εξεταστική Επιτροπή για τη διερεύνηση του σκανδάλου της Μονής Βατοπεδίου δεν κατάφερε να πάει σε ένα πόρισμα και για αυτό δεν ευθύνομαι εγώ. Αφού οι εκπρόσωποι των κομμάτων στην Εξεταστική Επιτροπή αδυνατούν να αποφασίσουν για το ποιος τελικά ευθύνεται και τι ευθύνες έχει, ας μας διευκολύνουν οι εμπλεκόμενοι, τουλάχιστον. Ας ζητήσουν οι ίδιοι από τα κόμματά τους την παραπομπή τους και ας αποφασίσει η δικαιοσύνη για τις ευθύνες που έχει ο καθένας. Διαφορετικά, όπως φαίνεται, εμείς θα συνεχίσουμε να συζητούμε εντός και εκτός Επιτροπών και Ολομέλειας θεωρητικά, αόριστα, περί πολιτικών και ποινικών ευθυνών κάποιων χωρίς ονοματεπώνυμο. Δηλαδή, θα συζητούμε ιστορίες για αγρίους.