Μια σύγχρονη όπερα, με οικεία υπόθεση, σε μοντέρνα μουσική και ζωντανή γλώσσα, ερχεται να ταράξει ακόμη περισσότερο τα νερά στο ηδη ανήσυχο χώρο του Λυρικού θεάτρου.
Το δραματικό κείμενο περιγράφει την αρχετυπική διαδρομή της ερωτικής σχέσης ενός σύγχρονου ζευγαριού, συνθέτοντας ένα λυρικό έργο για 2 x 2 εαυτούς που μονολογούν, συζητώντας. Οι σχέσεις των δύο φύλων παρουσιάζονται, όπως ακριβώς είναι: ως ένα τυχερό παιχνίδι που προσφέρει ψεύτικη ζωντάνια, αλλά, ταυτόχρονα, «μαδάει» την τσέπη και αδειάζει συναισθηματικά τους παίκτες του.
Μέσα από τις επτά σκηνές του έργου, αξιοποιείται μια μουσική γλώσσα άμεση, στον απόηχο της λυρικότητας του ύστερου Ρομαντισμού, αλλά και του ρυθμικού πλούτου του ευρύτερου χώρου της jazz μουσικής. Λιτή και διαυγής, αλλά και δυναμική, ενθουσιώδης και παρορμητική, η μουσική σκιαγραφεί δύο ρόλους από δύο διαφορετικές οπτικές γωνίες. Οι εσωτερικές ψυχολογικές διεργασίες που δημιουργεί ο έρωτας, το πάθος, η ζήλεια, και το μίσος, η άνοδος και η παρακμή των ανθρώπινων σχέσεων εξιστορούνται υπό το πρίσμα μιας σύγχρονης μουσικής θεώρησης.
Το «The shell game» είναι μια μονόπρακτη όπερα, με επτά σκηνές και γλώσσα γραφής τα αγγλικά, κατά αντιστοιχία με τη φημισμένη όπερα του Leonard Bernstein «Trouble in Tahiti», η οποία θα παρουσιαστεί κατά τη διάρκεια της θεατρικής σεζόν 2015 - 2016.
Η θεατρολόγος Ερι Κύργια μίλησε στο http://www.monopoli.gr/ για την δουλειά της για το κίνημα της "εξωθεσμικής" όπερας που μεγαλώνει σιγά σιγά στην Αθήνα για τις μικρές καλλιτεχνικές ομάδες νέων παιδιών που τα τελευταία χρόνια πειραματίζονται στο ανέβασμα της όπερας και στην αναβίωση της οπερέτας σε μοντέρνα ανάγνωση με νεα δραματουργικά εργαλεία, με ελάχιστα χρήματα, σε μικρούς χώρους, με λιτά μέσα, χωρίς ενοχές και συμπλέγματα, και χωρίς μεγαλεπίβολες προσδοκίες.
Ορισμένα στοιχεία απο την ενδιαφέρουσα καλλιτεχνική διαδρομή της νεαρής Κοζανίτισας Ερις Κύργια στο Θέατρο
Η Έρι Κύργια είναι απόφοιτος του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών (υποτροφία Α. Παπαδάκη) και αριστούχος απόφοιτος του μεταπτυχιακού προγράμματος του ίδιου τμήματος. Από το 1997 εργάζεται ως θεατρολόγος (βοηθός σκηνοθέτη, επιμελήτρια προγραμμάτων, δραματολόγος παραστάσεων, μεταφράστρια θεατρικών έργων, δραματουργός), έχοντας συνεργαστεί με τους Τσ. Γκραουζίνις, Α. Δανέζη-Κνούτσεν, Κ. Ευαγγελάτου, Γ. Καλαβριανό, Γρ. Καραντινάκη, Δ. Καραντζά, O. Κορσουνόβας, Στ. Λιβαθινό, Σ. Λιούλιου, Κ. Ρήγο, O. Σάλβεσεν, Τ. Σουζούκι, Δ. Τάρλοου, Γ. Χουβαρδά,. Επίσης εχει συνεργαστεί με το Εθνικό Θέατρο, τον Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου, το θέατρο Πορεία, το Από Μηχανής Θέατρο, την ομάδα όπερας The Medium Project, το Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών, την αμερικανική εταιρία παραγωγής Juice Box Studio, κ.ά. Η Ερι Κύργια μιλάει επτά γλώσσες και έχει μεταφράσει από το πρωτότυπο τα έργα: Χρυσός Δράκος του Ρ. Σίμελπφένιχ, Ο Πελεκάνος του Α. Στρίντμπεργκ, Αρχιμάστορας Σόλνες, Έντα Γκάμπλερ και Όταν ξυπνήσουμε εμείς οι νεκροί του Χ. Ίψεν, Παραλλαγές θανάτου του Γ. Φόσσε, Οι ζωές των άλλων του Α. Οστερμάγιερ, Γεθσημανή του Ντ. Χέαρ, Χάρπερ Ρίγκαν του Σ. Στίβενς, Η Τάξη μας του T. Σλομποτζιάνεκ, Καμπαρέ των Τζ. Κάντερ & Φρ. Εμπ, The Rocky Horror Show του Ρ. Ο’ Μπράιαν, BonAppétit του Λι Χόιμπι, κ.ά.
Συνεργάζεται σταθερά από το 1999 με το θέατρο Πορεία ως δραματολόγος και με το Εθνικό Θέατρο από το 2007 ως υπεύθυνη γραφείου καλλιτεχνικής διεύθυνσης.
Η συνεντευξή της στο http://www.monopoli.gr/
Η ομάδα The Medium Project δημιουργήθηκε από τον πολυβραβευμένο αρχιμουσικό Ανδρέα Τσελίκα και την «ανήσυχη» σκηνοθέτιδα Ράια Τσακιρίδη. Και οι δύο έχουν βαθιά γνώση της όπερας και αγάπη για το είδος. Επιπλέον, είναι άνθρωποι που δεν τα περιμένουν όλα από τους κρατικούς θεσμούς, αλλά σκέφτονται, δρουν, αντιδρούν, δημιουργούν. Κάπως έτσι οδηγήθηκαν να συστήσουν μια ομάδα που θα παρουσιάζει μοντέρνα και σύγχρονα έργα, θα συμβάλει στο άνοιγμα της όπερας στο νεανικό κοινό, θα αποδεικνύει ότι η όπερα μπορεί να ανεβεί και χωρίς «επισημότητες», αλλά δίχως καμία έκπτωση στην ποιότητα. Έχουν ήδη παρουσιάσει με επιτυχία τις όπερες «Το μέντιουμ» του Μενότι, «Η μάντισσα» του Σωγκέ, «Bon Appétit» του Χόιμπι, την τελευταία σε συνεργασία με τον Στέλιο Παρλιάρο. Η ομάδα πλαισιώνεται από καταπληκτικούς λυρικούς τραγουδιστές και άλλους καλλιτέχνες με προσωπική γλώσσα. Σε ό,τι αφορά το Shell Game, γράφτηκε αποκλειστικά για την ομάδα και κατόπιν ανάθεσης από τον Ανδρέα και τη Ράια. Ακούγεται υπερβολικά φιλόδοξο; Προσωπικά βρίσκω την κίνησή τους τολμηρή και συγκινητική, και εν τέλει σημαντική: μια σύγχρονη όπερα, με οικεία υπόθεση, σε μοντέρνα μουσική και ζωντανή γλώσσα, για πρώτη ίσως φορά στα δικά μας οπερετικά πράγματα; Για σκεφτείτε το!
Σε τι αναφέρεται ο τίτλος του έργου «The Shell Game»;
Ο τίτλος του έργου είναι ένα λογοπαίγνιο κατανοητό στα αγγλικά, που είναι η πρωτότυπη γλώσσα του λιμπρέτου. Αναφέρεται στο παιχνίδι «εδώ παπάς, εκεί παπάς», όπως το λέμε εμείς, και ταυτόχρονα στα παιχνιδίσματα των παιδιών με τα κοχύλια που συλλέγουν στις ακτές. Σε μία από τις σκηνές του έργου παρακολουθούμε ένα ζευγάρι να επιρρίπτει ο ένας στον άλλον την ευθύνη για την αποτυχία της μεταξύ τους επικοινωνίας, λες και γυρεύει να βρει ή να κρύψει τον «παπά», και σε μια άλλη γεννιέται η εικόνα ενός μικρού παιδιού που διασκεδάζει στην ακτή ψάχνοντας όστρακα. Σε γενικές γραμμές έτσι συνδέεται ο τίτλος με το έργο. Ο υπότιτλος, δε, του έργου, «Μία όπερα για 2Χ2 εαυτούς» επεξηγεί τον ρόλο των υπόλοιπων προσώπων.
Πείτε μας λίγα λόγια για την υπόθεση του έργου
Πριν μιλήσω για την υπόθεση αυτή καθαυτή, να πω ότι η ιδέα της Ράιας και του Ανδρέα ήταν, η όπερα που θα γραφόταν, να είχε κάποια σχέση με την όπερα «Trouble in Tahiti» του Λ. Μπερνστάιν, που πρόκειται να παρουσιαστεί αμέσως μετά. Έτσι, υπήρξε ένας «οδηγός» που «επέβαλε» κάποιες αναλογίες, θεματικές, τεχνικές, μορφολογικές, κλπ. Για παράδειγμα, η όπερα του Μπερνστάιν πραγματεύεται μια μέρα μιας σχέσης, εδώ έχουμε ολόκληρη τη σχέση, εκτυλίσσονται και οι δύο σε επτά σκηνές, υπάρχει κι εδώ ένα είδος «χορού», κλπ. Βεβαίως, οι διαφορές είναι περισσότερες.
Ως προς την υπόθεση: με γλώσσα απλή, καθημερινή, άλλοτε χιουμοριστική και άλλοτε σκληρή, σε στιγμές σχεδόν ελλειπτική, -όπως όταν μιλάμε στην καθημερινότητά μας, που πολλά πράγματα παραλείπονται για να εννοηθούν από παύσεις, εκφράσεις, χειρονομίες-, και χωρίς να λαμβάνουμε απολύτως καμία πληροφορία για τους δύο χαρακτήρες (ηλικία, όνομα, κοινωνικό επίπεδο), παρακολουθούμε τη σχέση τους σε επτά στάδια: γνωρίζονται σ’ ένα πάρτι, ζουν έναν παθιασμένο έρωτα (η συγκεκριμένη σκηνή είναι διασκευή από το έργο του Gοunod «Ρωμαίος και Ιουλιέτα», τo ζευγάρι-σύμβολο του απόλυτου έρωτα, η δε γλώσσα παραμένει η γαλλική, η πλέον αντιπροσωπευτική του πάθους), γιορτάζουν το «μαζί», περνάνε στη συνήθεια, και τα λοιπά, και τα λοιπά... Γινόμαστε, με λίγα λόγια, μάρτυρες σκηνών που έχουμε ζήσει όλοι. Όλοι. Δεν θα σας αποκαλύψω, όμως, περισσότερα για την ώρα!
Γιατί επιλέξατε να γράψετε την όπερα στα αγγλικά;
Δεν ήταν ακριβώς επιλογή. Μου ζητήθηκε να τη γράψω στα αγγλικά, και παρά τις αρχικές μου επιφυλάξεις, σκέφτηκα πως για τους ανθρώπους της όπερας, το να εργάζονται με κείμενα σε άλλη γλώσσα είναι σύνηθες. Ενέδωσα και τελικά ήταν πολύ απελευθερωτικό. Όχι όμως μόνο αυτό: επειδή η αγγλική γλώσσα διαθέτει πολλές σημαντικές μονοσύλλαβες λέξεις, με βοήθησε απόλυτα στον τρόπο που ήθελα να γράψω και στον ρυθμό που φανταζόμουν για τον βηματισμό της σχέσης αυτής.
Σε ποια μουσικά είδη «πατά» η σύνθεση της παράστασης;
Το λιμπρέτο είχε την απίστευτη τύχη να μελοποιηθεί από τον Γιώργο Δούση, έναν σημαντικό –κι όμως τόσο σεμνό!– μουσικό της γενιάς μας, με ιδιαίτερο ταλέντο, με διαίσθηση και διάνοια, με ευαισθησία που ξέρει πώς να τιθασεύει, γνώση των μουσικών ειδών και ρευμάτων, και πολλά άλλα προσόντα, ων ουκ έστιν αριθμός. Δεν είναι τυχαίο που έργα του παίζονται συχνά –αν όχι συχνότερα– στο εξωτερικό. Η προοπτική της συνεργασίας μας καθ’ όλη τη διάρκεια της συγγραφής του λιμπρέτου (προηγήθηκε αυτό) μου ενέπνεε δημιουργικό άγχος. Και είμαι ήσυχη ότι όσες αντιρρήσεις κι αν υπάρξουν από το κοινό για το λιμπρέτο, θα τις άρει η μουσική – είναι απλώς τόσο καλή! Εκκινεί από τον ύστερο ρομαντισμό και αξιοποιεί ρυθμούς από τη τζαζ, και «σημαίνει» –με απόλυτα σύγχρονους τρόπους– την εσωτερικότητα των αισθημάτων και ταυτόχρονα τον κύκλο που διαγράφουν οι ερωτικές σχέσεις.
Τι διαφορετικό έχει αυτή η παράσταση σε σχέση με τις κλασικές όπερες που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε στη Λυρική Σκηνή;
Προτού απαντήσω στην ερώτησή σας, να πω ότι –και εγώ– έμαθα και αγάπησα την όπερα ως παραστασιακό γεγονός χάρη στη Λυρική Σκηνή και όχι κάπου αλλού. Η Λυρική Σκηνή πέτυχε –αν και μοναδικός φορέας προαγωγής του λυρικού θεάτρου στην πατρίδα μας-, όχι μόνο να κρατήσει ζωντανό και ακμαίο το είδος σε μια χώρα χωρίς παράδοση και σχετική παιδεία, αλλά και να απαλλάξει το κοινό από το «δέος» για ένα ομολογουμένως ιδιαίτερο είδος τέχνης. Σε κάθε περίπτωση, εκεί που έσπειρε η Λυρική, θερίζουμε κι εμείς, δηλαδή όλες εκείνες οι μικρές ομάδες ή καλλιτέχνες της νεότερης γενιάς, που τα τελευταία χρόνια πειραματίζονται με το ανέβασμα της όπερας και την αναβίωση της οπερέτας σε μοντέρνα ανάγνωση κι επινοητική δραματουργία, σε μικρούς χώρους, με λιτά μέσα, χωρίς ενοχές και συμπλέγματα, χωρίς μεγαλεπίβολες προσδοκίες.
Όλο αυτό το «κίνημα» της «εξωθεσμικής» όπερας βρίσκεται στα σπάργανα. Όταν αρχίσει να αποδίδει, και η Λυρική Σκηνή θα ωφεληθεί και θα τροφοδοτηθεί από τους καρπούς του.
Και επιστρέφοντας στην ερώτησή σας, η διαφορά έγκειται ακριβώς σε αυτό: ΔΕΝ είναι κλασική όπερα. Σέβεται τη μορφολογία και τη δομή της κλασικής όπερας, δεν την απορρίπτει επ’ ουδενί, αλλά ούτε τη μιμείται. Δεν αντλεί από το παρελθόν μας (από κάποια αρχαία τραγωδία επί παραδείγματι), οι χαρακτήρες της δεν φέρουν κάποιο ηρωικό / τραγικό / επικό μέγεθος, είναι σαν εσάς κι εμένα, και ως προς τούτο είναι εντελώς διαφορετική από τις αναθέσεις της Λυρικής Σκηνής. Αυτό μόνο.