Ανέβηκα την στρογγυλή παμπάλαια ξύλινη σκάλα του νεοκλασικού, που αγκομαχούσε κάτω από τα βήματά μου και μπήκα στην αίθουσα που είχαμε μάθημα. Πρώτη ώρα ο πιο γλυκός αναρχοκομουνιστής, που γνώρισα ποτέ – με ότι καλό τρυφερό και ανθρώπινο, απέμεινε στην έννοια, από τους επιγόνους του Προυντόν, του Μαρξ, του Μπακούνιν και των άλλων – ο παχουλός άγγελος της Ιουλιανού και περιχώρων ο Βασίλης Ραφαηλίδης. Συνήθως μας περίμενε, αλλά σήμερα τον περιμέναμε και μάλιστα είχε αργήσει αρκετά. Κάποια στιγμή ξεπρόβαλε το κεφάλι στην πόρτα και μετά το σώμα του.
– Ξεκινάει σήμερα αφιέρωμα στον Θόδωρο Αγγελόπουλο εγώ πάω εκεί, όποιος θέλει ας έρθει, είπε και κίνησε να κατεβαίνει την παλιά ξύλινη σκάλα, η οποία τώρα έτριζε πιο πολύ κάτω από το βάρος όλων μας.
Στην Αλκυονίδα άκουσα τον Βασίλη Ραφαηλίδη να μιλά για το έργο του μεγάλου σκηνοθέτη με τίτλο «Η ομιχλώδης ελληνική ιστορία στις ταινίες του Θόδωρου Αγγελόπουλου»
«Όλες οι ταινίες του Αγγελόπουλου θα μπορούσαν να έχουν, αν όχι τον ίδιο τίτλο, τουλάχιστον τον ίδιο διευκρινιστικό υπότιτλο: «Τοπίο στην ομίχλη». Η ομίχλη στην Ελλάδα δεν είναι το γνωστό, συνηθισμένο μετεωρολογικό φαινόμενο. Το ελληνικό τοπίο το συνηθίσαμε ηλιόλουστο. Κι ωστόσο τα φιλμικά τοπία στις ταινίες του Αγγελόπουλου είναι μουντά, βροχερά, χιονισμένα, παγωμένα, υγρά. Τοπία βόρεια, ομιχλώδη. Όμως, παρά την κάθε άλλο ελληνική υγρασία τους, οι ταινίες του Αγγελόπουλου είναι βαθιά κι ουσιαστικά ελληνικές: Η ομίχλη στην Ελλάδα δεν είναι μετεωρολογικό φαινόμενο, είναι ιστορικό».
Η ταινία που είδαμε ήταν η «Αναπαράσταση», θα ήταν η τρίτη φορά που την έβλεπα. Δεν είχα κουράγιο να συνεχίσω και τους Κυνηγούς που ακλουθούσαν. Εξ άλλου η Βάλια η συμφοιτήτρια, που πιθανόν θα μπορούσε να πάρει από πάνω μου την κούραση της ημέρας και να με παρασύρει να δω και τους Κυνηγούς, βολόδερνε κάπου μπροστά και δεξιά με κάτι φίλες της, χωρίς να έχει ασχοληθεί, σήμερα, καθόλου μαζί μου. Η Αναπαράσταση, πρώτη ταινία του Αγγελόπουλου, είχε συνεπάρει τους πάντες μέσα στην αίθουσα, η ταινία θεωρείται ταινία-κλειδί για την κατανόηση ολόκληρου του έργου του, η αναπαράσταση ενός φόνου καθίσταται αδύνατη, γιατί ανάμεσα στο γεγονός και την αναπαράστασή του εγκαθίσταται η ομίχλη που δημιουργεί το δαιμονικό ένστικτο της αυτοσυντήρησης δυο ουσιαστικά αθώων δολοφόνων, που προσπαθούν να επιβιώσουν σε πείσμα του δολοφονικού τοπίου, που αυτό έκανε στην ουσία το φόνο. Με το κακοτυπωμένο πρόγραμμα στο χέρι βγήκα από την αίθουσα, κοντοστάθηκα στο φουαγιέ κι έριξα μια ματιά στην αρχή του εντύπου, με την ελπίδα πως μπορεί η Βάλια να πάρει μυρωδιά την αναχώρησή μου και να τρέξει πίσω μου.
Ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα στις 27 Απριλίου 1935. Τελείωσε το δημοτικό σχολείο της οδού Αχαρνών στον Άγιο Παντελεήμονα και συνέχισε τις εγκύκλιες σπουδές του στο Β’ Γυμνάσιο Αρρένων, με συμμαθητές γνωστές προσωπικότητες της πνευματικής ζωής της χώρας, όπως ο καθηγητής φιλοσοφίας Χρήστος Γιανναράς, ο δημοσιογράφος και στιχουργός Λευτέρης Παπαδόπουλος και ο ζωγράφος Αλέκος Φασιανός. Ο δημιουργός της εμβληματικής ταινίας «Ο Θίασος» (1974), παραμένει ο σημαντικότερος κινηματογραφιστής, που ανέδειξε η χώρα μας κι ένας από τους σπουδαιότερους του παγκόσμιου κινηματογράφου. Κυρίαρχα θέματα στο φιλμικό του σύμπαν η μετανάστευση, η επιστροφή στην πατρίδα και η ελληνική ιστορία του 20ου αιώνα.
Μάταια τα τεχνάσματα και οι καθυστερήσεις, η Βάλια ζούσε στον κόσμο της ή στην καλύτερη περίπτωση στον αργόσυρτο, δαιδαλώδη κόσμο του Τεό. Βγήκα από την Αλκυονίδα με την Βάλια να με τραβά πίσω, την παγωνιά να με σπρώχνει μπροστά και το βλέμμα του Ομέρο Αντονούτι από τον «Μεγαλέξαντρο» να έχει σφηνωθεί στον ώμο μου, προσοχή όχι από τον «Μέγα Αλέξανδρο» όπως πάντα σχεδόν πανικόβλητος επισήμαινε ο δάσκαλος, αλλά από τον «Μεγαλέξαντρο», όπως τον ήθελε ο σκηνοθέτης και ο Πέτρος Μάρκαρης ο συνσεναριογράφος του. Πάνω στον Αντονούτι και τον Μάρκαρη θυμήθηκα τον Θανάση Βαλτινό, το Γιώργο Αρβανίτη και την Ελένη Καραΐνδρου, του πολύτιμους συνεργάτες του μεγάλου σκηνοθέτη.
Ανέβαινα την Ιουλιανού για να πάρω τη μηχανή μου, δεν με παρηγόρησε καθόλου η σκέψη πως «ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει…» το κρύο είχε αγριέψει πολύ, ώρα που ήταν και μου τρυπούσε τα κόκκαλα. Τα μαγαζιά από δω κι από κει είχαν βάλει κάποια αποκριάτικα και καλά και δήθεν για να ξεσαλώσουν αποκριάτικα, αλλά το είχα βγάλει χρόνια το πόρισμα, οι «Αθηναίοι δεν το έχουν με την απόκρια», γι αυτό «Πατρινό καρναβάλι για πάντα» μέχρι τελικής πτώσεως. Το είχα στο πρόγραμμα την Παρασκευή κατέβαινα Πάτρα για το τριήμερο της κορύφωσης των εκδηλώσεων. Καθώς πήγαινα την Πατησίων με κατεύθυνση την Ομόνοια, έσπαγα το κεφάλι μου να θυμηθώ, σε ποια ταινία του Αγγελόπουλου έχουμε σκηνή με κάτι σαν καρναβάλι. Πέρασα τα πιο πλουμιστά, από καρναβαλικό διάκοσμο μαγαζιά του κέντρου, χωρίς να καταφέρω να θυμηθώ. Εκεί στη διασταύρωση της Πανεπιστημίου πάντα είχα το δίλημμα να στρίψω δεξιά κι από Αποστόλου Παύλου να πάω σπίτι ή να στρίψω αριστερά να πιάσω Σταδίου κι από Σύνταγμα να βρεθώ στο Κουκάκι. Μέχρι να πάρω την απόφαση κάνω ένα μπρος πίσω στο χρόνο, σαν αυτά που έκανε ο σπουδαίος σκηνοθέτης, το δικό μου βέβαια ήταν άτεχνο άγριο, αλλά αναγκαίο κι έφυγα στο μέλλον και σε ένα ενδιαφέροντα και περιεκτικό απολογισμό.
Ο Μελισσοκόμος, όπου ένας επικούρειος μελισσοκόμος ταξιδεύει με τα μελίσσια του από το Βορρά στο Νότο, σε μια περιπλάνηση που είναι πορεία προς το θάνατο και ταυτόχρονα ένα ψυχικό τοπίο, αποτελεί το πρώτο road movie, είναι η πρώτη ταινία υπαρξιακής περιπλάνησης και στοχασμού πάνω στη ζωή και το θάνατο. Μια άλλη περιπλάνηση, παιδική αυτή τη φορά, βρίσκουμε στην επόμενη ταινία του Το τοπίο στην ομίχλη. Δύο παιδιά περιπλανώνται στην ενδοχώρα αναζητώντας τους γονείς τους για να ανακαλύψουν τη βία των μεγάλων. Το Μετέωρο βήμα του πελαργού είναι μια περίτεχνη Πιραντελική άσκηση πάνω στο πρόβλημα της ταυτότητας, της άρνησης των ιδεολογιών και των συνόρων, και Το βλέμμα του Οδυσσέα, η υψηλότερη κορυφή. Ένας κινηματογραφιστής, αναζητώντας την αρχή του κινηματογράφου στα χαμένα καρέ των Αδελφών Μανάκια, διατρέχει τα Βαλκάνια και βιώνει την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού και όλων των ιδεολογιών. Ο πρώτος ελληνικός Χρυσός Φοίνικας στις Κάννες, το Μια αιωνιότητα και μια μέρα, εξιστορεί την τελευταία Κυριακή ενός άρρωστου συγγραφέα που την επομένη μέρα θα μπει στο νοσοκομείο για να πεθάνει και στην περιπλάνηση του θα καταλήξει στο σπίτι των παιδικών και νεανικών του χρόνων, όπου θα βιώσει την ανάμνηση μιας βεγγέρας και θα έρθει αντιμέτωπος με την αιωνιότητα ατενίζοντας από το παράθυρο την θάλασσα, που μοιάζει αυτή την τελευταία μέρα της ζωής του να τον καλεί στην κυματιστή αγκαλιά της. Το Λιβάδι που δακρύζει και η Σκόνη του χρόνου, τέλος, μιλούν για τις συνέπειες της ήττας της Αριστεράς στον Εμφύλιο, την εξορία, την ζωή των πολιτικών προσφύγων και τις ταραχές στην Τασκένδη με τις συγκρούσεις, Ζαχαρια-δικών και αντί-Ζαχαριαδικών, τον πολιτικό αμοραλισμό και τον Σταλινισμό.
«Στο Μελισσοκόμο, η ομίχλη βγαίνει απ’ τη μούχλα των σάπιων ονείρων, και κατακλύζει τα πάντα. Έλεγε ο Βασίλης Ραφαηλίδης. Ο μελισσοκόμος δεν έχει πια τόπο να σταθεί, κι όταν φτάσει στο τέρμα του ταξιδιού του πεθαίνει, στέλνοντας ένα μήνυμα με το χέρι του μέσα απ’ τη γη, το μόνο βέβαιο και σταθερό σημείο αναφοράς στην ελληνική ιστορία. Το μήνυμα του το συλλαμβάνουν τα παιδιά στην επόμενη ταινία. Τα παιδιά του Τοπίου στην ομίχλη είναι τα παιδιά του μελισσοκόμου που πέθανε. Και που τώρα τον ψάχνουν έξω απ’ τα σύνορα της Ελλάδας, γιατί η Ελλάδα βρίσκεται πάντα έξω απ’ τα σύνορά της». Γιατί κι εμείς είμαστε τα ταξίδια μας, όλων των ειδών τα ταξίδια, ψιθύρισα κάπως επίμονα, σβήνοντας τη μηχανή στη γωνία Ζαχαρίτσας και Δράκου, ενώ τα δόντια μου χτυπούσαν στο ρυθμό της παγωνιάς.
πηγη: https://gnomip.gr/