τους τίτλους της. Ως απάντηση, ο Μπομπ Κέιν δημιούργησε τον χαρακτήρα με όνομα «Ο Άνθρωπος – Νυχτερίδα». Η πρώτη εμφάνιση του Batman έγινε τον Μάιο του 1939 στο τεύχος 27 του περιοδικού Detective Comics. Ο χαρακτήρας έγινε τόσο δημοφιλής που την άνοιξη του 1940 δημοσιεύθηκε το πρώτο περιοδικό με βάση τον άνθρωπο νυχτερίδα.
Η δωδέκατη στη σειρά κινηματογραφική ταινία του «Batman» είναι η ταινία του Ματ Ριβς. Η πόλη του Γκόθαμ Σίτι βρίσκεται σε προεκλογική περίοδο, αλλά εδώ δεν έχουμε υποσχέσεις, παροχές, ψέματα, απατεωνιές κι αυταπάτες που έχουμε σε άλλες πιο κοντινές μας «πολιτείες». Εδώ έχουμε πιο νουάρ και αιματηρές καταστάσεις, ο δήμαρχος βρίσκεται δολοφονημένος από κάποιον που του αρέσει να προκαλεί τον Μπάτμαν με γρίφους. Η δολοφονία του αρχηγού της αστυνομίας θα είναι ακόμα ένα άγριο επεισόδιο και ένα ακόμα αίνιγμα η οποία σκιαγραφεί τη σύνδεση σημαντικών προσωπικοτήτων της πόλης με ένα βαθύ και σκοτεινό κύκλωμα διαφθοράς.
Η δικαιοσύνη στην πόλη είναι αδύναμη και ασθενική και η εκδίκηση υπερτροφική, αλλοπρόσαλλη και όπως έγραφε ο Άγγλος φιλόσοφος Φραγκίσκος Βάκων «Η εκδίκηση είναι ένα είδος πρωτόγονης δικαιοσύνης, προς την οποία έλκεται η ανθρώπινη φύση. Το χρέος του νόμου είναι να προσπαθεί να την ξεριζώσει».
Ο Μπρους Γουέιν, ο Μπάτμαν (Ρόμπερτ Πάτινσον), οστεώδης αλλά πειστικός μοναχικός τιμωρός με τη βοήθεια του Άλφρεντ (Άντι Σέρκις) και του Τζέιμς Γκόρντον (Τζέφρι Ράιτ) βαδίζοντας ανάμεσα στις σκιές της πόλης και στις λάμψεις αγωνίας των πολιτών της, σκορπίζει άγριο πανικό, λαχταριστό φόβο και φρεσκοκαβουρδισμένη εκδίκηση, προς τέρψη και στιγμιαία ανακούφιση των πολιτών της ερεβώδους πόλης του Γκόθαμ και των θεατών του στις κινηματογραφικές αίθουσες.
Ο Μπάτμαν θα διασταυρωθεί στις προσπάθειές του να φωτίσει λίγο τα κατασκότεινα σημεία της πόλης με τη η Σελίνα Κάιλ - Κατγούμαν (Ζόι Κράβιτς) ερωτικά αιλουροειδής , τον Όσβαλντ Κόμπλποτ-Πιγκουίνος (Κόλιν Φάρελ) χαμένο μέσα στο μακιγιάζ, τον Κάρμαϊν Φαλκόνε (Τζον Τορτούρο), εξαιρετικό στο ρόλο του και τον Έντουαρντ Νάστον – Γρίφος (Πολ Ντέινο). Στην επιδίωξή του για εκδίκηση, ο Μπάτμαν αποκαλύπτει τη διαφθορά στην πόλη Γκόθαμ σε όλο της το μεγαλείο.
Στο φιλμ νουάρ θα συναντήσουμε χαμηλούς φωτισμούς έντονες αντιθέσεις και τεράστια γκάμα δραματικών φωτοσκιάσεων. Οι σκιές περσίδων ή καγκελωτής κουπαστής σκάλας που πέφτουν πάνω σε έναν ηθοποιό, έναν τοίχο ή ένα ολόκληρο σκηνικό είναι ένα κλασικό σκηνογραφικό κάδρο στο φιλμ νουάρ. Τα πρόσωπα των χαρακτήρων μπορεί να κρύβονται εν μέρει ή ολόκληρα στο σκοτάδι, όπως κατ’ αναλογία συμβαίνει και με τα εσωτερικά χαρακτηριστικά τους στην ανέλιξη της ιστορίας. Άλλα οπτικά μέσα που χρησιμοποιούνται συχνά είναι οι λήψεις ανθρώπων που καθρεφτίζονται σε λείες επιφάνειες, ασυνήθιστες γωνίες λήψης, λοξά κάδρα. Η χαρακτηριστική μουσική παίζει σημαντικό ρόλο στις ταινίες του είδους, όπως και οι ήχοι, κοφτές, ψυχρές ή πομπώδεις φωνές, φρένα αυτοκινήτων, ήχοι τακουνιών στους δρόμους, πυροβολισμοί. Όλα αυτά τα όπλα του νουάρ τα χρησιμοποιεί με επιτυχία ο σκηνοθέτης του Μπάτμαν.
Για να μπορέσει ο Ματ Ριβς να πει την ιστορία που θέλει με τον δικό του τρόπο, με τα στοιχεία νουάρ που ήθελε να προσθέσει ήταν αναγκαίο να διαλέξει και το κατάλληλο cast. Ο σκηνοθέτης είχε σκεφτεί τον Ρόμπερτ Πάτινσον στον ρόλο του πρωταγωνιστή εξ αρχής. Τον έχει παρακολουθήσει σε μία σειρά από ταινίες. «Είναι πολύ διαφορετικός σε κάθε ταινία. Στο Good Time είδα κάτι που τον συνέδεε με τον Μπάτμαν. Νιώθεις την απόγνωση του στην ταινία και το κίνητρο του, αλλά και το πόσο ευάλωτος είναι. Ήθελα αυτή η εκδοχή του Μπάτμαν να είναι τρομαχτική, αλλά και ευάλωτη. Όταν είδα πόσες διαφορετικές πτυχές δίνει ο Ρομπ στους ρόλους του, ένιωσα ότι μπορεί να αναλάβει τον χαρακτήρα» είπε ο Ριβς αιτιολογώντας την επιλογή του.
Ο Μπάτμαν όπου βρεθεί και όπου σταθεί, μέσα στα αχανή και βαθιά σκοτάδια της πόλης, συστήνεται αυτάρεσκα σαν «ο εκδικητής», όταν όμως διαπιστώσει ότι άλλοι μπορούν να εκδικηθούν πιο βίαια από αυτόν, πιο απάνθρωπα αλλά το σημαντικότερο πιο αναποτελεσματικά, καταλαβαίνει ότι αυτό που τόσα χρόνια προσφέρει στην κοινωνία δεν αρκεί για να κλείσει ούτε μια χαραμάδα απελπισίας μέσα στον ασύλληπτο ζόφο της πόλης.
«Η εκδίκηση είναι γλυκιά και δεν παχαίνει» έλεγε Άλφρεντ Χίτσκοκ, που τα είχε τα κιλάκια του, αλλά αυτό που μπορεί πραγματικά να θρέψει έναν άνθρωπο και μια κοινωνία είναι κάτι που θυμάται με χαμόγελο από το παρελθόν και κάτι που προσδοκά με αγωνία κι ελπίδα από το μέλλον. Πυλώνας σε αυτό το μέλλον πρέπει να είναι η δικαιοσύνη, αλλά όπως έλεγε η Βρετανίδα σουφραζέτα Emmeline Pankhurst και μας επιβεβαιώνει το σκοτεινό βλέμμα του Μπάτμαν «Μεταξύ της δικαιοσύνης και της απονομής δικαιοσύνης υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος που τις χωρίζει».
Αγαπητοί Σύντροφοι!
Είναι ο τίτλος της τελευταίας ταινίας του Κοντσαλόφσκι Έχοντας συμπληρώσει τα 85 του χρόνια και με μια κινηματογραφική καριέρα που υπολογίζεται σε περίπου έξι δεκαετίες, ο Ρώσος Αντρέι Κοντσαλόφσκι μας προσφέρει ασπρόμαυρα κομμάτια παραλλαγμένου και έξυπνου «σοσιαλιστικού ρεαλισμού», κριτικάροντας τις κωμικοτραγικές αντιδράσεις του γραφειοκρατικού μηχανισμού, στα τρομερά γεγονότα του Ιουνίου του 1962 "της σφαγής του Νοβοτσερκάσκ". Θα δούμε και θα καταλάβουμε και κάποια πράγματα για την κατάπτωση της Ρωσίας, αυτής της μεγάλης χώρας και τους σκοτεινούς δρόμους που ακολουθεί σήμερα. Η πόλη που συνέβησαν τα συγκλονιστικά γεγονότα του Ιουνίου του 1962 είναι πολύ κοντά στα σύνορα με την ηρωική Ουκρανία και τη βασανισμένη Μαριούπολη.
Να πάμε στην όμορφη αυτή ταινία, γιατί πόλεμο έχουμε με τον Πούτιν την στενή και ευρύτερη παρέα του, όπου γης κι όχι με το ρωσικό λαό και τον πολιτισμό του.