Η UNESCO αναφέρει χαρακτηριστικά στην ιστοσελίδα της «Το ρεμπέτικο αποτελεί μία μορφή μουσικής και πολιτιστικής έκφρασης, η οποία συνδέεται με το τραγούδι και τον χορό. Διαδόθηκε αρχικά στις λαϊκές και εργατικές τάξεις, στις αρχές του 20ού αιώνα. Τα ρεμπέτικα τραγούδια αποτελούσαν μέρος του κλασικού ρεπερτορίου σχεδόν όλων των κοινωνικών εκδηλώσεων, όπου υπήρχε χώρος για χορό και τραγούδι, ενώ λάμβανε χώρα δημόσια, με τους ερμηνευτές να ενθαρρύνουν τη συμμετοχή του κοινού. Όλοι οι Έλληνες, και όσοι μιλούν Ελληνικά, και αγαπούν αυτό το είδος μουσικής και χορού μπορούν να συμμετάσχουν. Τα ρεμπέτικα βρίθουν ανεκτίμητων αναφορών σε έθιμα, πρακτικές και παραδόσεις που συνδέονται με έναν ιδιαίτερο τρόπο ζωής».
«Το ρεμπέτικο είναι κυρίως μία ζωντανή μουσική παράδοση με ισχυρό καλλιτεχνικό, συμβολικό και ιδεολογικό χαρακτήρα. Αρχικά, το ρεμπέτικο διαδόθηκε μόνο προφορικά, μέσω ζωντανών ερμηνειών, αλλά και μέσω της μαθητείας νεότερων καλλιτεχνών στο πλάι μεγαλύτερων μουσικών και τραγουδιστών. Αυτός ο ανεπίσημος τρόπος μάθησης παραμένει σημαντικός ως τις μέρες μας. Ωστόσο, με την πρόσφατη γενίκευση της ηχογράφησης, των μέσων μαζικής ενημέρωσης και του κινηματογράφου, τα μέσα μετάδοσης του ρεμπέτικου έχουν διευρυνθεί. Κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, το ρεμπέτικο διδάσκεται όλο και περισσότερο στα μουσικά σχολεία, τα ωδεία και τα πανεπιστήμια, γεγονός που έχει συμβάλει στην αύξηση της διάδοσής του. Οι μουσικοί και οι λάτρεις του ρεμπέτικου εξακολουθούν να διαδραματίζουν έναν ρόλο-κλειδί για τη διαιώνιση αυτής της πρακτικής» προστίθεται.
Σημειώνεται ότι το Ρεμπέτικο είναι το πέμπτο ελληνικό στοιχείο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς που εντάσσεται στον κατάλογο της UNESCO. Έχουν προηγηθεί η Μεσογειακή Δίαιτα (μαζί με την Ιταλία, Ισπανία, Μαρόκο, Πορτογαλία, Κύπρο και Κροατία), Παραδοσιακή Μαστιχοκαλλιέργεια στη Χίο, η Τηνιακή Μαρμαροτεχνία, αλλά και το έθιμο των Μωμόγερων.
Πηγη:ΕΦ σΥΝΤΑΚΤΩΝ