του, βρίσκεται ανάμεσα στην απόγνωση και την παράνοια. Τα χρήματα που έχει ανάγκη ξεπερνούν τα 200.000 δολάρια και το ηρωικό παρελθόν του στα δάση της Άπω Ανατολής και οι ηρωικές του μάχες με τους Βιετκόνγκ και τα παράσημα δεν τον βοηθούν. Οι μάχες που έχει να δώσει ο ήρωας απέναντι στο απάνθρωπο σύστημα υγείας που τον συνθλίβει, στο κέντρο του Λος Άντζελες είναι πιο άνισες , πιο ύπουλες πιθανόν και πιο βάρβαρες γιατί δεν διακινδυνεύει τη δική του ζωή του αλλά αγαπημένου του προσώπου.
Ο Γουίλ μέσα στην ανάγκη και την απελπισία του απευθύνεται στον θετό λευκό αδελφό του, Ντάνι -Τζέικ Τζίλενχαλ, για ένα δάνειο, στην ανάγκη έτοιμος και για μια μικροκομπίνα. Ο Ντάνι όμως, ο οποίος είναι εγκληματίας με τάλαντο φοβερό, με φιλοδοξίες χωρίς μέτρο και έχει δει τη ζωή σαν ρουλέτα, του κάνει μια αντιπροσφορά ασύλληπτη για μια δουλειά που ο απελπισμένος Γουίλ δεν μπορεί να αρνηθεί, καθώς υπάρχει ζήτημα ζωής ή θανάτου, του προτείνει να κάνουν τη μεγαλύτερη ληστεία τραπεζών στην ιστορία του Λος Άντζελες, με λεία 32 εκατομμύρια δολάρια.
Ο Ντάνι, με το αγγελικό πρόσωπο, πάντα φρόντιζε τον ετεροθαλή αδελφό του. Όταν ο Γουίλ του ζητάει δάνειο θέλει ειλικρινά να βοηθήσει, αλλά συνειδητοποιεί επίσης πόσο του λείπει ένας συνεργάτης που μπορεί να εμπιστευτεί και εδώ προβάλλει το διαβολικό πρόσωπο. Σχεδιάζει μια ληστεία τράπεζας και χρειάζεται έναν συνεργάτη. Στο πρόσωπο του αδελφού του και ήρωα του πολέμου βρίσκει τον πλέον κατάλληλο. Ο Ζαν Ζενέ έλεγε για όλον αυτόν τον κόσμο που βρίσκεται μεταξύ σκιάς και αφάνειας, μεταξύ περιθωρίου και ανάγκης «Αναγνωρίζω στους κλέφτες, στους προδότες και στους δολοφόνους, στους αδίστακτους και στους πανούργους, μια βαθιά ομορφιά, μια βυθισμένη ομορφιά» και ο Τζέικ Τζίλενχαλ έχει ένα πρόσωπο που μπορεί να πατήσει σε όλα αυτά τα αντιφατικά και χαώδη με χάρη και αυτοπεποίθηση.
Η θεά Τύχη δεν θα είναι σπλαχνική με τα ετεροθαλή αδέλφια όλα πάνε στραβά και ανάποδα, αρπάζουν ένα ασθενοφόρο και το τρενάκι του τρόμου αρχίζει την ξέφρενη πορεία του στους δρόμους της «Πόλης των Αγγέλων». Μαζί τους σ’ αυτό το ταξίδι τα αδέλφια συμπαρασύρουν έναν ετοιμοθάνατο αστυνομικό και την νοσοκόμα - Έιζα Γκονζάλες που συνοδεύει το ασθενοφόρο, το τραυματισμένο όργανο της τάξης και τον αλλόφρονα και γονυπετή ερωτισμό κάθε εφήβου όπου Γης.
«Κάνω ταινίες για έφηβους. Ω, αγαπητέ, τι έγκλημα», απαντά, όχι και τόσο ευρηματικά, ο Μάικλ Μπέι σε αυτούς που του προσάπτουν διάφορα για το έργο του, ρηχότητα, ελαφρότητα, αφέλεια, «μετρημένο» ρατσισμό, «ελεγχόμενο» σεξισμό και ανεξέλεγκτο εκβιασμό όλων των οπτικοακουστικών αισθήσεων του ανύποπτου θεατή, με τις εξεζητημένες γωνίες λήψεις, το εκρηκτικό μοντάζ, τους φρενήρεις ρυθμούς του και το ιλιγγιώδες τρεχαλητό. Έξι από τις ταινίες του Μπέι έχουν προταθεί για το Χρυσό Βατόμουρο Χειρότερης Ταινίας και το Χρυσό Βατόμουρο Χειρότερης Σκηνοθεσίας (Armageddon , Pearl Harbor , Transformers: Revenge of the Fallen , Transformers: Dark of the Moon , Transformers: Age of Extinction και Transformers: The Last Knight ), με τα Revenge of the Fallen και Age of Extinction να κερδίζουν το «βραβείο» Σκηνοθέτη.
Η ιστορία της ταινίας είναι απλή και από ένα σημείο και μετά γίνεται απλοϊκή. Έτσι έχουμε μια κινηματογραφική καταδίωξη με κάμερες οι οποίες ίπτανται πάνω από τα κεφάλια μας και με ρυθμούς που σε υποχρεώνουν να συγκρατείς, τα απαραίτητα για την περίπτωση, ποπ – κορν σφιχτά στην αγκαλιά σου, αλλιώς κινδυνεύουν μαζί με το πρόχειρο έδεσμα να ξεχυθούν στα πατώματα και οι εναπομείνασες εφηβικές μας απολήξεις . Όταν πηγαίνει κάποιος στις ταινίες του Μάικλ Μπέι ξέρει ότι μπαίνει σε ένα καλοκουρδισμένο και ευφάνταστο λούνα παρκ και θα εκπλαγεί και θα τρομάξει και θα ξεχειλίσει από αγωνία και θα γελάσει, σε κάποια σημεία θα χλευάσει αυτά που είδε, αλλά πάλι θα αφήσει τον εαυτό του να ξεγλιστρήσει στην αγνή αγωνία, τα δίκροκα εφέ και τις αναπάντεχες ανατροπές σεναριακές και όχι μόνο. Το σενάριο ανήκει στον Κρις Φέντακ (Prodigal Son, Chuck) και βασίζεται στο σενάριο του Δανέζικου θρίλερ του 2005 «Ambulancen». Καλό, πάντως, θα είναι όλοι μας και κυρίως οι δημιουργοί να μην υποτιμούμε τους νέους ανθρώπους και να γνωρίζουμε αυτό που έλεγε ο Σαλβαντόρ Νταλί «Το μόνο άσχημο με τη σημερινή νεολαία είναι ότι δεν ανήκουμε πλέον σ’ αυτήν».