σε μια απομονωμένη αγροικία για να γυρίσει ένα πορνό με τίτλο «Η κόρη του αγρότη». Την εποχή εκείνη οι ερωτικές ταινίες και οι ταινίες τρόμου γέμιζαν τις υποβαθμισμένες, βρώμικες και άθλιες σκοτεινές αίθουσες, τέμνοντας εγκάρσια τον σοβαρό κινηματογράφο είτε τον Ακαδημαϊκό, είτε τον πειραματικό είτε τον αστραφτερό κινηματογράφο του Χόλυγουντ. Έξι φιλαράκια λίγο αλλοπαρμένα, λίγο ερωτευμένα, λίγο ανήσυχα ξεκινούν να στήσουν ένα αγροτικό πορνό και ό,τι ήθελε προκύψει, είτε στον δημιουργικό είτε στον σεξουαλικό τομέα. Όταν όμως οι ηλικιωμένοι ιδιοκτήτες της φάρμας, η οποία έχει μετατραπεί σε στούντιο για τις ανάγκες της άσεμνης ταινίας, αντιλαμβάνονται τους σκοπούς της νεανικής παρέας, αλλάζουν πρόσωπο και τα μέλη του συνεργείου, οι νταβραντισμένοι ηθοποιοί και το όλο εγχείρημα τινάζεται στον αέρα και ο σώζων εαυτόν σωθήτω.
Στους ρόλους ο Αφροαμερικανός και βετεράνος του Βιετνάμ Τζάκσον με τη στρίπερ Μπόμπι-Λιν και τη νεαρή. Μαζί τους ο παραγωγός Γουέιν, ο auteur Αρ Τζέι και η ηχολήπτρια Λορέιν. Πρωταγωνιστούν: Μία Γκοθ, Τζένα Ορτέγκα, Μάρτιν Χέντερσον, Μπρίτανι Σνόου, Όουεν Κάμπελ, Στίβεν Γιούρι, Σκοτ Μεσκούντι. Όμως εκεί που νομίζουμε ότι θα έχουμε τη γνωστή ιστορία των απομονωμένων νέων που θα τους εξοντώσει κάποιος με τη μεγαλύτερη ευκολία σκορπίζοντας παντού τόνους κόκκινη μπογιά, απλώνοντας ερασιτεχνισμό και κοριτσίστικα ουρλιαχτά στη διαπασών, ανατρέπονται τα πάντα και βγαίνουμε σε ένα όμορφο ανοιχτό τοπίο, το οποίο είναι φροντισμένο με στέρεους χαρακτήρες και αδιαφανή και απρόσβλητη από ευκολίες ατμόσφαιρα. Εκεί στην αγροικία των ξεσηκωμένων αισθήσεων που ενώνεται ο ερωτισμός στα όρια της πορνογραφίας (μπορεί και λίγο πιο μετά) και ο τρόμος στα όρια της παράκρουσης (μπορεί και λίγο πιο πριν) βρισκόμαστε ξαφνικά και λίγο απαράσκευα μέσα σε ένα όμορφο κινηματογραφικό τοπίο, στο οποίο για όπου και αν κινήσουμε θα βρεθούμε μπροστά σε πανέμορφες, γοητευτικές εκπλήξεις.
Το ζήτημα της τέχνης και της πορνογραφίας είναι αμφιλεγόμενο. Τα όρια ανέκαθεν εισχωρούσαν το ένα στο άλλο. Ως βασικό κανόνα έχουμε ότι η πορνογραφία έχει δύο προϋποθέσεις να είναι ολοφάνερα σεξουαλικό με κρυφό στόχο, αναπόφευκτη ακολουθία και αναπότρεπτο αποτέλεσμα τη σεξουαλική αφύπνιση του θεατή. Όπου κι αν τρέξουμε, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη των αιώνων και στις μεγάλες πεδιάδες όλων των πολιτισμών θα συναντήσουμε άπειρα σπουδαία έργα που έχουν ακριβώς αυτά τα χαρακτηριστικά, για να μη γίνουμε προβοκάτορες και πούμε ότι δημιουργήθηκαν ακριβώς γι αυτό, να εξάπτουν τη ρηχή φαντασία, τις δειλές αισθήσεις και τις ολιγάριθμες φαντασιώσεις του θεατή. Τα ψηφιδωτά της Πομπηίας, τα γλυπτά που επεξηγούν το Κάμα Σούτρα, η «Γυμνή Μάγια» του Γκόγια ή κάποια σχέδια του Γκούσταβ Κλιμτ στέκονται, μπορεί κιόλας με ενδιαφέροντα τρόπο να διευρύνουν τον ορισμό της πορνογραφίας.
Χ εκεί ακριβώς που διασταυρώνονται τα κινηματογραφικά είδη και στο σημείο που ο λογοκριτής και υπεύθυνος για τη φροντίδα των ηθών των εφήβων, με μια μονοκοντυλιά διαγράφουν τις άγριες επιθυμίες, τις ατίθασες ορέξεις και τις εκτός πλαισίων ερωτικές ανησυχίες των νέων ανθρώπων. Κι από τον ερωτισμό και την πορνογραφία μπαίνουμε στο μεγάλο δωμάτιο του δέους και του τρόμου.
Ο φόβος σχετίζεται με μια σειρά πρόσθετων γνωστικών και συναισθηματικών καταστάσεων, που συμπεριλαμβάνουν την ανησυχία, το άγχος, τον τρόμο, την φρίκη, και τον πανικό. Σχετικά με την εμπειρία του φόβου μπορεί να μείνει πολύ καιρό μετά την έκθεση στον ασυνείδητο νου, όπου μπορεί να εκδηλωθεί ως εφιάλτες, ή, σε μια ακόμη πιο ισχυρή μορφή, ως νυχτερινός τρόμος. Διαβάζουμε στα πρακτικά του συμποσίου με τίτλο «Ο φόβος στην Τέχνη και στη ζωή». Φόβος είναι μια αρχέγονη πανανθρώπινη κληρονομιά. Ένα ένστικτο, ένα συναίσθημα, μια κινητήρια δύναμη ικανή να πυροδοτήσει τις πιο ακραίες και άλογες αντιδράσεις. Ο φόβος που εμφιλοχωρεί σε καθετί ανθρώπινο, απάνθρωπο ή θεϊκό, που τροφοδοτεί την τέχνη και τις επιστήμες, που εμπεριέχεται σε κάθε έκφραση προόδου και καταστροφής. Ο φόβος που μετουσιώνεται, μεταλλάσσεται, ανακυκλώνεται. Η διαχείριση του φόβου από το άτομο, την ομάδα, τη θρησκευτική ή κοσμική εξουσία. Το αίτιο που γίνεται αιτιατό. Ο φόβος που χρωματίζει τη σχέση του ανθρώπου με το θείο, τη δημιουργία, τον έρωτα, το θάνατο και τη ζωή.
Ο Αμερικανός Τι Γουέστ («The house of the devil») γνωρίζει ότι οι καλλιτέχνες είναι ηδονοβλεψίες στην κλειδαρότρυπα του αναπάντεχου, του προβοκατόρικου και του τυχαίου. Αρπάζει, λοιπόν, μια έξυπνη ιδέα και στήνει όμορφα πράγματα στην ταινία του, χωρίς να χάνεται στα ασυναρμολόγητα κλισέ, τις βαρετές ευκολίες και τις χιλιοειπωμένες επαναλήψεις. Χρησιμοποιεί με ευρηματικό τρόπο την κάμερά του, το φως και τα ανοιχτά παράθυρα, το τοπίο με τους ανοικτούς ορίζοντες, τις κλειστές διαδρομές και τις ανύπαρκτες διαφυγές. Δεν ξεχνά τα έντονα χρώματα, που έχουν ξεβραστεί από τις χιλιοειπωμένες ιστορίες του πορνό αν και τα έχει λίγο σπασμένα, με ελάχιστο, ελεγχόμενο κόκκο, μας προοικονομεί μάλιστα, τη συνέχεια, όταν σε μία σεκάνς ο αστυνομικός επιδεικνύει ως λάφυρο μια 16 αρα κινηματογραφική μηχανή και μας βεβαιώνει ότι εκεί μέσα υπήρχε συμπυκνωμένος, πρωτόγονος, αμόλυντος και αμοντάριστος τρόμος. Όσο βρισκόμαστε μέσα στην αίθουσα να μην ξεχνάμε αυτό που ο Βρετανός πολιτικός & φιλόσοφος Έντμουντ Μπερκ σημείωνε ότι «Κανένα πάθος δεν κλέβει τη θέληση και τη λογική απ’ το μυαλό του ανθρώπου, όσο ο φόβος».