Στο προοίμιο της έκδοσης ο Π. Δημόπουλος, Πρόεδρος της Κ.Δ.Β.Κ., σημειώνει πως “Ο Νικόλαος Δελιαλής είναι, στην ιστορία της πόλης αυτής, ο αδιαμφισβήτητος πρέσβης της, ο οποίος συνδιαλεγόταν επιτυχώς όχι με τοπικιστική εμμονή, αλλά σε κάθε ευκαιρία και πάντα με την αγωνία της αληθινής αξίας των πραγμάτων. Ο άνθρωπος που έκανε υποδειγματική «ανάπτυξη κοινού» για μια ολόκληρη περιοχή μισόν αιώνα πριν η φράση καν εφευρεθεί και έναν αιώνα πριν μεταφραστεί. Ο ευεργετικός εκπρόσωπός της.
Bέβαια, όποιος απλώς περάσει τις πόρτες αυτής της Βιβλιοθήκης συναντά πνευματικές μορφές από τον 17ο αιώνα μέχρι σήμερα στους διαδρόμους της. Μορφές που δίνουν όλα τα παραδείγματα που απαιτούνται για να γίνει η κάθε είσοδος στον χώρο διέξοδος σε μεγαλύτερες εικόνες. Μπορούμε, όμως, ασφαλώς να γνωρίζουμε πως η ίδια η ύπαρξη αυτής της εισόδου-διεξόδου οφείλεται στον Ν. Δελιαλή σε έναν βαθμό «υπερμέτρως» μεγάλο.
Ο θρύλος της υπηρεσίας που προσέφερε στα ελληνικά γράμματα, με την μακρύτερη του μισού αιώνα θητεία στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Κοζάνης, είναι γνωστός σε αρκετούς. Σε έναν μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, όποιος ασχοληθεί με τα της Βιβλιοθήκης Κοζάνης αντιλαμβάνεται εντός ολίγου πως η φυσιογνωμία του δεσπόζει στον τελευταίο αιώνα της λειτουργίας της και διασφαλίζει τους επόμενους.”
Ολοκληρώνοντας το προοίμιο της έκδοσης ο Π. Δημόπουλος καταλήγει λέγοντας: “Αφιερώνω τις λίγες αυτές σημειώσεις στον Στράτο Ηλιαδέλη. Πέρα από τους γονείς μου και τον μακαριστό Διονύσιο Ψαριανό, που κάλυψαν την παιδική μου ηλικία με εικόνες και αφηγήσεις για τον «Νικολάκη», ο γιατρός και εκδότης των Ελιμειακών κ.
Ηλιαδέλης είναι σίγουρα ο άνθρωπος που, σε καιρούς περίφημους για την αμνησία τους, κράτησε το πνεύμα του Δελιαλή ζωντανό με το μνημειώδες δίτομο αφιέρωμα στα Ελιμειακά το 1983 (τ. 6-7).
Το κείμενο συνετέθη σε λίγες μόνο ημέρες, τον Ιούλιο-Αύγουστο του 2019, ως αντίο στο τέλος μιας εξόχως τιμητικής θητείας για την οποία δεν μπορώ παρά να είμαι ευγνώμων. Γράφτηκε, όμως αβίαστα, αφού πέντε χρόνια τώρα ο ίσκιος του Δελιαλή, το «αθάνατο κρασί» του και τα σίγουρα ίχνη του μετέτρεψαν κάθε εργασία στη Δημοτική Βιβλιοθήκη σε καθημερινή συντροφιά με τον μεγάλο αυτό Έλληνα βιβλιοφύλακα.”