Θήβα έρχονται και ακουμπούν στον βωμό των ανακτόρων ικετήριους κλάδους. Ο Οιδίποδας εμφανίζεται και απευθύνεται στους πολίτες: «γιατί γέμισε η πόλη θυμιατήρια και μοιρολόγια;» τους ρωτά. «Βγήκα να ακούσω από το στόμα σας κι όχι από αγγελιαφόρους, πείτε μου, πείτε στον ένδοξο, όπως όλοι με λένε Οιδίποδα, τι θέλετε». Η τραγωδία ξεκινά με την ειρωνεία ο Οιδίποδας να εμφανίζεται καμαρώνοντας δικαιολογημένα για την δόξα του, την οποία τονώνουν στην συνέχεια και οι ιερείς που παίρνουν το λόγο για να εξηγήσουν την αιτία του ερχομού τους:
"Ο τόπος μας έχει βουλιάξει σε ωκεανό θανάτου και δεν μπορεί να πάρει ανάσα...
πεθαίνουν τα ζώα, οι γυναίκες γεννούν νεκρά παιδιά, ερημώνεται η πόλη του Κάδμου
και ο μαύρος Άδης πλουτίζει με στεναγμούς και θρήνους και ήρθαμε σε σένα
που μας έσωσες μια φορά από τη σκληρή τη Σφίγγα για να μας ξανασώσεις,
εσύ ο άριστος των θνητών, ο σωτήρας μας, γιατί καλύτερα να εξουσιάζεις τη χώρα μας
με ανθρώπους παρά έρημη ανδρών
τίποτα δεν αξίζει, ούτε το κάστρο ούτε το καράβι
αν δεν έχει μέσα άνδρες".
Ο Οιδίπους σαν συνετός, συμπονετικός και άνθρωπος του καθήκοντος, αποφασίζει να κάνει όλα αυτά που πρέπει για να σώσει την πόλη του και τους κατοίκους της. Καταφτάνει και ο Κρέων από τους Δελφούς, όπου ο ίδιος τον είχε στείλει. Για να σωθεί η πόλη πρέπει να βρεθεί ο φονιάς του Λάιου. Ξεκινά μια επίμονη και επίπονη έρευνα για την αλήθεια και την ανακάλυψη του δολοφόνου.
Ο Οιδίποδας προχωρεί σε ανακοινώσεις προς τον χορό και ζητάει τη βοήθεια του λαού, επικηρύσσει τους δράστες υποσχόμενος καλή αμοιβή σε όσους δώσουν πληροφορίες αλλά και αμνηστία σε όποιον φοβάται μήπως θεωρηθεί συνένοχος. Λέει ότι ο ίδιος είναι αμέτοχος σε όλα αυτά και θα ψάξει του φονιάδες.
Καταφθάνει και ο Τειρεσίας να βοηθήσει στη λύση του μυστηρίου. Γνωρίζει ο μάντης αλλά μετά από την έντονη πίεση του Οιδίποδα
"Εσύ είσαι ο φονιάς του άνδρα του οποίου τον φονιά ψάχνεις"
Ο Οιδίπους οργίζεται και προπηλακίζει τον Τειρεσία
"Νομίζεις ότι μπορείς να ξεστομίζεις δυο φορές την ίδια ύβρι;" λέει ο Οιδίποδας
"Και όχι μόνο αυτό, αλλά δίχως να το ξέρεις έχεις αισχρές σχέσεις με τους
πολυαγαπημένους σου
και δεν μπορείς να δεις σε πόσο δυστυχισμένη θέση βρίσκεσαι".
Αγανακτισμένος ο Οιδίποδας του λέει «να πάει να χαθεί, επιτέλους, δεν θα μου λείψεις καθόλου» και ο Τειρεσίας αντιλέγει «ήρθα επειδή με κάλεσες» και « με θεωρείς ανόητο με αποκαλείς ανόητο, ενώ οι γονείς σου με θεωρούν σοφό». Ο Οιδίποδας ρωτάει «ποιους γονείς εννοείς» και ο Τειρεσίας του λέει «θα φανούν όλα προτού νυχτώσει». Στην επιμονή του Οιδίποδα να σταματήσει τα αινίγματα και να πει επιτέλους καθαρά την αλήθεια, ο μάντης του λέει «αφού είσαι καλός με τα αινίγματα, λύσε τα μόνος σου». «Με ειρωνεύεσαι» του λέει ο βασιλιάς, «αλλά εγώ με αυτά τα αινίγματα έγινα μεγάλος και τρανός». Ο Τειρεσίας αποχωρεί προφητεύοντας ότι «θα βρεθεί ο άνδρας που ψάχνεις, ξένος που έγινε ντόπιος και που ήταν όμως ντόπιος εξαρχής».
Ο Κρέων αγανακτισμένος καταφθάνει να αντιμετωπίσει τις κατηγορίες από τον Οιδίποδα ότι οργάνωνε σκευωρία με τον Μάντη για να του αρπάξουν την εξουσία. Την ανάκριση και την αντιδικία διακόπτει η Ιοκάστη, η οποία προσπαθεί να καθησυχάσει τον Οιδίποδα.
"Ανοησίες. Δεν υπάρχουν αληθινοί μάντεις και θα στο αποδείξω.
Είχαν δώσει χρησμό στον Λάιο ότι θα τον σκοτώσει ο γιος του
κι όμως τον σκότωσαν ληστές στη διασταύρωση τριών οδών.
Όσο για τον γιο μας, ο ίδιος του έδεσε τα πόδια σαν ήταν τριών ημερών
και έβαλε να τον πετάξουν στα βουνά."
Να έρθει αμέσως ο βοσκός διατάζει ο Οιδίπους, παρ’ όλο που αρχίζει να συνειδητοποιεί τί συμβαίνει. Αποφασιστικά, χωρίς χρονοτριβή, με πάθος αναζητά την αλήθεια κι ας είναι αυτή η αλήθεια η ίδια του η καταστροφή. Σε αναμονή του βοσκού φτάνει ο Άγγελος από την Κόρινθο και αναγγέλλει στον Οιδίποδα ότι ο πατέρας του, ο Πόλυβος, πέθανε. Άρα ο χρησμός του Απόλλωνα δεν μπορεί να βγει αληθινός, τουλάχιστον ως προς το πρώτο σκέλος του. Όσον αφορά το δεύτερο, την πιθανότητα να παντρευτεί τη μητέρα του ο συνετός Οιδίπους, έχει σκοπό να μην πατήσει το πόδι του στην Κόρινθο, οπότε δεν θα υλοποιηθεί κανένα κομμάτι από τον χρησμό του θεού. Ο Κορίνθιος προσπαθώντας να καθησυχάσει τους φόβους του Οιδίποδα του λέει να μην νοιάζεται γιατί είναι υιοθετημένο παιδί του Πόλυβου, επομένως δεν υπάρχει περίπτωση να παντρευτεί τη μητέρα του, μια που η Μερόπη δεν είναι η πραγματική του μητέρα. Ο Άγγελος νόμιζε πως με αυτά που έλεγε θα έδινε λύση σε όλους του φόβους, αλλά με τα λόγια του άνοιξε το δρόμο προς την κόλαση της αλήθειας. Θετός γιος, τρίστρατα, μητέρα, βοσκοί, τρυπημένα πόδια, Κιθαιρώνας, τυλίγουν τον έρμο τον Οιδίποδα σιγά – σιγά και αυτός δεν σταματά την έρευνα, ενώ ακόμη μπορεί να μην κοιτάξει κατάματα τα σκοτάδια της αβύσσου, αυτός δεν σταματά κυνηγά τη μοίρα του ακολουθώντας τα βαθιά χνάρια της αλήθειας
Φτάνει ο βοσκός, που είναι πια ηλικιωμένος. Ο Οιδίποδας ρωτάει τον Κορίνθιο αγγελιαφόρο αν αναγνωρίζει στο πρόσωπο του βοσκού τον υπηρέτη του Λαΐου που είχε παρατήσει το βρέφος. Ο Κορίνθιος τον αναγνωρίζει με βεβαιότητα. Τότε ο Οιδίπους ρωτά τον βοσκό αν γνωρίζει τον αγγελιαφόρο κι εκείνος αρνείται. Όμως ο αγγελιαφόρος είναι κατηγορηματικός, ότι ο βοσκός ψεύδεται, γιατί βοσκούσαν μαζί τα κοπάδια τους μήνες ολόκληρους και γνωρίζονταν πολύ καλά.
Ο Θηβαίος δούλος επιμένει να αρνείται να μιλήσει, αλλά μετά από την αφόρητη πίεση του Οιδίποδα θα τα φανερώνει όλα. Ο Οιδίποδας θέλει να μάθει πού το είχε βρει, αν ήταν παιδί δούλας ή από το ανάκτορο. «Μη με ρωτάς βασιλιά μου» λέει ο βοσκός
"Πώς έφτασα ο δύστυχος στο σημείο να το λέω αυτό το τρομερό πράμα"
κλαίει σχεδόν ο γέροντας.
"Κι εγώ ο δύστυχος στο σημείο να το ακούω λέει ο Οιδίπους.
"Όμως πρέπει να ακουστεί κι αυτό..."
"Ήταν παιδί του βασιλιά, όμως η γυναίκα σου μέσα τα ξέρει καλύτερα",
"Εκείνη σου το έδωσε; Με τι εντολή;"
"Να το σκοτώσω"
"Παρότι η σκληρόκαρδη το είχε γεννήσει;"
"Ναι, λόγω των χρησμών, ότι αυτό θα σκότωνε μια μέρα τον πατέρα του"
Στη συνέχεια εξηγεί ότι το έδωσε τελικά στον Κορίνθιο βοσκό επειδή το λυπήθηκε και επειδή ο φτωχός που θα το υιοθετούσε ήταν από άλλη χώρα, οπότε το αγοράκι δεν θα αναθρεφόταν στη Θήβα και δεν θα σκότωνε τον Λάιο.
"Αν είσαι εκείνος, να ξέρεις ότι είσαι δύσμοιρος από γεννησιμιού"
λέει στον Οιδίποδα. Κι εκείνος απαντά
"Αλίμονο, όλα εκπληρώθηκαν λοιπόν, ας δω το φως για τελευταία φορά,
γεννήθηκα από εκείνους που δεν έπρεπε να γεννηθώ,
έζησα με εκείνους που δεν έπρεπε να ζήσω μαζί,
σκότωσα εκείνους που δεν έπρεπε να σκοτώσω".
Η μοίρα έχει δέσει στο βρόγχο της όλους, την Ιοκάστη που αυτοκτόνησε, τον Οιδίποδα που θα πάψει να βλέπει το φως της μέρας και θα γκρεμιστεί στα πυκνά σκοτάδια του πεπρωμένου, τις κόρες του που θα ζήσουν έναν βίο αβίωτο μέσα στην ντροπή και τη θλίψη.
«Μη βιαστείς να μακαρίσεις θνητό άνθρωπο, πριχού της ζωής διαβεί το τέρμα δίχως να γευτεί κακό» ψιθυρίζει ο χορός αποχωρώντας.
Η Παράσταση
Στο σημείωμα του σκηνοθέτη Σίμου Κακάλα διαβάζουμε:
Ποτέ άλλοτε στην ιστορία της ανθρωπότητας δεν έχουμε «δει» τόσο μακριά μέσα στο σύμπαν και τόσο βαθιά μέσα στον άνθρωπο. Πολύ συχνά στο χείλος μιας καταστροφής διαπιστώνουμε ότι το κακό που πολεμάμε είμαστε οι ίδιοι. Το πρόσωπο του Οιδίποδα είναι η ίδια η ανθρωπότητα στον καθρέφτη. Έχοντας βρει τον υπαίτιο, βρίσκεται στο σημείο να πρέπει επιτακτικά να κάνει μια επιλογή έστω την τελευταία στιγμή, έστω έχοντας ήδη κάνει το μεγαλύτερο σφάλμα.
Ο Γιάννης Στάνκογλου δήλωσε σε μια συνέντευξή του:
«Το έργο είναι πάρα πολύ γρήγορο, πάρα πολύ σύγχρονο, σαν να παρακολουθείς μια πολύ έντονη αστυνομική περιπέτεια με τρομερές ανατροπές. Κατά δεύτερον, όλες αυτές οι ανατροπές και οι μετακινήσεις του χαρακτήρα έχουν εξαιρετικό ενδιαφέρον για έναν ηθοποιό. Η πρόκληση, εκτός από αυτόν καθαυτό τον ρόλο, είναι η μάσκα. Ο Χορός, κι εγώ μαζί αφού είμαι μέρος του, όπως όλοι οι χαρακτήρες, φοράει μάσκες, τις οποίες έχει φτιάξει η Μάρθα Φωκά. Οπότε αυτό το μπες βγες στον κόσμο της μάσκας ήταν μια πρόκληση και κάτι καινούργιο για μένα, που μου έχει δώσει πολλά για τη συνέχεια -υποκριτικά εννοώ».
Χορός και μάσκα
Πίσω από τις μάσκες των γερόντων του Χορού, ξεπροβάλουν τα τραγικά πρόσωπα του Οιδίποδα, της Ιοκάστης (Μαριλίτα Λαμπροπούλου), του Τειρεσία (Χρήστος Μαλάκης) και του Κρέοντα (Γιάννης Νταλιάνης). Ο σκηνοθέτης σε συνέντευξή του αιτιολογεί την απόφασή του να χρησιμοποιήσει μάσκες, «Στον "Οιδίποδα Τύραννο”, θα έλεγα ότι οι μάσκες αντικατοπτρίζουν ανθρώπινα πρόσωπα με μια εξπρεσιονιστική ματιά. Προσπαθώ να ενώσω σε ένα σώμα τον θίασο. Το αρχαίο δράμα είναι ένα θέατρο γραμμένο για να παίζεται από και με μάσκες, δεν θα μπορούσα, επομένως, να μην το βλέπω μέσα απ’ αυτό το πρίσμα. Δεν είναι για μένα αισθητικό ζήτημα, δεν είναι αξεσουάρ κοστουμιού ούτε εξωτισμός· το προσωπείο είναι η αρχή της υπόκρισης, είναι η πίστη στον Διόνυσο και στη μεταμόρφωση, μια διαδικασία που προηγήθηκε, κατά πολύ, του λόγιου θεάτρου και η οποία πάντα αποτελεί βασικό πεδίο της σκηνικής μου έρευνας». Με τον ίδιο τρόπο εμφανίζεται και ο Γιώργος Αμούτζας ως Αγγελιοφόρος, ο Πανάγος Ιωακείμ ως υπηρέτης, ο σκηνοθέτης στο ρόλο του Εξάγγελου και τα υπόλοιπα μέλη του χορού, ο οποίος αποτελείται από τον Μάρκο Γέττο, Απόστολο Καμιτσάκη, Γιώργο Κορομπίλη, Αυγουστίνο Κούμουλο, Γιώργο Λόξα και Παύλο Παυλίδη, από τον οποίο Χορό ξεκινούν τα πάντα πάνω στη σκηνή και μέσα σε αυτόν ξαναγυρίζουν και χωνεύονται όλα.
Ο Οιδίπους του Γιάννη Στάνκογλου με άνεση μας ταξίδεψε στα βαθιά ερωτήματα του τραγικού ήρωα, με την ίδια ευκολία μας οδήγησε στα βαθιά σκοτάδια του πεπρωμένου του αλλά μέχρις εκεί. Όταν ο πόνος, η απελπισία και ο αφανισμός κυρίευσαν τα γύρω του έπρεπε μόνοι μας να βρούμε τον δρόμο της επιστροφής. Σαν να στέρεψε ο ηθοποιός, σαν να μην είχε άλλη ανάσα η επιβλητική και ογκώδης φωνή του.
Η Ιοκάστη της Μαριλίτας Λαμπροπούλου δεν μας μετακίνησε ούτε χιλιοστό από τη θέση μας η απελπισία της φθαρμένης και αφανισμένης βασίλισσας χάθηκε μέσα στις κακές ηχητικές, πρόχειρες και απαράδεκτες θεατρικές συνθήκες στις οποίες δόθηκε η παράσταση.
Κάτι αντίστοιχο συνέβη και με τον Γιάννη Νταλιάνη, ο Κρέων του θαμπός, ασταθής και λιγοστός χάθηκε πίσω από τις μάσκες, πότε δεν απολογήθηκε με σθένος για όσα του καταμαρτυρήθηκαν από τον πανίσχυρο Οιδίποδα, ποτέ δεν μας έπεισε ότι θα γίνει ο στιβαρός ηγέτης της πόλης όπως τα γεγονότα, η μοίρα και οι θεοί αποφάσισαν.
Μέσα στην γενική μετριότητα ενδιαφέρον απέκτησε ο χειρισμός του Αγγελιοφόρου από τον Γιώργο Αμούτζα με λεπτή ειρωνεία και την παιγνιώδη διάθεση, όπως και ο Εξάγγελος του σκηνοθέτη Σίμου Κακάλα που με καθαρότητα, σαφήνεια και σχετική επάρκεια μας περιέγραψε αυτά που δεν μπορούσαμε να δούμε και κείνα που έπρεπε να αισθανθούμε μέσα στα βαθιά σκοτάδια της Ιοκάστης και του σπαραγμένου Οιδίποδα.
Κατά τ’ άλλα η παράσταση κινήθηκε στην περιγραφή του έργου, κανένας δεν μπήκε στον κόπο να σκάψει το έργο, να βρει αυτά που κρύβει πίσω από τη δράση, τις ανατροπές και τις αποκαλύψεις. Ο χορός προσπάθησε να είναι συμπαγής, ενιαίος και αποφασιστικός και τελικά αυτό που πέτυχε, κρυμμένος πίσω από τις μάσκες, ήταν η ασάφεια, η αδράνεια και η επανάληψη.
Η παράσταση, αμήχανη, στηριζόταν στις δυνατότητες και μόνο του κάθε ηθοποιού, ο λόγος του ποιητή μπορεί να ακουγόταν από τον α ηθοποιό με μεγαλύτερη διαύγεια από ότι από τον β, αλλά συνολικά όλα χάθηκαν στη σύγχυση και την έλλειψη συγκίνησης και το ανύπαρκτο σχέδιο και όραμα.