Η ταινία ξεκινά με την78χρονη Λίζι (Κορίνα Χαρφούχ), μια γυναίκα στα τέλη της ζωής της, η οποία βρίσκει μια φευγαλέα αίσθηση ανακούφισης όταν ο πάσχων από άνοια σύζυγός της τοποθετείται σε οίκο ευγηρίας. Όμως η όποια ανακούφιση είναι βραχύβια. Η δική της υγεία αρχίζει να καταρρέει και η σκληρή ειρωνεία του χρόνου που την προλαβαίνει ακριβώς τη στιγμή που θα μπορούσε να έχει αρχίσει να διεκδικεί την αυτονομία της δίνει τον τόνο σε μια αφήγηση βουτηγμένη στην υπαρξιακή απόγνωση. Εν τω μεταξύ, τα ενήλικα παιδιά της παλεύουν με την είδηση της παρακμής των γονιών τους, αλλά όχι με κάποιο φανερά συναισθηματικό τρόπο. Ο Γερμανός σκηνοθέτης Ματίας Γκλάσνερ μας ξεναγεί στις υπαρξιακές τους αγωνίες, μέσα από τις εσωτερικές τους καταρρεύσεις.
Στο «Πριν το τέλος» ο Τομ (Λαρς Αϊντινγκερ) ο γιος της οικογένειας είναι μαέστρος. Βρίσκεται στην τελική ευθεία προβών για ένα φιλόδοξο, δύσκολο κονσέρτο με την συμφωνική νέων του Βερολίνου. Το έργο με τίτλο «Πεθαίνοντας» το έχει συνθέσει ο καλύτερός του φίλος, ο νευρικός, κακότροπος και βαριά καταθλιπτικός Μπέρναρντ, ο οποίος εδώ και 20 χρόνια απειλεί ότι θα αυτοκτονήσει. Το ταξίδι του είναι λιγότερο ένα ταξίδι συμφιλίωσης και περισσότερο μια καλλιτεχνική εξάχνωση, μια απελπισμένη προσπάθεια να βρει δομή και ομορφιά στο χάος. Η κόρη, η αλκοολική Ελεν (Λίλιθ Στάνγκενμπεργκ), έχει μία υπέροχη τζαζ φωνή, η οποία απογειώνεται όταν έχει καταναλώσει ικανή ποσότητα αλκοόλ. Το πρωί βαριεστημένη σπουδάστρια οδοντιατρικής, τα βράδια χάνεται στη δίνη του ποτού και τα πρωινά από σπίτι σε σπίτι και από κρεβάτι σε κρεβάτι ζει στον στρόβιλο της μέθης και των υπερβολών. Την περίοδο που χτυπάει το τηλέφωνο με τα νεότερα των γονιών της, η δική της ζωή διαλύεται από έναν ακόμα μάταιο έρωτα, αντιθέτως, διολισθαίνει σε μια παράνομη σχέση που επιδεινώνει την εξάρτησή της από το αλκοόλ, έναν μηχανισμό αντιμετώπισης που τόσο μουδιάζει όσο και τροφοδοτεί τη συναισθηματική της αποσύνδεση. Η αποξένωση μεταξύ των αδελφών, αισθητή και ανομολόγητη, αντικατοπτρίζει την αποξένωσή τους από τους γονείς τους και, ίσως το πιο τραγικό, από τον εαυτό τους.
Η προσέγγιση του Γκλάσνερ είναι αυστηρή, συνδυάζοντας μια κλινική αποστασιοποίηση με αναλαμπές ωμής ευαλωτότητας. Η κάμερά του συχνά παραμένει επίμονα και άβολα σε πρόσωπα, δωμάτια, στιγμές σιωπής. Με αυτόν τον τρόπο, μας αναγκάζει να μην παρατηρούμε απλώς, αλλά να αντιμετωπίζουμε και να βυθιζόμαστε στον κόσμο που μας απεικονίζει. Δεν τον ενδιαφέρει να προσφέρει παρηγοριά ή ένα λυτρωτικό τόξο. Αντίθετα, επιτρέπει στους χαρακτήρες να παρουσιάσουν όλο το φάσμα των αντιφάσεων, του εγωισμού, της σκληρότητας και, ενίοτε, της τρυφερότητας. Αυτή η ειλικρίνεια είναι που προσδίδει αξία στην ταινία.
Στιλιστικά, το «Πριν το τέλος» φέρει τη χαρακτηριστική αυτοσυγκράτηση του Γκλάσνερ, απηχώντας την υποτονική αλλά έντονη ψυχολογική ατμόσφαιρα των προηγούμενων έργων του, όπως το «The Free Will» (2006). Ωστόσο, αυτή η τελευταία του προσπάθεια είναι πιο εκτεταμένη και πιο πλούσια θεματικά. Εκτυλίσσεται με λογοτεχνικό ρυθμό, προκρίνοντας τις μεγάλες σκηνές διαλόγου (ή την απουσία του), επιτρέποντας στις εντάσεις να σιγοβράσουν παρά να ξεσπάσουν.
Υπάρχουν αποχρώσεις του Χάνεκε εδώ, στον τρόπο με τον οποίο ο Γκλάσνερ αναλύει την αστική οικογενειακή δυσαρέσκεια, αλλά σε αντίθεση με τον ψυχρό διανοουμενίστικο χαρακτήρα του Χάνεκε, ο Γκλάσνερ προσφέρει αναλαμπές έντονης ενσυναίσθησης, ακόμα κι αν φιλτράρονται μέσα από την ομίχλη της απογοήτευσης. Η μουσική μέσα στην ταινία, τόσο ηχογραφημένη όσο και ως μέρος της μουσικής, δεν είναι απλώς ηχητική επένδυση αλλά ένας θεματικός παλμός και βασικός ήρωας της ταινίας. Συνδέει και απομακρύνει τους χαρακτήρες ταυτόχρονα, αντανακλώντας το πώς η τέχνη μπορεί να πει αυτό που οι λέξεις συχνά αποτυγχάνουν να εκφράσουν.
Το «Πριν το τέλος» του Ματίας Γκλάσνερ που στέφθηκε καλύτερη γερμανική ταινία του 2024 και τιμήθηκε με το βραβείο καλύτερου σεναρίου της Berlinale, είναι μια δυνατή και βαθιά ψυχολογική μελέτη της οικογένειας που διαλύεται καθώς αντιμετωπίζει το αργό, επερχόμενο οριστικό θάνατο. Σε αυτό το τρίωρο έργο δωματίου συναισθηματικής αυστηρότητας και αμείλικτης παρατήρησης, ο Γκλάσνερ συνθέτει ένα ρέκβιεμ όχι μόνο για τον φυσικό θάνατο των ατόμων, αλλά και για τον θάνατο των ψευδαισθήσεων, της οικογενειακής ενότητας και της ανθρώπινης προσπάθειας να ελέγξει κανείς τη μοίρα του.
Στο «Πριν το τέλος», δεν υπάρχει κάθαρση με τη συμβατική έννοια. Αντίθετα, ο Γκλάσνερ παρουσιάζει μια συναισθηματική ακτινογραφία της οικογένειας που παραλύει από την αργή διάβρωση του χρόνου, της αγάπης και του νοήματος. Είναι μια δύσκολη ταινία, όχι επειδή είναι σκοτεινή ή δυσνόητη αλλά επειδή αντανακλά την αλήθεια, το είδος της αλήθειας από την οποία ενστικτωδώς απομακρυνόμαστε. Γιατί εμπρός στο φάσμα του θανάτου και τη σκοτεινιά της καθημερινότητας μόνο η Τέχνη και η ανθρώπινη επαφή μπορούν να απαλύνουν τον πόνο να προσφέρουν την ψυχική ανάταση που κάθε άνθρωπος έχει ανάγκη, εξ άλλου ο πραγματικός τάφος των νεκρών είναι οι μνήμες των ζωντανών.Ο εχθρός