Επικοινωνία

Μπορείτε να στείλετε το κείμενο σας στο info@vetonews.gr & veto910@otenet.gr. Τηλ. 6947323650 ΓΕΜΗ 165070036000 On Line Media 14499

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
Πέμπτη, 03 Μαρτίου 2022 15:59

Μεγάλα διηγήματα, στην ΕΡΤ1 Δεύτερη πρεμιέρα για τις τρεις σειρές βασισμένες στην Ελληνική Λογοτεχνία | Γράφει ο Ελισσαίος Βγενόπουλος

Η ΕΡΤ  από τη Δευτέρα 3 Ιανουαρίου 2022 προσφέρει τη δυνατότητα στους τηλεθεατές να δουν  τις σειρές που είναι βασισμένες σε σπουδαία διηγήματα Ελλήνων συγγραφέων.

Ήδη από την προβολή τους είχαμε επισημάνει ότι αυτές οι σειρές τουλάχιστον σε διάρκεια ήταν μεγάλες «μεγάλου μήκους ταινίες». Ας τις δούμε εν τάχει.

Ο Βαρδιάνος στα Σπόρκα στηρίζεται στο διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη με τον ίδιο τίτλο. Το διήγημα τοποθετείται χρονικά το 1865, όταν η χολέρα έπληττε θανάσιμα την Ευρώπη. Η επιδημία είχε ξεκινήσει από την Ινδία το 1839 και εξαπλώθηκε σε όλο τον κόσμο, πλήττοντας τη Μέση Ανατολή, τη Ρωσία, τη Δυτική Ευρώπη αλλά και Αμερική, για να φτάσει, το 1854, στην Ελλάδα και την Τουρκία, από γαλλικά στρατεύματα που επέστρεφαν από τον πόλεμο της Κριμαίας.

Διαβάσαμε ενθουσιώδη σχόλια για τη σειρά, αλλά η δική μας αίσθηση δεν ήταν αντίστοιχη. Όχι ότι δεν πρέπει να γυρίζονται σειρές με τέτοια θεματολογία και μόνο που ακούγεται το υπέροχο κείμενο του κοσμοκαλόγερου της λογοτεχνίας μας, Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη από τον αφηγητή στη σειρά, δικαιώνει την επιλογή του καναλιού και την πρωτοβουλία των συντελεστών, αλλά όλα θα μπορούσαν να έχουν γίνει με μεγαλύτερη προσοχή, μεγαλύτερη φροντίδα και περισσότερη αγάπη, θα έλεγα και με μια σταλιά δέος.

Τα γυρίσματα για τις ανάγκες της σειράς κράτησαν δέκα μέρες. Πραγματοποιήθηκαν στο Κυπαρίσσι της Λακωνίας, μία περιοχή ορεινή με πολλά παραδοσιακά στοιχεία. Κάποια γυρίσματα έγιναν επίσης στην Καισαριανή, αλλά και σε άλλα σημεία της Αττικής. Το σκηνικό της πλατείας του χωριού στήθηκε στην παλιά εγκατάσταση ΠΥΡΚΑΛ, στο Λαύριο. Όμως από τα σπίτια, τα αντικείμενα, τα ρούχα λείπει η πατίνα του χρόνου. Μπορεί να μην υπάρχουν κραυγαλέα λάθη αλλά  όλα φαίνονται πολύ καθαρά, πολύ περιποιημένα, πολύ σιδερωμένα. Η πιστή αποτύπωση της εποχής, απαιτεί μια δεύτερου επιπέδου επεξεργασία χώρων αντικειμένων, ρούχων και αξεσουάρ. 

Το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Βαρδιάνος στα σπόρκα» γράφτηκε το 1893, παραμένει όμως με έναν τραγικά ειρωνικό τρόπο σύγχρονο σε μία περίοδο που η πανδημία του κορωνοϊού έχει σκορπίσει  την ανησυχία και τον φόβο σε όλον τον πλανήτη.

Να υπογραμμίσουμε ότι δεν γίνεται και δεν πρέπει η ΕΡΤ να προσπαθεί να ανταγωνιστεί τα ιδιωτικά κανάλια στα ριάλιτι και στα πρωινάδικα, μπορεί όμως με τις μυθοπλασίες, τις προσεγμένες τηλεταινίες, την κινηματογράφηση σπουδαίων έργων της λογοτεχνίας μας να κερδίσει το κοινό και να ανοίξει τους τηλεοπτικούς ορίζοντες και τις επιλογές των τηλεθεατών.

Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου

Το διήγημα κινείται στο χώρο της ηθογραφίας και περιέχει στοιχεία κοινωνικά και ψυχογραφικά. Ο Βιζυηνός στο «Ποιος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου» αποτύπωσε πολύ ζωντανούς τους χαρακτήρες των προσώπων μέσα στη δραματικότητά τους. Η μορφή της μητέρας του συγγραφέα και του Κιαμήλ αποκτούν διαστάσεις ηρώων αρχαίας τραγωδίας, μιας και η μητέρα αγνοεί το φονιά του γιου της και ο Κιαμήλ αρχικά αγνοεί ποιος ήταν το πραγματικό θύμα του. Χαρακτηριστική είναι επίσης μια τεχνική καινοτομία στο έργο που είχε εμφανιστεί σπάνια στη μέχρι τότε λογοτεχνική παραγωγή: Ο Βιζυηνός αλλάζει συνεχώς τους αφηγητές μέσα στο έργο και η χρονική σειρά στη διήγηση παρουσιάζει παλινδρομήσεις μεταξύ παρόντος και παρελθόντος. Έτσι ανανεώνεται συνεχώς το ενδιαφέρον του αναγνώστη και μας παρουσιάζεται η ιστορία από πολλές οπτικές γωνίες (του αφηγητή, της μητέρας του, του Μιχαήλου, του Κιαμήλ) φωτίζοντας την ψυχοσύνθεση των πρωταγωνιστών.

Δεν έχουμε να πούμε πολλά για το μέτριο έτσι κι αλλιώς αποτέλεσμα την τηλεοπτικής σειράς με θέμα το διήγημα του Βιζυηνού. Όλα μοιάζουν ελλιπή, από την παραγωγή, την καλλιτεχνική διεύθυνση, ακόμα και τις ελλιπείς πρόβες για ένα καλό αποτέλεσμα στο επίπεδο των ερμηνειών από τους ταλαντούχους ηθοποιούς. Όλη αυτή η προσπάθεια σκοντάφτει, πνίγεται, γιατί δεν υπάρχει η βασική σύλληψη, γιατί δεν έχει λυθεί το κύριο ζήτημα, το πώς δηλαδή θα αναδειχθεί η γλώσσα του Βιζυηνού. Πως θα ακούσουμε καθαρά το λόγο του μεγάλου συγγραφέα να μας περιγράφει πράγματα και καταστάσεις, βιώματα και ψυχολογικές μεταπτώσεις, τα πάθη και παθήματα των ηρώων. 

Όλοι οι άνθρωποι που ασχολούνται με τον κινηματογράφο, την τηλεόραση, με την εικόνα και τον ήχο θα πρέπει να προβληματιστούμε. Δεν είναι καλό να γίνονται παραγωγές, να ξοδεύονται τόσα χρήματα και να μένει ο θεατής άδειος, χωρίς να έχει μεταλάβει κάτι από τόσο μεγάλα έργα, είτε του Βιζυηνού, είτε του Παπαδιαμάντη.  Δεν πρέπει να ξεφλουδίζουμε τόσο μεγάλα έργα της λογοτεχνίας μας, να αφαιρούμε τον φλοιό του, να αφαιρούμε την σάρκα του και τέλος να κρατούμε μόνο το κουκούτσι του, τον ρηχό πυρήνα της δράσης και της ίντριγκας. Δεν είναι δυνατόν να μεταφέρουμε στην τηλεόραση έργα Βιζυηνού και του Παπαδιαμάντη κι αυτοί μεγάλοι στοχαστές να «λείπουν» από το τελικό αποτέλεσμα. Πρέπει να ξαναδούμε τα πράγματα από την αρχή, ο λόγος των σπουδαίων συγγραφέων πρέπει να είναι κυρίαρχος. Δεν είναι η δράση και η ίντριγκα τα κύρια στοιχεία αυτών των υπέροχων κειμένων αλλά η γλώσσα και η πνοή της. Η μυστηριώδης, αινιγματική πλοκή, η περίπλοκη αφηγηματική προοπτική, οι πολλαπλές αντιθέσεις (αλήθεια/πλάνη, άγνοια/γνώση, φως/σκότος κτλ.), η ρεαλιστική αφήγηση, οι ψυχογραφικές εμβαθύνσεις είναι μόνο μερικές από τις ιδιότυπες αφηγηματικές τεχνικές του Βιζυηνού που τον καθιστούν πρωτοποριακό διηγηματογράφο,  αυτές οι αρετές δεν γίνεται να εξανεμίζονται, να χάνονται στο τελικό τηλεοπτικό αποτέλεσμα, γιατί τότε ακυρώνουμε την προσπάθεια να προσεγγίσουμε τους μεγάλους συγγραφείς μας και τα συγκλονιστικά έργα τους. 

Κρίσιμες Στιγμές

Από τις ωραιότερες συλλογές διηγημάτων της μεταπολεμικής πεζογραφίας, οι Κρίσιμες στιγμές της Γαλάτειας Καζαντζάκη, σχεδόν μισό αιώνα από την πρώτη τους έκδοση (1952), συγκλονίζουν με την ευαισθησία και τη διαχρονικότητα των θεμάτων τους. Οι πληγωμένες αλλά αξιοπρεπείς γυναίκες, οι αποκλεισμένοι και απόκληροι του αστικού χώρου, οι πνευματικοί άνθρωποι που δεν υποδύονται το ρόλο τους αλλά τον επωμίζονται, συναπαρτίζουν και σε αυτό το βιβλίο της συγγραφέως έναν θίασο που παλεύει για ένα καλύτερο μέλλον, γιατί «ο κόσμος που ζούμε παραέγινε βρόμικος» και «ένας άλλος πρέπει να ’ρθει να τον σαρώσει». 

Έχουμε ανάγκη να ακούσουμε τον λόγο της Γαλάτειας Καζαντζάκη όχι από κάποια διαστροφή, αλλά επειδή όταν διαβάζουμε τις περιγραφές της, τα σχόλια της συγγραφέως χανόμαστε μέσα στη ζεστή θάλασσα του συναισθήματος και της συγκίνησης ενώ στη σειρά παρακολουθούμε τη συνεχή παράθεση περιστατικών και γεγονότων αλλά η συγγραφέας λείπει, φαίνεται ότι βρίσκεται στα κομμάτια που λείπουν από τη σειρά. 

Η  λογοτεχνία με τόσους αιώνες στην πλάτη της και ο νεαρός κινηματογράφος και η ακόμα νεαρότερη τηλεόραση έχουν κοινή γλώσσα: αφήγηση, πρωταγωνιστές, σκηνικό σε χρόνο και τόπο, εικονοποιία, μονταζιακές τεχνικές, επιτάχυνση και επιβράδυνση, σιωπές, οπτικές γωνίες, που κάνουν τα δύο είδη να συγγενεύουν, έστω κι αν φαίνονται πολύ μακρινοί συγγενείς. Έτσι, έτοιμες μυθοπλασίες αποτέλεσαν τη βάση για σεναριογράφους και κινηματογραφιστές  να διασκευάσουν το κείμενο σε σενάριο το οποίο είναι η βάση για την τηλεοπτικοποίηση του λογοτεχνικού έργου.

Τηλεοπτικά/κινηματογραφικά Συμπεράσματα

Με αφορμή τις τρεις μίνι σειρές  της ΕΡΤ «Βαρδιάνος στα σπόρκα» βασισμένη στο διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, «Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου» βασισμένη στο αυτοβιογραφικό διήγημα του Γεώργιου Βιζυηνού και τις «Κρίσιμες στιγμές» της Γαλάτειας Καζαντζάκη, θέσαμε τον δάκτυλον επί των τύπων των ήλων, της μεταφοράς στην τηλεόραση, της οπτικοποίησης δηλαδή μεγάλων έργων της ελληνικής πεζογραφίας. Όσο πιο σημαντικά είναι τα κείμενα και πιο ιδιαίτερη η γλώσσα του συγγραφέα, τόσο πιο δύσκολη, άκαρπη, άψυχη και  ατυχής είναι η μεταφορά. Είναι φιλότιμες οι προσπάθειες πολλές φορές των συντελεστών αλλά δεν αρκούν, δεν φτάνουν, δεν μπορούν να μετρηθούν με μεγέθη σαν του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και του Γεώργιου Βιζυηνού. Αλλά όπως έλεγε και ο Γάλλος υπερρεαλιστής συγγραφέας André Breton «Από όλες εκείνες τις τέχνες στις οποίες οι σοφοί υπερέχουν, το μεγαλύτερο χάρισμα είναι να γράφεις καλά».

Τελικά προσφέρει και τι, η τηλεοπτική διασκευή τέτοιων έργων; Βοηθά τον  τηλεθεατή να συλλάβει την αισθητική και πολιτισμική αύρα του κειμένου ή τον αφήνει, στο τηλεοπτικό-εικονικό τοπίο, παθητικό κι αδιάφορο; Ευνοεί  τη διάδοση της λογοτεχνίας και δίνει ώθηση στην επαφή με το βιβλίο; Η τηλεόραση, είναι αλήθεια ότι αναδεικνύει έργα, τα εντυπώνει στη συνείδηση του κοινού, τους δίνει μια άλλη διάσταση και μάλιστα κάποιες φορές  μια άλλη ζωή. Είναι πολλές οι περιπτώσεις που μετά την προβολή μιας σειράς, οι πωλήσεις του βιβλίου πάνω στο οποίο στηρίχτηκε η σειρά εκτοξεύτηκαν σε απίστευτους, για τους συγγραφείς, αριθμούς. Η τηλεόραση δανείζεται από τη λογοτεχνία υλικό και της το αντιγυρίζει με τη μορφή ευρύτερης προβολής, η οποία συμβάλλει στην εδραίωση μερικών έργων στη συνείδηση του κοινού. Πρέπει να επανεξετάσουμε τη σχέση ανάμεσα στη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο και, δεδομένου ότι πρόκειται για δύο αφηγηματικές τέχνες, πρέπει να ξαναδούμε  τις αναλογίες μεταξύ τους, αλλά και οι διαφορές τους, με κυριότερη τα διαφορετικά εκφραστικά μέσα που χρησιμοποιούν, καθώς η λογοτεχνία αφηγείται με λέξεις, ενώ ο κινηματογράφος, κατά κύριο λόγο, με εικόνες.  

Ο θεατής που καταναλώνει το ένα σίριαλ πίσω από το άλλο, πρέπει να βρούμε τον τρόπο να  μπορέσει να εκτιμήσει ή να αγαπήσει ένα διήγημα, μία νουβέλα ή ένα μυθιστόρημα βραδείας καύσεως και πολλαπλών νοηματικών επιπέδων. Πρέπει να βρούμε τον τρόπο το πεζογράφημα που έγινε τηλεοπτικό πρόγραμμα να μην γοητεύει τον θεατή μόνο και μόνο με την    καταιγιστική του δράση, αλλά  να απογειώνει τις αισθήσεις του θεατή χάρη στη γλωσσική ιδιοφυΐα του λογοτεχνικού του δημιουργού. Πρέπει να βρούμε τον τρόπο οι μεγάλοι λογοτέχνες, ο λόγος τους, η σκέψη τους και η γραφή τους να διατρέχουν το τελικό κινηματογραφικό – τηλεοπτικό αποτέλεσμα απ’ άκρη σ’ άκρη.

Κατά την απονομή του Νόμπελ ο Οδυσσέας Ελύτης είπε «Μου εδόθηκε, αγαπητοί φίλοι, να γράφω σε μια γλώσσα που μιλιέται μόνον από μερικά εκατομμύρια ανθρώπων. Παρ’ όλ’ αυτά, μια γλώσσα που μιλιέται επί δυόμιση χιλιάδες χρόνια χωρίς διακοπή και μ’ ελάχιστες διαφορές». Αυτά τα λόγια δεν πρέπει να τα ξεχνάμε ποτέ.

Τελευταία τροποποίηση στις Πέμπτη, 03 Μαρτίου 2022 16:03