σε μία ταχεία αποδόμησή, αν δεν τηρήσει τις προεκλογικές υποσχέσεις της.
Ο εγκλωβισμός στο δίπολο μνημόνιο-αντιμνημόνιο ήταν εξαρχής και παραμένει ατελέσφορος. Δεν βρίσκεται εκεί η ουσία.
Όταν μιλάς για τοκογλύφους τη στιγμή που δανείζεσαι με 3.7%, ενώ οι χώρες που σε δανείζουν δανείζονται με 6% (π.χ. Ιταλία), τότε πρέπει να επανακαθορίσεις τη σημασία του όρου «τοκογλύφος» στο αντίστοιχο λήμμα του λεξικού.
Όταν πλάθεις μύθους, δαιμονοποιείς πρόσωπα, καταστάσεις και αντιλήψεις, μετά είναι αδύνατο να πολιτευθείς με άλλους όρους. Σε μια χώρα που η κυρίαρχη πεποίθηση πλέον είναι πως το μνημόνιο είναι υπεύθυνο για όλα σχεδόν τα δεινά του κόσμου και εσύ έχεις παίξει καταλυτικό ρόλο στο να παγιωθεί αυτή η αντίληψη, τίποτα δεν είναι εύκολα αναστρέψιμο.
Η αμετροέπεια, η ακροβασία, ο βερμπαλισμός μεγεθύνονται όταν βρίσκουν λαϊκή υποστήριξη. Η Αριστερά ρισκάρει αυτή τη στιγμή, από τη μία με το φάντασμα των άκρων του πολιτικού φάσματος, και από την άλλη με την παλινόρθωση των καθεστωτικών πολιτικών κομμάτων σε θέση σωτήρα. Η αναζήτηση εκλογικής λύσης πολλών συμπολιτών μας ανάμεσα σε ΣΥΡΙΖΑ, Ανεξάρτητους Έλληνες ή Χρυσή Αυγή, σαν να επρόκειτο για συγγενείς πολιτικούς χώρους, φανερώνει το αδιέξοδο που έχει δημιουργήσει η παρουσία του χρεοκοπημένου πολιτικού προσωπικού από τη μία (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ) και οι λεκτικές ακροβασίες από την άλλη.
Όταν κατασκευάζεις έναν κακό δράκο που πρέπει να αντιπαλέψεις (Ε.Κ.Τ. Δ.Ν.Τ. Ε.Ε.), μετά είναι πολύ δύσκολο να πείσεις πως πρέπει να συνυπάρξεις μαζί μ' αυτόν, ακόμη και αν τον εξημερώσεις. Ωστόσο, πρέπει να βρεις τον τρόπο να το κάνεις. Άλλωστε, αυτό είναι πολιτική.
Η ελληνική Αριστερά ακόμη και στην ανανεωτική της εκδοχή (εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων) συνεχίζει να χρησιμοποιεί αναλυτικά εργαλεία από την κομμουνιστική παράδοση. Το μήνυμα που εκπέμπει είναι πως η Ελλάδα δεν χρειάζεται επειγόντως μεταρρυθμίσεις, αλλά αρκεί η πίστη στην απομάκρυνση των "κακών νεοφιλελεύθερων αγορών και ευρωπαίων τραπεζιτών" και στην επιστροφή σε ένα δημόσιο τομέα που θα απορροφά όλο και περισσότερους εργαζόμενους, στους οποίους θα ισοκατανέμει τον μελλοντικό πλούτο της χώρας, ακόμα κι αν η χώρα οδηγηθεί στη δραχμή ή όποιο άλλο εθνικό νόμισμα.
Εντούτοις, η διαχωριστική γραμμή της εποχής μας δεν είναι ανάμεσα στην αριστερά και στη δεξιά, αλλά, πολλώ δε μάλλον, ανάμεσα στην πρόοδο και στην οπισθοδρόμηση, ανάμεσα σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα που βασίζεται στη αξιολόγηση και προάγει την αριστεία και σε ένα συντεχνιακό-κομματικό τσιφλίκι, ανάμεσα σε ένα παραγωγικό μοντέλο ανάπτυξης και σε ένα μεταπρατικό-κρατικοδίαιτο μόρφωμα, ανάμεσα σε ένα δίκαιο και απλό φορολογικό σύστημα και σε έναν δαιδαλώδη και αδύναμο ελεγκτικό μηχανισμό.
Αν η ελληνική Αριστερά δεν αποφασίσει να «σκοτώσει» τα άκρα της δεν θα κατορθώσει να επιβιώσει ως θετική πρόταση. Θα διολισθήσει στη θέση της διαμαρτυρίας και της άρνησης, δηλαδή θα παραμείνει στην εφηβεία.
Η όποια κυβερνητική της πρόταση δεν μπορεί να βασίζεται απλώς και μόνο στην αποδόμηση του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ και στις αποδεδειγμένες ευθύνες τους. Δεν μπορεί να τους απορρίπτει για το κομματικό κράτος τερατούργημα που δημιούργησαν και διαχειρίστηκαν και ταυτόχρονα να υπόσχεται κάτι αντίστοιχο με μόνη διαφορά τη δική της «ηθική» υπεροχή που πηγάζει από την αυταπόδεικτη ανωτερότητα του «σοσιαλιστικού» της προτάγματος.
Η ειδοποιός διαφορά της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας ήταν και παραμένει η ανθρωποκεντρική της προσέγγιση. Η ελληνική Αριστερά, αν θέλει να διαδραματίσει έναν κάποιο ρόλο πρέπει να δώσει στον κόσμο ένα περιεχόμενο σκέψης. Οφείλει να κατανοήσει πως αυτό που χρειάζεται επειγόντως η Ελλάδα είναι η εκθεμελίωση του πελατειακού συστήματος και η μετεξέλιξη των κομμάτων σε ευρωπαϊκά κόμματα με πρόγραμμα και με εσωκομματική δημοκρατία από κάτω προς τα πάνω και όχι από πάνω προς τα κάτω, όπως συνέβαινε μέχρι τώρα στην Ελλάδα.
Παράλληλα, οφείλει να αντιληφθεί πως η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι μια αφηρημένη ή μόνον μια οικονομική ιδέα. Περικλείει αξίες, πολιτισμικό πρόταγμα, τρόπο ζωής, ευημερία, ελευθερία λόγου και ιδεών, διαθέτοντας ταυτόχρονα ισχυρή πολιτική υπόσταση στο διεθνές γίγνεσθαι πράγμα που προσδίδει αποτελεσματικότητα στην υπεράσπιση των εθνικών μας συμφερόντων.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται σε φάση μετάβασης. Οι δομές της θα αλλάξουν. Αν και δεν γίνεται πλήρως αντιληπτό ακόμη, η διαδικασία έχει ήδη αρχίσει και εμείς μπορούμε να την επηρεάσουμε, εφόσον βεβαίως παραμείνουμε σε αυτήν. Αυτό που πρέπει να καταστεί σαφές στην παρούσα φάση είναι, πως το κόστος του «μη εκσυγχρονισμού» έχει γίνει τόσο μεγάλο, ώστε να απαγορεύει κάθε σκέψη αποφυγής του, είτε σε ευρωπαϊκό, είτε (κυρίως) σε εθνικό επίπεδο.
Η ελληνική Αριστερά θα έχει μία και μόνη ευκαιρία να «διαβάσει» την εποχή και να ανταποκριθεί στις ανάγκες της.