βοηθά τον αργοναύτη να κλέψει το χρυσόμαλλο δέρας και προδίδει τον πατέρα της. Η μάντισσα εγκαταλείπει την πατρίδα της για χάρη του έρωτά της και παίρνει μαζί της όμηρο τον μικρό αδελφό της, τον οποίο τεμαχίζει κατά την καταδίωξη της από τον πατέρα της, πετά στη θάλασσα ένα, ένα κομμάτι το τεμαχισμένο κορμί του άμοιρου παιδιού, για να καθυστερεί τον πατέρα της, ο οποίος μάζευε το κομματισμένο κορμί του άψυχου γιου του. Ο Ιάσων και η αδελφοκτόνος Μήδεια με τα δυο παιδιά τους ζουν στην Κόρινθο, εδώ θα αναπτυχθεί η δράση αργά, αργά και θα ξετυλιχτεί το άγριο φονικό. Σε κάθε σκηνή ο Ευριπίδης μας παρουσιάζει και καινούργια γεγονότα και περιστατικά τα οποία οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στα φονικά που σιμώνουν. Μαθαίνουμε ότι ο Ιάσων εγκατέλειψε τη γυναίκα του και θα παντρευτεί την Γλαύκη, την κόρη του βασιλιά, από τον Παιδαγωγό πληροφορούμαστε, πως ο Κρέων σκοπεύει να διώξει τη Μήδεια και τα παιδιά της από την πόλη. Οργή και απελπισία κάνουν τη Μήδεια να αναφωνήσει και να μας υποψιάσει γι αυτά που θ’ ακολουθήσουν.
Ω κατάρατα τέκνα μητέρας φρικτής,
που ν’ ανοίξει το χώμα
να σας φάγει μαζί με τον κύρη
Ο χορός συμπάσχει με τη Μήδεια η οποία φλεγόμενη από το πάθος, επικαλείται με ένταση τους όρκους που έδωσαν με τον Ιάσονα.
Κι όμως όρκοι μεγάλοι μας δέναν
Στη συνέχεια η Μήδεια απευθύνεται στο χορό και μιλάει για τη δυσμενή θέση της γυναίκας και για τον τρόπο που της συμπεριφέρεται η κοινωνία. Τον άνδρα, λέει η ιέρεια, με χρήμα τον αγοράζουμε και τον κάνουμε αφέντη του σώματός μας, όποτε θέλει μας χωρίζει, βγαίνει και διασκεδάζει καθώς εμείς τον περιμένουμε κλεισμένες στο σπίτι. Κινδυνεύει λένε κάποιοι επειδή πολεμάει
Ανόητος στοχασμός! Τι κάλλιο θα χα
τρεις να σταθώ φορές πλάι στην ασπίδα
Ακόμα η Μήδεια συμπεραίνει πως αυτή είναι σε χειρότερη κατάσταση γιατί εκτός από γυναίκα είναι και πρόσφυγας χωρίς πατρίδα. Εισβάλει ο Κρέων στη σκηνή και ρητά και κατηγορηματικά της μηνύει ότι πρέπει να πάρει τα παιδιά της και να φύγει από την πόλη. Ο Κρέων δεν λυπάται και δεν ενδίδει στα παρακάλια της ιέρειας, το μόνο που της παραχωρεί είναι μια μέρα προετοιμασίας για την αναχώρηση. Αυτή η μέρα όμως για την πληγωμένη γυναίκα είναι αρκετή. Εκμυστηρεύεται στον Χορό, ότι θα ξεπαστρέψει όλους όσους εναντιώνονται στη θέλησή της και στους όρκους που έδωσε με τον άνδρα της. Ο Χορός βυθίζεται στην απόγνωση αλλά δεν εγκαταλείπει μόνη την προδομένη μάγισσα και υπογραμμίζει την αθέτηση των όρκων.
Πάει των όρκων το σέβας!
Κ’ η ντροπή πάει κι αυτή
στη μεγάλη Ελλάδα δεν μένει
Καταφθάνει ο Ιάσων και η Μήδεια ασυγκράτητη του εξιστορεί το παρελθόν τους. Του λέει επειδή σε αγάπησα βαθιά, για να σε σώσω, έκανα τα πάντα, πρόδωσα του δικούς μου και εσύ με αφήνεις πατώντας τους όρκους μας. Ο Ιάσων απόμακρος της λέει ότι αυτά πέρασαν και ότι πρέπει να δει τι θα κάνει στη ζωή του. Προτείνει κάποιες λύσεις φιλικές στην καταπροδομένη γυναίκα, τις οποίες η Μήδεια απορρίπτει μετά βδελυγμίας.
Η είσοδος του Αιγέα σηματοδοτεί ένα σημαντικό σημείο καμπής στο έργο. Ο Αιγέας, ο βασιλιάς της Αθήνας, φτάνει στην Κόρινθο ενώ βρίσκεται σε προσκύνημα στο Μαντείο των Δελφών. Συναντά τη Μήδεια, η οποία βρίσκεται σε απόγνωση και αναζητά καταφύγιο.
Η Μήδεια εκμεταλλεύεται την ευκαιρία αυτή και αποκαλύπτει το μοχθηρό σχέδιό της για εκδίκηση εναντίον του άπιστου συζύγου της, Ιάσονα. Λέει στον Αιγέα ότι κατέχει γνώση ενός φίλτρου που μπορεί να αποκαταστήσει τη γονιμότητά του, καθώς δεν μπορούσε να κάνει παιδιά. Σε αντάλλαγμα για τη βοήθειά του, του ζητά να της προσφέρει ένα ασφαλές καταφύγιο στην Αθήνα. Ο Αιγέας, απελπισμένος για μια θεραπεία, συμφωνεί με την πρότασή της και δίνει όρκο να της παραχωρήσει καταφύγιο.
Με τη συμφωνία της εξασφαλισμένη, η Μήδεια προχωρά στην εκδικητική της πλεκτάνη. Πείθει τον Ιάσονα να της επιτρέψει να στείλει δώρα στη νέα του νύφη, τη Γλαύκη, κόρη του βασιλιά Κρέοντα. Αυτά τα "δώρα" αποδεικνύονται ότι είναι ένας δηλητηριασμένος χιτώνας και ένα στέμμα, τα οποία κατά την επαφή τους με το σώμα της Γλαύκης προκαλούν αφόρητους πόνους και τελικά οδηγούν στο θάνατό της.
Η τραγωδία κλιμακώνεται περαιτέρω καθώς τα παιδιά της Μήδειας εμπλέκονται στο εκδικητικό της σχέδιο. Αποφασίζει να τα δολοφονήσει ως την απόλυτη πράξη εκδίκησης κατά του Ιάσονα.
Ο θυμός καβαλάει τα λογικά μου
Παρά την εσωτερική της πάλη και την αγάπη της για τα παιδιά της, είναι αποφασισμένη στην απόφασή της. Μπαίνει ο Άγγελος και εξιστορεί τον αποτρόπαιο θάνατο της Γλαύκης και του Κρέοντα. Η Μήδεια πια με όλα αυτά που έχουν γίνει έχει έναν πρόσθετο λόγο να σκοτώσει τα παιδιά της. Οι εχθροί της δεν θα έχουν κανένα λόγο να κρατήσουν τα παιδιά της στη ζωή. Μπαίνει στο παλάτι κι μετά από λίγο ακούγονται ουρλιαχτά και φωνές. Εκτελεί την αποτρόπαια πράξη, εκτός σκηνής, σκοτώνοντας τα βλαστάρια της. Όταν φτάνει ο Ιάσονας όλα έχουν τελειώσει. Η Μήδεια ανεβασμένη στο άρμα του Ήλιου είναι έτοιμη να χαθεί στο μύθο μαζί της παίρνει και τα νεκρά παιδιά της.
Μήδεια: Παιδιά μου, η τρέλα του γονιού σας έφαγε!
Ιάσων: Δεν πήγαν από το χέρι το δικό μου.
Μήδεια: Μα από την υβρισιά και τις παντρειές σου.!
Ο Ιάσονας αντιμέτωπος με τη Μήδεια, η λεκτική τους ανταλλαγή είναι γεμάτη θυμό, προδοσία και θλίψη. Σε μια δραματική κορύφωση, η απόδραση της Μήδειας διευκολύνεται από την άφιξη του άρματος που στέλνει ο παππούς της, ο Ήλιος. Τη μεταφέρει σε ασφαλές μέρος, αφήνοντας πίσω της τον Ιάσονα και την κατεστραμμένη κορινθιακή κοινότητα.
Η "Μήδεια" του Ευριπίδη είναι μια τραγική εξερεύνηση του βάθους των ανθρώπινων συναισθημάτων και των συνεπειών της ανεξέλεγκτης εκδίκησης. Αναγκάζει το κοινό να αναμετρηθεί με τα θέματα της προδοσίας, της εξορίας και της φθοροποιού δύναμης της εκδίκησης, αναδεικνύοντας την τραγική πτώση μιας κάποτε αξιοσέβαστης προσωπικότητας που μετατράπηκε σε μια αδίστακτη και δολοφονική γυναίκα.
Φρανκ Κάστορφ
Είναι ένας σκηνοθέτης που δεν φοβάται να τολμήσει, ένας διανοούμενος του ευρωπαϊκού θεάτρου, ο ανανεωτής της βερολινέζικης Φολκσμπίνε. Στο Φεστιβάλ τον γνωρίσαμε το 2007 με το Nord του Σελίν και επανήλθε το 2017 στην Πειραιώς 260 με τον Παίκτη, που βασίστηκε στο έργο του Ντοστογιέφσκι.
Στην Επίδαυρο, ο Κάστορφ ανέβασε μια παράσταση που βασίζεται στην τραγωδία της Μήδειας του Ευριπίδη, σε συνδυασμό όμως με το λόγο του Γερμανού συγγραφέα Χάινερ Μύλλερ, την ποίηση του «καταραμένου» Αρθούρου Ρεμπώ με τα ποιήματα “Δημοκρατία” και “Εκποίηση” και τέλος, μερικά εμβόλιμα κείμενα, είτε του ίδιου του Γερμανού σκηνοθέτη, είτε προϊόντα αυτοσχεδιασμού των ηθοποιών.
Αρθούρου Ρεμπώ
Εκποίηση
Πωλείται το κάθε σώμα η κάθε φωνή
ο τεράστιος αδιαμφισβήτητος πλούτος
ό,τι δεν πρόκειται να πουληθεί ποτέ
Οι πωλητές δεν έχουν φτάσει
στο τέλος της εκποίησης
οι ταξιδιώτες δεν ανάγκη να ορίσουν
την προμήθεια τόσο νωρίς.
«Πρώτα διαλύω το κείμενο και από τα ερείπιά του φτιάχνω κάτι καινούργιο», επαναλαμβάνει στις συνεντεύξεις του.
«Χρησιμοποιούμε τρία κείμενα που έχει γράψει για τη Μήδεια ο Χάινερ Μύλλερ: τη Ρημαγμένη Όχθη, που το έγραψε ως νέος, το Μήδειας Υλικό και το Τοπίο με Αργοναύτες ως ανάμνηση στην ελληνική αρχαιότητα».
ΜΗΔΕΙΑ
Μου χρωστάς έναν αδελφό Ιάσων
ΙΑΣΩΝ
Δυο γιους σού έδωσα για έναν αδελφό
ΜΗΔΕΙΑ
Εσύ εμένα Τους αγαπάς τους γιους σου Ιάσων
Θέλεις να ξαναέχεις τους γιους σου
Δικοί σου είναι Τί μπορεί να ανήκει σε μένα τη σκλάβα σου
Όλα επάνω μου δικό σου εργαλείο το καθετί από μένα
Για σένα έχω σκοτώσει και γεννήσει
Εγώ η σκύλα σου κι η πουτάνα σου εγώ
Εγώ σκαλοπάτι στη σκάλα της δόξας σου
Ο ίδιος ο Φρανκ Κάστορφ σκάβοντας για την ουσία της Μήδειας υπογραμμίζει: «Ο κόσμος που ζούμε δεν είναι καλός, δεν είναι ωραίος. Γι’ αυτό το μόνο που μας μένει είναι μια λαχτάρα να είναι ωραίος. Αυτή η λαχτάρα είναι αυτό ακριβώς που ονομάζουμε επαναστατικότητα. Κάτι τέτοιο συμβαίνει και στη Μήδεια, η οποία αντιδρά στον κόσμο που την περιτριγυρίζει. Τον καταστρέφει λοιπόν, φεύγοντας στο τέλος με το άρμα του Ήλιου στους ουρανούς».
Και οι πέντε Μήδειες του συμπληρώνουν:
Μαρία Ναυπλιώτου
«Τα πράγματα στον Φρανκ Κάστορφ δεν είναι γραμμικά, πηδά από το ένα στο άλλο ανάλογα με το πώς στοχάζεται, με τις εκπλήξεις που δημιουργεί στον ίδιο και σ’ εμάς. Γι’ αυτό είναι πολύ δύσκολο και τόσο ενδιαφέρον να δουλεύεις μαζί του.
Δύο φορές, σε τελείως διαφορετικές συνθήκες, λέω: «Eίμαι ο άγγελος της απελπισίας, με τα χέρια μου μοιράζω τη μέθη, την αναισθησία, τη λήθη, την ηδονή, το μαρτύριο των σωμάτων». Νομίζω ότι αυτή η φράση σηματοδοτεί και συμπυκνώνει το κομμάτι που καλούμαι να ερμηνεύσω».
Ευδοκία Ρουμελιώτη
«Τρελάθηκε η φύση, κυλάνε τα ποτάμια ανάποδα, το δίκαιο αντιστρέφεται, οι άνδρες κάνουν σχέδια πονηρά και τους θεούς κανένας πλέον δεν τιμά. Έτσι και η δόξα η δική μου τη φήμη μου θ’ αλλάξει. Έφθασε η ώρα της αξιοπρέπειας για το γυναικείο φύλο! Πιείτε, κάντε πολέμους, σκοτώστε τις γυναίκες σας! Σας περιφρονώ άνδρες!»: για μένα αυτή η φράση είναι όλο το έργο, η πίστη που δεν έχουμε πια πουθενά. Έχει τρελαθεί ο πλανήτης με τη δική μας συμπεριφορά».
Σοφία Κόκκαλη
«Καθώς ερμηνεύω και τη Γλαύκη, αντιπροσωπεύω ίσως στην παράσταση πιο πολύ το νέο –ηλικιακά αλλά και ψυχικά, με την έννοια της ελπίδας. Η πρώτη φράση που μου εντυπώθηκε προέρχεται από το «Μήδειας υλικό» του Χάινερ Μύλλερ: «Και φωτιά ξερνάει η στάχτη που ήταν η καρδιά μου». Μου βγάζει πάρα πολύ έντονα τη δύναμή της και αυτό που την κινεί».
Στεφανία Γουλιώτη
«Για μένα η Μήδεια είναι μία μελλοθάνατη και σε σχέση με αυτό χρειάζεται να συνομιλήσω, με το πλησίασμα του θανάτου. Βέβαια αυτό δεν αιτιολογείται δραματουργικά. Δεν θα με δείτε απαραίτητα να μιλάω για τον θάνατο που έρχεται. Στη σκέψη μου ηχεί δυνατά η φράση «Με την παρθένα νύφη σου, Ιάσων, δική μου η πρώτη νύχτα, είναι η τελευταία».
Αγγελική Παπούλια
«Ο Φρανκ Κάστορφ μου άνοιξε ένα πεδίο στο τι δύναται να αφηγηθεί το θέατρο και πώς μπορείς να πεις μια ιστορία που την ξέρουν όλοι και έχει παρουσιαστεί ξανά και ξανά. Με ποιον τρόπο μπορείς να «πλουτίσεις» έναν πολύ γνωστό μύθο και να τον κάνεις να αφορά πολλές περιοχές. Κινεί και ωθεί όλους τους ηθοποιούς να υπερβούν τον γνωστό τους τρόπο αντιμετώπισης και να εκπλαγούν με αυτό που δεν φαντάζονται ότι μπορούν να κάνουν».
Τη Μήδεια, ο Φρανκ Κάστορφ την χρησιμοποιεί, την αξιοποιεί σαν καμβά, πάνω στον οποίο άλλοτε ήρεμα και τρυφερά ζωγραφίζει, αυτά που τον πληγώνουν, αυτά που τον απασχολούν, αυτά που τον διασχίζουν κι άλλοτε επιθετικά, εκρηκτικά, σαν άλλος Πόλλοκ πετάει μπογιές, στάζει συναισθήματα, αφήνει χρώματα να χυθούν και να κατακλύσουν το έργο μέχρι το τελευταίο χορικό του Ευριπίδη, την πιο έντονη ανάσα των ηθοποιών, την πιο ήρεμη νότα του Τζιμ Μόρισον και της Αρλέτας. Ο Κάστορφ δεν άφησε τίποτα στην κατακλυσμιαία, όχι στα πάντα επιτυχημένη, παράστασή του που να μην παρασύρει. Ο σχολιασμός του καπιταλισμού μέσω της παγωμένης coca cola και της zero εκδοχή της μεταξύ Νίκου Ψαρά και Νικόλα Χανακούλα, ήταν μια ευκολία ανεπίτρεπτη για την παράσταση και εξοργιστικά ρηχή για τον δημιουργό της. Υπήρξαν κι άλλες αντίστοιχες σκηνές που άδειαζαν τον θεατή, έβγαζαν εκτός ρυθμού την παράσταση και αδικούσαν την συνολική προσπάθεια. Αλλά ας επανέλθουμε στα ουσιώδη που απασχόλησαν τον σκηνοθέτη και το εγχείρημά του. Η φύση, το περιβάλλον και η καταστροφική μανία του ανθρώπου στο ευαίσθητο φλοιό της, οι πόλεμοι και οι καταστροφικές τους επιπτώσεις στον ανθρώπινο βίο, το άλυτο και αδηφάγο προσφυγικό, η σκοτεινή σύγχρονη ιστορία της χώρας που φιλοξένησε την πρεμιέρα του έργου του σπουδαίου σκηνοθέτη, η θέση της γυναίκας και η μοναξιά της απέναντι σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία και τα συνεχή, επαναλαμβανόμενα και ανεπίλυτα προβλήματα της είναι μερικά από τα μεγάλα ζητήματα με τα οποία καταπιάστηκε η Μήδεια του Γερμανού σκηνοθέτη.
Η παράσταση ξεκινάει κάπως αμήχανα, διερευνητικά, έρχονται οι επαναλήψεις να κάνουν το όλο πράγμα «ύποπτο». Ήδη έχουμε τις πρώτες αποχωρήσεις από το κοίλο και μία καχυποψία να απλώνεται σε όλο το θέατρο, αλλά στη συνέχεια η παράσταση βρίσκει το ρυθμό της και το στοίχημα κερδίζεται. Με τη βοήθεια της Ναυπλιώτου κατά πρώτο λόγο και δεύτερο της Γουλιώτη, αλλά και των υπόλοιπων ηθοποιών, η παράστασή μας ξεκολλάει από τις καυτές θέσεις μας και μας συμπαρασύρει.
Σε εκείνο το σημείο καθοριστικό ρόλο έπαιξε η έντονη παρουσία της Ναυπλιώτου η οποία ως δαιμονισμένη Μήδεια που την είχε τσιμπήσει ο πόνος, την είχε πληγώσει η αγωνία, την είχε μαχαιρώσει ο φθόνος και η αδικία εισβάλλει στη σκηνή πνιγμένη από το δίκιο της και εκφράζει όλη την οδύνη, την απελπισία αλλά και την πανουργία της πληγωμένης, αλλά ζωντανής ακόμα ιέρειας. Αλλάζει τον ρυθμό, αλλάζει τη θερμοκρασία, αλλάζει ακόμα και ρούχα. Η αφηνιασμένη Μήδεια, με την κάμερα στο κατόπι της να παρακολουθεί και τον παραμικρό της μορφασμό και να καταγράφει τον πόνο, μπαίνει στη σκηνή, σαν αλλοπαρμένη, βγαίνει, σαν να μη την χωρά ο τόπος, και όλη αυτή την ώρα την βλέπουμε σαν έναν άγγελο εκδίκησης να μη θέλει να αφήσει τίποτα στο διάβα της, να θέλει να καταστρέψει το σύμπαν γύρω της για το άδικο που τη βρήκε, στην πιο αδύναμη στιγμή της. Γιατί είναι μακριά από την πατρίδα της, χωρίς κανέναν δικό της δίπλα και φορτωμένη με τόσα δεινά και φρικτά πράγματα να τη ζώνουν. Όμως η ιέρεια βλέπει και την νιότη της να έχει ξεμακραίνει πίσω από τους λόφους των χρόνων. Σε εκείνο το σημείο αντιλαμβάνεται ότι δεν βρίσκεται στην πρώτη νιότη της, ότι έπαψε να είναι μία γυναίκα σαγηνευτική, που όχι μόνο με τα γιατροσόφια της τα μαγικά της και τα κόλπα της, αλλά και με την ομορφιά της και με τη γοητεία της μπορεί να κάνει ότι θέλει και να οδηγήσει ανθρώπους και καταστάσεις όπου επιθυμεί.
Η Γουλιώτη παίρνει τη σκυτάλη από την Ναυπλιώτου και απαγγέλλει το ποίημα του Ρεμπώ στα Γαλλικά και χωρίς να διαβάζουμε τη μετάφραση, οι εκφράσεις του προσώπου της, αποτυπωμένες πάλι από την κάμερα, μας το ερμηνεύουν μέχρι την παραμικρή λεπτομέρεια.
Μπαίνοντας στο θέατρο, αντικρίσαμε έναν διαλυμένο κόσμο, έναν καταυλισμό, στρατόπεδο ή παραλιακό δυστοπικό τοπίο γεμάτο σκουπίδια, πλαστικά, χωρίς ζωή, και μία φωτεινή επιγραφή της Coca Cola να κρέμεται σπασμένη, σαν κουτσός καπιταλισμός πριν τη δυνητική ανασυγκρότησή του.
Πίσω από τη σκηνή είδαμε ένα κόκκινο δωμάτιο σαν κουτί, το κουτί που κατά τις βουλές του ενορχηστρωτή της παράστασης μεταμορφώνεται σε καμπαρέ, αίθουσα ακολασιών, εξομολογητήριο. Άλλοτε πάλι αυτό το κόκκινο κουτί γίνεται αίθουσα απόδρασης κι άλλοτε αίθουσα ψυχανάλυσης που βγάζει πράγματα από τα έγκατα του ασυνείδητου. Εκεί λέγονται αυτά που πρέπει να ειπωθούν μυστικά, στο κουτί αυτό ακούγονται αυτά που μπορούμε να τα πούμε μόνο στον εαυτό μας. Μέσω της ευκίνητης κάμερας στο χέρι, παρακολουθούμε όλα τα τεκταινόμενα στο κόκκινο κουτί. Θαρρεί κανείς ότι η Μήδεια του Ευριπίδη αναπτύσσεται στην ορχήστρα του θεάτρου και η Μήδεια του Κάστορφ στο κόκκινο κουτί, χωρίς κι αυτό να είναι σαφώς και απόλυτα καθορισμένο. Όπως εξ άλλου όλα τα πράγματα στην παράσταση, τα σύνορα δεν είναι σαφώς καθορισμένα, έτσι τα σύνορα του θεάτρου, διαρρηγνύονται από αυτά του κινηματογράφου και τα σύνορα της αφήγησης σπαράσσονται από εκείνα της τηλεόρασης και του ρεπορτάζ που βρίσκεται σε εξέλιξη.
Έφυγαν αρκετοί εν μέσω της παράστασης, κάποιοι γύρω μας μουρμούριζαν, καθ’ όλη τη διάρκεια της και κάποιοι άλλοι δεν συγκράτησαν τον ενθουσιασμό τους και χειροκρότησαν με το τέλος κάποιων μονολόγων. Όλα μπορεί να τα αντέξει και να τα υπομείνει η Επίδαυρος, οι άνθρωποι ερχόμαστε, την θαυμάζουμε, κάποιες φορές την κακοποιούμε και φεύγουμε κι αυτή μένει εκεί μια αιώνια αγκαλιά να υποδέχεται δημιουργούς και θεατές και ύστερα να τους κατευοδώνει με θεία γλυκύτητα, ατέλειωτη υπομονή και ουράνια ανεκτικότητα. Ακούστηκε στην παράσταση ο Jim Morrison, ήχησαν εμβατήρια, αλλά και jazz συνθέσεις. Ακούστηκε η τρυφερή Αρλέτα με την κιθάρα της στο «Μια φορά θυμάμαι», ακούστηκαν ακόμα δικαιολογημένες βωμολοχίες και αδικαιολόγητες επικρίσεις μέχρι και ο Ντέμης Ρούσος ακούστηκε και το «Goodbye My Love, Goodbye» του που μας κατευόδωνε καθώς κατεβαίναμε τα σκαλιά και χανόμασταν μέσα στα πεύκα χέρι, χέρι με τις απορίες, τις βεβαιότητες και την επίμονη υπόσχεση της επιστροφής.