Μέσα στον ύπνο της είχε όλο φθινόπωρα. Νεκρά φύλλα γέμιζαν τα όνειρα της. Άδεια πάρκα, μισοκλεισμένες τέντες, αδιάβροχα, βοριάδες που ρίχνουν ξερά φύλλα. Για να καταλάβει καλύτερα τα φθινόπωρα έκανε
Καίει ο ήλιος, η ζέστη απλώνεται, κυλάει ο ιδρώτας σου. Αφήνεις κάτω το σακίδιο σου, γδύνεσαι, πετάς τα ρούχα σου δεξιά κι αριστερά. Είναι η στιγμή που μπαίνεις στη θάλασσα μετά από έναν ολόκληρο χρόνο. Βήμα βήμα από τη φτέρνα στον αστράγαλο και το γόνατο, προχωράς.
Προχωράς χωρίς να κάνεις θόρυβο. Αν και δεν ξέρεις τι μπορεί να συναντήσεις, δεν φοβάσαι, γιατί μπορείς να προαισθάνεσαι τους κινδύνους. Στο σάκο σου κουβαλάς ένα εγχειρίδιο
Σήμερα τον πήρε ο ύπνος στο μετρό λίγο πριν φθάσει. Λεπτά ήταν. Ανάμεσα σ΄εκείνα τα λεπτά πρόλαβε και είδε εκείνο το αγόρι που έστειλε μια συλλογή ποιημάτων σ΄έναν εκδότη ενώ ήταν ακόμα πρωτοετής φοιτητής με την ελπίδα, με την πίστη πως θα τα καταφέρει.
Κάθε φορά που κατηφορίζει την Ιπποκράτους έχει την αίσθηση που είχε έφηβος όταν έμπαινε με το ποδήλατο σε μια μεγάλη κατηφόρα. Τότε που έτρεχε κόντρα, όρθιος..