ντυμένοι με τις παραδοσιακές τους στολές, άλλοι μεταμφιεσμένοι φορώντας προβιές και κεφάλια ζώων, άλλοι με αυτοσχέδιες μάσκες αλλά με κεντρικό πρόσωπο την «μπούλα» που είναι άντρας μεταμφιεσμένος σε νύφη και τον «ρογκατσιάρη» δηλαδή τον αράπη, περνούν από όλα τα σπίτια πίνοντας και χορεύοντας και ανταλλάσσοντας ευχές και πειράγματα με τους οικοδεσπότες. Ο «ρογκατσιάρης» έχει μαύρο πρόσωπο από το φούμο, καμπούρα και είναι ζωσμένος στη μέση και την πλάτη του με κυπροκούδουνα από τα γιδοπρόβατα. Στα χέρια του κρατά ένα ρόπαλο, σαν όπλο και μ’ αυτό υπερασπίζεται την «μπούλα», την οποία καθ’όλη την διάρκεια της βραδιάς έως και την άλλη μέρα το πρωί, κάποιοι προσπαθούν να κλέψουν. Ο ρογκατσάρης συνοδευμένος από την υπόλοιπη ομάδα δεν περνά απαρατήρητος. Ζωσμένος όπως είναι με τα κυπροκούδουνα τρέχει, χορεύει, προσπαθώντας να κάνει όσο το δυνατό περισσότερο θόρυβο, για να εξαφανιστούν όπως λένε οι καλικάντζαροι.
Στο τέλος προς το μεσημέρι της πρωτοχρονιάς και αφού έχουν ευχηθεί σε όλα τα σπίτια, τα ρογκατσάρια μαζεύονται στην κεντρική πλατεία και συνοδεία τοπικές μπάντες με χάλκινα νταούλια και ζουρνάδες στήνουν ένα τρικούβερτο γλέντι.
Τα «Ρογκατσάρια» έχουν τις ρίζες τους στα χειμερινά Διονύσια και στα Ρωμαϊκά Σατουρνάλια και με ορισμένες παραλλαγές στο πέρασμα του χρόνου κατάφεραν να φτάσουν έως τις μέρες μας. Το πνεύμα και το χρώμα του εθίμου διατηρείται ακόμη ζωντανό και αλώβητο στα χωριά της Κοζάνης των Γρεβενών και σε λίγες περιοχές της Καστοριάς και λαμβάνει χώρα ανεξάρτητα από τις θερμοκρασίες και ειδικά την χιονόπτωση που είναι σύνηθες φαινόμενο για την εποχή.