Η γενιά της παγκοσμιοποίησης δεν διαβάζει, πολύ περισσότερο δεν γράφει. Γι’ αυτό και η ενασχόληση ενός ατόμου τόσο νέου, που μάλιστα ζει στην περιφέρεια και όχι στο κέντρο, με τη λογοτεχνία, είναι κάτι πολύ ξεχωριστό και σπάνιο.
Στην ηλικία των 14-16, οι νέοι βγαίνουν, διασκεδάζουν, καταναλώνουν ατελείωτες ώρες στον υπολογιστή, σίγουρα όμως δεν συνηθίζουν να γράφουν βιβλία. Κρατούν ημερολόγια, φυσικά ή ηλεκτρονικά, όπου αφήνονται σε ανομολόγητες για τους άλλους, αλλά ομολογημένες στον μυστικό τους εαυτό- επιθυμίες, σκέψεις, μελαγχολίες, απογοητεύσεις, ελπίδες. Τα υλικά εκείνα, δηλαδή, που συνθέτουν και συνιστούν τον νέο άνθρωπο, λίγο πριν την άγρια και γλυκιά εφηβεία. Παλιότερα έγραφαν σε περιφερόμενα από χέρι σε χέρι, κι από τάξη σε τάξη, αισθαντικά λευκώματα. Σήμερα γράφουν στα μέσα δικτύωσης, διατηρούν σελίδες, μετέχουν σε συζητήσεις, ποστάρουν και ποστάρονται, μετρούν ηλεκτρονικές φιλίες –χωρίς αντίκρισμα στην κανονική ζωή, αλλά δεν πειράζει- καταμετρούν τα «μ’ αρέσει» με ανάμικτα συναισθήματα, για να ξεχαστούν και να φανταστούν αναλόγως. Ζουν τα πρώτα σκιρτήματα της ψυχής σε πολλαπλές εκδόσεις. Υπάρχουν και κάποιες περιπτώσεις που νοστιμίζουν τις στιγμές μας με το αλάτι της διαφορετικότητας, όταν επιδίδονται, ας πούμε, στην έντεχνη πρωτόλεια στιχογραφία πάνω σε κόλλες, χαρτιά, θρανία… νεανικό φτερούγισμα της ψυχής, στιχάκια κρυμμένα σε τετράδια και υπολογιστές…
Εδώ όμως μιλάμε για κάτι άλλο. Πολύ πιο ολοκληρωμένο, απτό και συνειδητό. Η Β. Β. είναι μία νεαρή συγγραφέας ιδιαίτερα τολμηρή. Γιατί, δεν είναι μικρό πράγμα να γράφεις και να κυκλοφορείς στα δεκατέσσερά σου ένα ολόκληρο μυθιστόρημα, αφήνοντας τον εαυτό σου εκτεθειμένο στην κρίση των άλλων… Δεν είναι καν εύκολο για έναν ενήλικα αυτό, πόσο μάλλον για έναν έφηβο. Θέλει σημαντική τόλμη να εμφανιστεί κανείς, σε τόσο μικρή ηλικία, στον κόσμο των βιβλίων και των γραμμάτων με μια ολοκληρωμένη μορφή αφήγησης. Με ένα βιβλίο που δεν θα είναι απλώς ένα μυστικό φτερούγισμα στα κρυφά μέρη, αλλά που θα βγει στον κόσμο, θα πετάξει και θα ακούσει κρίσεις, απ’ αυτούς που ξέρουν, αλλά κι απ’ αυτούς που δεν ξέρουν –κι αυτοί είναι συνήθως οι περισσότεροι, ίσως και οι ακατανοήτως αυστηρότεροι κριτές. Η κοινή γνώμη, σ’ αυτές τις πρώτες ολοκληρωμένες εμφανίσεις, κυμαίνεται ανάμεσα στην αποδοκιμασία, την ουδετερότητα, την αδιαφορία, την άκριτη επιδοκιμασία, τον ενθουσιασμό. Σ’ αυτές τις ανθρώπινες διαθέσεις και διακυμάνσεις, καλείται ο νέος –μα πολύ νέος, όπως είναι σήμερα η μικρή δημιουργός- ν’ αναμετρηθεί και ν’ αντέξει.
Εκεί βρίσκεται όμως η δύναμη της δημιουργίας. Στην αντοχή και την επιμονή. Οι νέοι συγγραφείς πρέπει να είναι τολμηροί, ακομπλεξάριστοι και να μην προσποιούνται… λένε. Να αφήνουν το δικό τους στίγμα, σχεδιάζοντας με λέξεις τον αέναο κύκλο της πνευματικής παραγωγικότητας μέσα από τον μαγικό κόσμο των βιβλίων.
Δεν ξέρω πώς προέκυψε ο τίτλος του βιβλίου. Ίσως η αφετηρία της έμπνευσής της να ήταν εντελώς προσωπική, ίσως να ήταν και κάποιο άλλο λογοτεχνικό έργο ή καλλιτεχνικό δημιούργημα. Ο έρωτας γυναικών με εγκληματίες, τόσο στην τέχνη, όσο και στην πραγματική ζωή, αποτελεί υπαρκτό –ίσως και αρκετά συχνό ψυχολογικό και κοινωνικό, ακόμα, φαινόμενο- που κουβαλάει μαζί του έντονο μυστήριο, αλλά και ιστορία, με πολλές απόπειρες ψυχολόγων να αναπτύξουν κατά καιρούς θεωρίες και να ερμηνεύσουν την ιδιότυπη αυτή έλξη που αναπτύσσεται μεταξύ δύο ανθρώπων εκ διαμέτρου αντίθετων σε κάθε επίπεδο.
Σε κάθε εποχή υπάρχουν οι λίγοι εκείνοι νέοι, που επιλέγουν ν’ αφήσουν τα αποτυπώματά τους στο χαρτί και να περιγράψουν τον κόσμο με τον δικό τους ιδιαίτερο τρόπο. Όμως όλοι οι νέοι της κάθε εποχής, οι δυνητικοί λογοτέχνες του αύριο, κάποτε μεγαλώνουν. Θα είναι ευχής έργον, αν στο πέρασμα του χρόνου, το «καταφύγιο» της Βασιλείας, απ’ όλους κι απ’ όλα, το προσωπικό της «ναρκωτικό», η μέθη της, είναι πάντα το γράψιμο, η ταξιδιάρικη αυτή απόδραση στους κόσμους της λογοτεχνίας και της γραφής, που θα την καθορίζει και θα την ελευθερώνει.
Η Β.Β. είναι ένα από τα πλάσματα που ζωντανεύουν μέσα μας την προσδοκία –σχεδόν απαίτηση θα το πω- να δούμε πολλά ακόμη από εκείνη στο μέλλον. Δεν ξέρω πού θα τη βγάλει ο δρόμος. Όπου και αν τη βγάλει όμως, το πρώτο αυτό, παρθενικό και ατόφιο λογοτεχνικό της δημιούργημα, έχει την εντελώς δική του αξία –συναισθηματική και συμβολική πρωτίστως-, είτε βρει συνέχεια, είτε όχι. Εύχομαι να βρει. Γιατί υπάρχει μαγιά. Γιατί υπάρχει λόγος. Γιατί έχουμε ανάγκη από ελπιδοφόρες φωνές δημιουργικότητας κι ευαισθησίας. Θέλω να τη φαντάζομαι, χρόνια μετά, να μετράει στη βιβλιοθήκη της πολλά προσωπικά βιβλία, και στην ψυχή της ακόμα πιο πολλές εμπνεύσεις και πνευματικές διεγέρσεις που θα την οδηγούν, μοιραία και αναπόφευκτα ιδανικά, στη δημιουργία.
Απόσπασμα από την παρουσίαση
στο Κοβεντάρειο