Το παράλογο δεν είναι επιλογή, ούτε το παραμύθι λύση.
Γράφτηκε από τον ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣΤου Γιώργου Παναγόπουλου
Η παράδοση του παλαιοκομματισμού απαιτεί, την προεκλογική περίοδο, οργασμό έργων και παροχών κάθε είδους στους ...
αγαπημένους πελάτες. Στα χρόνια της δανειακής ευημερίας το κόστος κάθε προεκλογικής περιόδου μετριόταν με την εκτίναξη του ελλείμματος του προϋπολογισμού της συγκεκριμένης χρονιάς και με την είσοδο στο δημόσιο μερικών χιλιάδων νέων υπαλλήλων, με την πρόσληψη νέων συμβασιούχων και την μονιμοποίηση παλιών. Στο έργο αυτό είχαν συμμετοχή όλοι. Κυβέρνηση και αντιπολίτευση, κόμματα εξουσίας και μικρότερα. Η κυβέρνηση έδινε 5, η αντιπολίτευση ζητούσε 10, και οι υπόλοιποι ήθελαν 100. Ποτέ κανένα κόμμα δεν αρνήθηκε παροχές ή μονιμοποιήσεις, αντίθετα, τα περισσότερα χαρακτήριζαν ψίχουλα αυτά που δίνονταν. Όλες οι αντιπολιτεύσεις βέβαια δεν παράβλεπαν να καταγγείλουν την προεκλογική χρήση των παροχών προκειμένου να εξαγοραστούν ψήφοι.
Δεν χωρά καμία αμφιβολία ότι οι προεκλογικές παροχές είναι απαράδεκτες. Αποτελούν το ανώτατο στάδιο του λαϊκισμού και δείχνουν την τριτοκοσμική πολιτική συγκρότηση της χώρας. Για να είμαστε όμως δίκαιοι θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι η συγκεκριμένη πρακτική πωλείται γιατί έχει πολλούς αγοραστές. Οι πολίτες έχουν εκπαιδευτεί πολιτικά στο να περιμένουν «δώρα» και «λύσεις» μέσα από την εξαργύρωση της ψήφου τους. «Το τι θα κερδίσω εγώ...» κυριαρχεί και δεν είναι πολύ μακριά η εποχή που οι νταραβερτζήδες σε διάφορα επίπεδα πίεζαν «...να γίνει τώρα η δουλειά πριν τις εκλογές.» Η τιμωρητική ψήφος που πολλές φορές αναφέρεται και ως «αγανάκτηση», στις περισσότερες των περιπτώσεων, έχει τη βάση της στην αθέτηση προσδοκιών, προσωπικού ή συντεχνιακού χαρακτήρα, που οικοδομήθηκαν σε προεκλογικές περιόδους.
Η ακατάσχετη υποσχεσιολογία καθώς και οι χαριστικές παροχές κυριαρχούν σε κάθε προεκλογική περίοδο και αποτελούν το κυρίαρχο στοιχείο της απαξίωσης της πολιτικής. Όποιος υπόσχεται προεκλογικά ότι θα βρει δουλειά στους ανέργους και θα αυξήσει με ένα νόμο τους μισθούς, προφανώς και κοροϊδεύει τους πολίτες τόσο, όσο και ο άλλος που μοιράζει πρωτογενή πλεονάσματα στους εκλογικούς του πελάτες. Όταν ο υποψήφιος δήμαρχος υπόσχεται γιοφύρια και δρόμους χωρίς να εξηγεί από πού θα βρει τα χρήματα, είναι τόσο πολιτικός απατεώνας, όσο και ο δήμαρχος που θυμήθηκε προεκλογικά να ρίξει άσφαλτο στους δρόμους ή να βάλει καινούργιες πλάκες στο πεζοδρόμιο.
Τα προεκλογικά μεγάλα λόγια και ευκαιριακά έργα έχουν την ίδια στόχευση: αποσκοπούν στην εξαπάτηση του ψηφοφόρου που έχει μάθει να συνδέει την προεκλογική περίοδο με υποσχέσεις. Οι πολίτες μέχρι πρότινος μπορεί να είχαν το άλλοθι ότι έτσι τους έμαθαν και έτσι γινόταν, οφείλουν όμως πλέον να γίνουν πιο υποψιασμένοι. Να χρησιμοποιήσουν το μυαλό και τη λογική τους και όχι το θυμικό και την συνήθεια. Να κατανοήσουν ότι δεν μπορεί το παράλογο να είναι επιλογή και το παραμύθι λύση. Έχει πλέον αποδειχτεί ότι όσοι και όποιοι διαχρονικά διακινούσαν εύκολες προσεγγίσεις προβλημάτων έφεραν μεγαλύτερες καταστροφές. Τα περιθώρια σε όλα τα επίπεδα έχουν στενέψει και δεν υπάρχει χώρος για πειράματα και δοκιμές.
Οι δημοτικές αρχές που το τελευταίο διάστημα «φορτσάρουν» με μπετονιέρες, και ασφαλτοστρώσεις ανήκουν στο παρελθόν. Δεν έχουν καταλάβει τίποτα και είναι βέβαιο ότι δεν μπορούν να προσφέρουν στον τόπο. Η διάνοιξη δρόμου στο χτήμα του ενός πελάτη και η φωταγώγηση της αυλής του άλλου δεν είναι παροχή δημοτικού έργου αλλά χυδαία εξαγορά ψήφου. Είναι το ίδιο χυδαία με αυτή του χτυπήματος της πλάτης και του κλεισίματος του ματιού για κάθε τακτοποίηση ή παροχή σε προσωπικό επίπεδο. Είναι το ίδιο χυδαία με αυτή του κάθε λαϊκιστή που υπόσχεται, στα προεκλογικά μπαλκόνια, παραδείσους, πέρα και έξω από κάθε θεσμική και οικονομική πραγματικότητα.
Κάθε τοπική κοινωνία αλλά και συνολικά η χώρα θα πρέπει να αφήσει πίσω της αυτές τις πρακτικές. Για να συμβεί αυτό θα πρέπει οι πολίτες να αντιληφθούν το μέγεθος της ευθύνης που έχουν. Να κλείσουν τα αυτιά τους στις σειρήνες του λαϊκισμού, των εύκολων και ανώδυνων λύσεων. Να αντισταθούν στις προκλήσεις της προεκλογικής οφθαλμαπάτης των «μεγάλων έργων» και των παροχών. Να χρησιμοποιήσουν περισσότερο τη λογική από το θυμικό για να επιλέξουν καλύτερους τοπικούς άρχοντες και χρησιμότερους κυβερνήτες. Η αναπαραγωγή του παρελθόντος, με νέα ή παλιά πρόσωπα, είναι φανερό ότι δεν αποτελεί συνταγή επιτυχίας, αντίθετα, οδηγεί με βεβαιότητα σε αποτυχία, που στις παρούσες συνθήκες καταλήγει σε μεγαλύτερη τραγωδία από αυτή που ήδη βιώνουμε.
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.