Συναυλίες αξιώσεων, που πραγματοποιούνται για τέταρτη συνεχή χρονιά υπό τον παγκοσμίως κορυφαίο βιολονίστα και αρχιμουσικό Λεωνίδα Καβάκο. Στόχος, να έρθει η λόγια μουσική κοντά στους λιγότερο ευνοημένους. Και βέβαια,
δεν θα σταθούμε σε όσα μας δένουν με τον Λεωνίδα Καβάκο, γιατί είναι πλέον γνωστά. Θα υπενθυμίσουμε, ωστόσο, ότι η σύμπραξή μας θεμελιώνεται στη βάση ενός κοινού συστήματος αξιών. Πηγάζει από την ανάγκη του παγκοσμίως κορυφαίου Έλληνα να προσφέρει, που μας εμπνέει.
Κάθε συναυλία και μια διαφορετική πόλη, ώσπου η Προσφορά Μουσικής & Μουσική Προσφορά να παρασύρει στο ρυθμό της όλη την Ελλάδα. Φέτος, με αφορμή την επέτειο 200 χρόνων από τη γέννηση του Ελληνικού Κράτους, η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών τιμά τις ανατρεπτικές και πρωτοποριακές πράξεις. Τους ήρωες της ιστορίας αλλά και της καθημερινότητας. Ουσιαστικά, τιμά τις πράξεις προσφοράς, που βρίσκονται και στον πυρήνα του προγράμματος Προσφορά Μουσικής και Μουσική Προσφορά.
Σε λίγες μέρες, το γόνιμο αυτό Πρόγραμμα, θα μας ταξιδέψει στην Κοζάνη. Το ενδιαφέρον, παλιών και νέων φίλων της συμφωνικής μουσικής, εύλογα οξυμένο. Γιατί ο διεθνούς ακτινοβολίας Έλληνας μουσικός, χτίζει ένα μύθο σε κάθε του εμφάνιση. Ως αρχιμουσικός, αλλά και ως σολίστ, δημιουργεί αυτήν τη μυστηριώδη, άρρητη, διαρκώς αμφίδρομη και ειλικρινή επικοινωνία του κοινού αλλά και των μουσικών, μεταξύ τους και με την υψηλή Τέχνη.
Η βραδιά ξεκινά με το μπαρόκ Κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα σε μι μείζονα, BWV 1042 του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, ένα έργο με ιταλικές επιρροές. Συνεχίζεται με τη μεγαλειώδη Συμφωνία αρ.83 σε σολ ελάσσονα, Hob. I/83, του Γιόζεφ Χάυντν – μία από τις έξι συμφωνίες Του Παρισιού, η οποία έχει λάβει το προσωνύμιο Η Κότα, λόγω των παραγόμενων ήχων που αναπαριστούν την κίνηση του συμπαθούς πτηνού. Και ολοκληρώνεται με την εμβληματική Τέταρτη Συμφωνία του Γιοχάνες Μπραμς, απαύγασμα της ωριμότητάς του ως συμφωνικού συνθέτη.
Για μια ακόμα φορά ο Λεωνίδας Καβάκος συμπράττει με την ΚΟΑ, την αρχαιότερη Ορχήστρα της χώρας, αφιλοκερδώς, παραχωρώντας την αμοιβή του υπέρ των μεγάλων αναγκών της Ορχήστρας, ενώ τα έσοδα της συναυλίας δίνονται για φιλανθρωπικούς σκοπούς.
ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕ ΜΙΑ ΜΑΤΙΑ
ΓΙΟΧΑΝ ΣΕΜΠΑΣΤΙΑΝ ΜΠΑΧ (1685-1750)
Κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα αρ. 2 σε μι μείζονα, BWV 1042
ΓΙΟΖΕΦ ΧΑΫΝΤΝ (1732 – 1809)
Συμφωνία αρ. 83 σε σολ ελάσσονα, Hob. I/83 "η Κότα"
ΓΙΟΧΑΝΕΣ ΜΠΡΑΜΣ (1833–1897)
Συμφωνία αρ. 4 σε μι ελάσσονα, έργο 98
ΣΟΛΙΣΤ
Λεωνίδας Καβάκος, βιολί
ΜΟΥΣΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ
Λεωνίδας Καβάκος
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:
06.12.2019
19:00
Δημοτικό Περιφερειακό Θέατρο Κοζάνης - Αίθουσα Τέχνης Δήμου Κοζάνης
Με την υποστήριξη της Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας και του Δήμου Κοζάνης.
Ευχαριστούμε το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Κοζάνης για τη φιλοξενία.
Αγορά εισιτηρίων:
www.viva.gr ή στο http://bit.ly/2QZeSRl
ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ...
ΓΙΟΧΑΝ ΣΕΜΠΑΣΤΙΑΝ ΜΠΑΧ (1685 – 1750)
Κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα σε μι μείζονα, BWV 10421. Allegro2. Adagio3. Allegro assai Μετά από σύντομης διάρκειας θητείες ως οργανίστας σε εκκλησίες των πόλεων Άρνσταντ και Μύλχαουζεν στη Θουριγγία, το 1708 o Μπαχ έγινε οργανίστας στο παρεκκλήσι της αυλής του δούκα της Βαϊμάρης. Κατά την εκεί παραμονή και εργασία του, ο Μπαχ απέκτησε μεγάλη φήμη ως οργανίστας και συνθέτης –κυρίως έργων θρησκευτικής μουσικής. Το 1717 άφησε τη θέση αυτή για μία φαινομενικά κατώτερη, αυτή του αρχιμουσικού στην αυλή του πρίγκιπα Λεοπόλδου στο Κέτεν (Σαξονία - Άνχαλτ). Εκεί ωστόσο ο Μπαχ βίωσε ένα πιο φιλελεύθερο περιβάλλον, βρισκόμενος στην υπηρεσία ενός πραγματικά μουσικόφιλου ευγενούς, έχοντας στη διάθεσή του ένα αξιόλογο οργανικό σύνολο και έχοντας μεγάλα περιθώρια έκφρασης ιδίως στο χώρο της οργανικής, κοσμικής μουσικής, της οποίας ο Λεοπόλδος ήταν λάτρης. Η σύνθεση του Kοντσέρτου για βιολί σε μι μείζονα ανάγεται πιθανόν στην ευτυχισμένη περίοδο διαβίωσης του Μπαχ στο Κέτεν (1717-1723), κατά την οποία γράφτηκαν μεταξύ άλλων και τα περιβόητα «Βραδεμβούργια Κοντσέρτα» (με τα οποία το εξωστρεφές αυτό Κοντσέρτο παρουσιάζει αξιοσημείωτες στιλιστικές ομοιότητες). Ωστόσο, έχει διατυπωθεί και η άποψη ότι γράφτηκε αργότερα, γύρω στα 1730, όταν ο Μπαχ ζούσε πλέον στη Λειψία. Εκεί, πέραν της θέσης του ως Κάντορα στον ναό του Αγ. Θωμά, ο Μπαχ διηύθυνε από το 1729 ως το 1741 το Collegium Musicum, μία ομάδα φοιτητών, ερασιτεχνών και λιγοστών επαγγελματιών μουσικών, που συγκεντρώνονταν τακτικά για να μοιραστούν την απόλαυση της μουσικής εκτέλεσης. Για τις ανάγκες των συναυλιών του Collegium Musicum o Μπαχ συνέθεσε υπέροχη κοσμική μουσική αλλά και αναβίωσε παλιότερα έργα του. Έτσι, το Κοντσέρτο για βιολί σε μι μείζονα μεταμορφώθηκε από τον ίδιο στο Κοντσέρτο για τσέμπαλο σε ρε μείζονα, BWV 1054. Ήδη από τα νεανικά του χρόνια ο Μπαχ υπήρξε όχι μόνο ένας δεινός βιολιστής (ο γιος του Καρλ Φίλιπ Εμμάνουελ μάς προσέφερε τη μαρτυρία ότι έπαιζε βιολί άριστα μέχρι τα τελευταία χρόνια της ζωής του) αλλά και θιασώτης του ιταλικού κοντσέρτου, όπως αυτό έφτασε στο απόγειό του με τον Αντόνιο Βιβάλντι. Ο θαυμασμός του αυτός εκφράστηκε μάλιστα και με πλήθος υπέροχων μεταγραφών κοντσέρτων του Ενετού δασκάλου. Ο Βιβάλντι είχε ακολουθήσει και τελειοποιήσει τη μπαρόκ φόρμα κοντσέρτου, σύμφωνα με την οποία το έργο ήταν τριμερές (γρήγορο – αργό – γρήγορο) και η δομή των επιμέρους μερών βασιζόταν στην ιδέα του ritornello, ενός θέματος που παρουσιαζόταν κατά κανόνα από όλη την ορχήστρα και που περιοδικά επανεμφανιζόταν, ερχόμενο σε αντιδιαστολή με παρεμβαλλόμενα σολιστικά επεισόδια. Το ritornello στην περίπτωση του πρώτου μέρους του Κοντσέρτου σε μι μείζονα ξεκινά με μία απλή αλληλουχία των τριών νοτών που απαρτίζουν τη συγχορδία της μι μείζονας: μι – σολ δίεση – σι. Η γενικότερη δομή του μέρους είναι ένα τυπικό ABA, η δομή δηλαδή της da capo ιταλικής άριας της εποχής. Το ενδιάμεσο τμήμα είναι γραμμένο στη ντο δίεση ελάσσονα, που είναι και η τονικότητα του αργού μέρους του Κοντσέρτου. Εδώ ο συνθέτης προσφέρει μία εξαιρετική ευκαιρία ανάδειξης των μελωδικών ικανοτήτων του σολίστα, μίας και εκείνος αναλαμβάνει να ξετυλίξει ραψωδικά μία περίτεχνη μελωδική γραμμή υπό το συνοδευτικό επίμονο σχήμα (ostinato) της ορχήστρας. Το στοιχείο της δεξιοτεχνίας πρυτανεύει στο πληθωρικό φινάλε, που αποτελεί υπόδειγμα δομικής συμμετρίας αλλά και χορευτικής ρυθμικότητας.
|
|
|
ΓΙΟΖΕΦ ΧΑΫΝΤΝ (1732 – 1809) Συμφωνία αρ.83 σε σολ ελάσσονα, Hob. I/83 «Η Κότα»1. Allegro spiritoso2. Andante3. Menuet: Allegretto – Trio4. Finale: Vivace Ο Χάυντν έζησε το μεγαλύτερο μέρος του δημιουργικού του βίου ως Kapellmeister (μουσικός διευθυντής) στην Αυλή του πρίγκιπα Νικολάου Εστερχάζυ, σε μία σχετική «απομόνωση» από τα ευρωπαϊκά μουσικά δρώμενα, η οποία ωστόσο τροφοδότησε σημαντικά τη φαντασία του, όπως ο ίδιος (και σωστά) θεωρούσε. Παρόλα αυτά, η φήμη του ως συνθέτη ταξίδευε πέραν της Αυλής σε σημαντικά μουσικά κέντρα, όπως η Βιέννη, το Λονδίνο, ακόμα και το Παρίσι, όπου τα πρώτα του κουαρτέτα (έργο 1) είχαν γνωρίσει εκδοτική επιτυχία ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1760. Τον χειμώνα του 1784-85 η Ορχήστρα της «Ολυμπιακής» μασονικής στοάς του Παρισιού, η οποία έδινε τακτικά συναυλίες, παρήγγειλε στον Χάυντν έξι νέες συμφωνίες με οικονομικό αντάλλαγμα 30 χρυσά λουδοβίκεια. Ο Χάυντν, παρά τις αυξημένες καλλιτεχνικές υποχρεώσεις στην Αυλή του πρίγκιπα Εστερχάζυ, ανταποκρίθηκε με ενθουσιασμό στην παραγγελία, όχι μόνο λόγω της υψηλής αμοιβής αλλά κυρίως για καλλιτεχνικούς λόγους, αφού εύλογα τον ενδιέφερε η αναζωογόνηση της μουσικής του επικοινωνίας με το παρισινό κοινό και μάλιστα μέσα από μία ορχήστρα, η οποία ήταν από τις πιο φημισμένες στην Ευρώπη και διέθετε μάλιστα περίπου τα διπλάσια μέλη από αυτή που ο Χάυντν είχε στη διάθεσή του στο παλάτι των Εστερχάζυ. Έτσι, κατά τα έτη 1785-1786 ο συνθέτης ολοκλήρωσε τις έξι Συμφωνίες (αρ. 82-87) που έμειναν γνωστές ως «Συμφωνίες του Παρισιού» και που γνώρισαν μεγάλη επιτυχία στις πρεμιέρες τους το 1787. Το δίχως αμφιβολία αστείο προσωνύμιο της Συμφωνίας αρ.83 «Η Κότα» προέκυψε κατά τον 19ο αιώνα και οφείλεται στον χαρακτήρα του δεύτερου θέματος του πρώτου μέρους: αλλεπάλληλες νότες (με μικρά διανθίσματα) στα βιολιά συμπορεύονται με ένα σταθερό σχήμα παρεστιγμένων στο όμποε και το συνολικό άκουσμα μπορεί κάλλιστα να θυμίσει το… κακάρισμα κότας! Η χιουμοριστική αυτή χειρονομία έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις δραματικότατες χειρονομίες σε σολ ελάσσονα, που ανοίγουν το πρώτο μέρος. Στην ενότητα της επεξεργασίας, ο Χάυντν αποδεικνύει τη μουσική του ευφυία και φαντασία συμπλέκοντας αυτά τα φαινομενικά τόσο διαφορετικά μεταξύ τους θέματα στο πλαίσιο μίας γραφής έντονα αντιστικτικής και αρμονικά περιπετειώδους. Στην αναμενόμενη επανέκθεση, το δεύτερο θέμα μεταφέρεται στη σολ μείζονα και από εκεί και ύστερα η σολ ελάσσονα δεν εμφανίζεται ως κύρια τονικότητα σε κανένα από τα υπόλοιπα μέρη του έργου. Μία τρυφερή μελωδία γεμάτη λυρισμό ανοίγει το αργό, δεύτερο μέρος. Με λεπτό χιούμορ, ο συνθέτης στην πορεία προβαίνει σε μία ευφάνταστη ανατροπή: δεύτερα βιολιά και βιόλες ξεκινούν ένα υπόκωφο σχήμα που παραπέμπει ευθέως σε συνοδεία μίας επικείμενης μελωδικής γραμμής· μόνο που αυτή η μελωδική γραμμή δεν εμφανίζεται ποτέ, ενώ ένα απρόσμενο ξέσπασμα από σύσσωμες τις ορχηστρικές δυνάμεις οδηγεί σε μία πτώση και σε ένα νέο θέμα. Το χιουμοριστικό αυτό τέχνασμα επιστρέφει και σε άλλα σημεία του μέρους – πάντα με την ίδια αποτελεσματικότητα. Το ακόλουθο Μενουέτο ξετυλίγεται με αριστοκρατική χορευτικότητα, όπως και το ενδιάμεσο Τρίο, στο οποίο πρωταγωνιστούν τα πρώτα βιολιά σε παράλληλη κίνηση με το φλάουτο. Το φινάλε χαρακτηρίζεται από αμείωτη ενέργεια και εύθυμη διάθεση, που μερικά σποραδικά «σύννεφα» στην ενότητα της επεξεργασίας δεν στέκονται ικανά να σκιάσουν. |
|
|
ΓΙΟΧΑΝΕΣ ΜΠΡΑΜΣ (1833 – 1897)
Συμφωνία αρ. 4 σε μι ελάσσονα, έργο 98
1. Allegro non troppo
2. Andante moderato
3. Allegro giocoso
4. Allegro energico e passionatο
Η εργασία του Μπραμς πάνω στην Τέταρτη Συμφωνία ξεκίνησε το καλοκαίρι του 1884 στο γραφικό χωριό Mürzuschlag της Στυρίας (νοτιοανατολική Αυστρία). Έχοντας την προαίσθηση, ότι η συμφωνία θα ξένιζε τους ακροατές της, ο συνθέτης σε επιστολές του έκανε ένα λογοπαίγνιο, έμμεσα παρομοιάζοντάς την με τις φράουλες της περιοχής: «Σε αυτά τα μέρη οι φράουλες δεν ωριμάζουν και δε γίνονται γλυκές, ώστε να τις τρώει κανείς απλά σαν φρούτα». Το επόμενο καλοκαίρι η συμφωνία ολοκληρώθηκε και στις 25 Οκτωβρίου ο συνθέτης διηύθυνε την ορχήστρα του Μάινινγκεν (που είχε θέσει στη διάθεσή του ο μαέστρος της Χανς φον Μπύλοβ) στην πρεμιέρα της Τέταρτης, η οποία έγινε δεκτή με ενθουσιασμό. Το ίδιο συνέβη και σε επόμενες εκτελέσεις της σε πόλεις της Γερμανίας κατά τις επόμενες εβδομάδες.
Η Τέταρτη Συμφωνία αποτελεί το απαύγασμα της ωριμότητας του Μπραμς ως συμφωνικού συνθέτη. Εγκεφαλικότητα και συναισθηματικότητα συμπορεύονται αρμονικά και η αριστοτεχνική μορφολογική ακρίβεια αποτελεί προαπαιτούμενο όρο έκφρασης και βίωσης ενός βαθύτατου μουσικού περιεχομένου. Η έναρξη του μεγαλειώδους -αλλά και εν πολλοίς αγωνιώδους- πρώτου μέρους πραγματοποιείται με αφοπλιστική αμεσότητα· χωρίς κάποιας μορφής εισαγωγή ο συνθέτης παρουσιάζει άμεσα τις προθέσεις του. Οι μελωδικές ιδέες που παρατίθενται και γίνονται αντικείμενο επεξεργασίας στην πορεία, αν και φαινομενικά διαφορετικές μεταξύ τους, πηγάζουν από μία ενιαία εσωτερική λογική.
Παρόλο που τυπικά το δεύτερο μέρος είναι γραμμένο σε μι μείζονα, στην πράξη ο Μπραμς χρησιμοποιεί τον Φρύγιο τρόπο (μία οκτάβα φυσικών νοτών ξεκινώντας από το μι) κάνοντας έτσι μία στροφή σε μία αρμονική γλώσσα του παρελθόντος. Το μελαγχολικό αυτό μέρος χαρακτηρίστηκε από φίλη του συνθέτη ως «ένας περίπατος σε μία ιδανική τοποθεσία κατά το ηλιοβασίλεμα, καθώς οι ήχοι γίνονται ολοένα και πιο ζεστοί και σφραγίζονται με μία πορφυρή λάμψη». Το τρίτο μέρος περιγράφεται συχνά ως σκέρτσο, αν και στην ουσία είναι ένα χαρούμενο εμβατήριο, που για λίγο διαλύει την βαριά και βαθυστόχαστη διάθεση που έχει διαμορφωθεί.
Η μέγιστη καινοτομία της Τέταρτης Συμφωνίας βρίσκεται αναμφίβολα στο φινάλε. Ο συνθέτης αξιοποιεί την παλιά φόρμα της πασακάλιας, κατά την οποία ένα σύντομο μελωδικό σχήμα επαναλαμβάνεται διαρκώς, ενώ πάνω σε αυτό θεμελιώνεται μία σειρά παραλλαγών. Στη συγκεκριμένη περίπτωση το θέμα προέρχεται από το τελευταίο χορωδιακό της Καντάτας αρ. 150 του Μπαχ: Nach dir, Herr, verlanget mich (Εσένα ποθώ, Κύριε). Ο Μπραμς δεν διστάζει να δώσει ζωή σε μία θεωρούμενη «νεκρή» φόρμα αξιοποιώντας τις γνώσεις του στον χώρο της αντίστιξης και των παραλλαγών. Το θέμα παρουσιάζεται άμεσα με οκτώ ηχηρές συγχορδίες. Οι πρώτες εννέα παραλλαγές αυξάνουν σταδιακά την ένταση, ακολουθούν τέσσερις παραλλαγές σε μείζονα τονικότητα και πιο αργό tempo, που λειτουργούν ως ένα ηρεμότερο ιντερμέτζο, ενώ οι επόμενες οδηγούν ουσιαστικά προς τη μεγαλειώδη και λαμπερή coda, που κλείνει το έργο. Από ενορχηστρωτικής άποψης το φινάλε της Τέταρτης θεωρείται ως το κορυφαίο επίτευγμα του Μπραμς· ίσως γι’ αυτό δεν επεδίωξε να γράψει κάποια άλλη συμφωνία ως τον θάνατό του.