που αδιαφορούν για τη βασική διαφορά. Το Γ΄ Ράιχ δεν οικοδομήθηκε μόνο διά της βίας, αλλά κι απρόσκλητο. Αντιθέτως, τώρα, δεν χτυπά η Γερμανία τις πόρτες των χρεωμένων χωρών· αυτές παρακαλούν για φθηνά δάνεια που δεν μπορούν να βρουν πουθενά αλλού.
Κυκλοφορεί το επιχείρημα ότι η Γερμανία δανείζει τις χώρες του Νότου ακριβά. Αυτό είναι αληθές, αν δούμε τη μισή εξίσωση. Η Γερμανία δανείζεται από τις αγορές με σχεδόν μηδενικό επιτόκιο και μάς δανείζει με 2-3% ετησίως. Αυτή είναι μεγάλη διαφορά, αλλά το επιτόκιο είναι σαφώς μικρότερο από το 30% που διαμορφώνεται για τα ελληνικά ομόλογα στις διεθνείς αγορές.
Το ύψος του επιτοκίου είναι ένα θέμα προς διαπραγμάτευση του αδύναμου Νότου σε σχέση με τον ισχυρό Βορρά και δεν αρκεί η εγχώρια συνθηματολογία. Αλλά ο εγχώριος προβληματισμός πρέπει να είναι άλλος: γιατί οι αγορές δανείζουν τη Γερμανία με σχεδόν 0% και την Ελλάδα με πάνω από 30%; Για ένα απλό λόγο. Το Μνημόνιο που εμείς τώρα εφαρμόζουμε και ελεεινολογούμε, το εφάρμοσε οικειοθελώς η Γερμανία από το 2003.
Στις 14 Μαρτίου του 2003 ο τότε καγκελάριος κ. Γκέρχαρντ Σρέντερ εκφώνησε ένα σημαντικό λόγο στη γερμανική Βουλή. Ξεκίνησε την ομιλία του με τη ρήση του Φέρντιναντ Λασάλ ότι «το πρώτο καθήκον ενός σοσιαλιστή είναι να λέει την αλήθεια».
Η Γερμανία, η ισχυρότερη οικονομία της Γηραιάς Ηπείρου, η πατρίδα του «κράτους πρόνοιας» είναι αναγκασμένη να προχωρήσει σε δραστικά μέτρα για την ανόρθωση της οικονομίας της. Πρώτος στόχος ήταν η μείωση των δημόσιων δαπανών. «Θα ήταν άδικο να ζήσουμε στις πλάτες των νέων γενεών», είπε στην ιστορική του ομιλία ο Γερμανός σοσιαλδημοκράτης ηγέτης. «Αν δεν οργανώσουμε τη διαδικασία μεταρρύθμισης, θα μας υπερκεράσουν οι δραματικές αλλαγές στην οικονομία και την κοινωνία. Χωρίς αυτά τα μέτρα, η ραγδαίως γηράσκουσα χώρα μας δεν θα μπορεί για πολύ ακόμη να διαθέτει ένα γενναιόδωρο σύστημα πρόνοιας και κοινωνικής περίθαλψης, δίχως να βυθίζει στα χρέη τις μελλοντικές γενιές.»
Η «Ατζέντα 2010» που εξήγγειλε τότε ο κ. Σρέντερ είχε στόχο να αντιμετωπιστεί η διογκούμενη ανεργία -ειδικά των νέων- και να ξεκολλήσει ο μηδενικός ρυθμός ανάπτυξης που είχε τότε η γερμανική οικονομία. Τα μέτρα που προτάθηκαν από τη συγκυβέρνηση συνεργασίας Σοσιαλδημοκρατών - Πράσινων έγιναν γνώριμα στην Ελλάδα μετά το 2010:
«Συγχώνευση» του βοηθήματος ανεργίας με το λεγόμενο «κοινωνικό βοήθημα», γεγονός που στην πράξη σημαίνει τη δραστική μείωση του βοηθήματος ανεργίας στο επίπεδο του βοηθήματος απορίας.
Μειώνεται το χρονικό διάστημα παροχής τού επιδόματος ανεργίας σε δώδεκα μήνες μετά την απόλυση του εργαζομένου, αντί 32 όπως ισχύει μέχρι σήμερα.
Περικόπτονται το επίδομα ανεργίας και το βοήθημα ανεργίας, όταν οι άνεργοι δεν αποδέχονται εργασίες που τους δίδονται, ειδικά το είδος εργασίας που εκτελούσαν πριν απολυθούν.
Βαθμιαία «ελαστικοποίηση» της προστασίας των εργαζομένων από απολύσεις στις μικρές επιχειρήσεις, προκειμένου οι εργοδότες να μη διστάζουν, όταν υπάρχουν παραγγελίες, να προσλαμβάνουν εργαζόμενους επειδή δεν θα μπορούν αργότερα να τους απολύσουν.
Αύξηση της οικονομικής συμμετοχής των ασφαλισμένων στην τιμή των χορηγούμενων φαρμάκων.
Περιορίζεται η δυνατότητα πρόωρης συνταξιοδότησης. Το όριο των 65 ετών παραμένει προς το παρόν άθικτο και η αύξησή του στα 67 αναφέρεται ως «αντικείμενο προβληματισμού στο μέλλον».
Μείωση φοροαπαλλαγών για αγορά πρώτης κατοικίας.
Μείωση επιδοτήσεων των αγροτών.
Μείωση των κονδυλίων υγείας κατά 23 δισ. ευρώ μέχρι το έτος 2007.
Φυσικά τα μέτρα δεν πέρασαν χωρίς συνδικαλιστικές και πολιτικές αντιδράσεις. Κάποια γερμανικά συνδικάτα διαδήλωσαν -φυσικά δεν κάηκαν κτίρια, ούτε άνθρωποι ζωντανοί ως έκφραση της «δίκαιης οργής» του λαού- κι ένα κομμάτι των σοσιαλδημοκρατών αποσχίστηκε για να δημιουργήσει μαζί με τους πρώην κουμμουνιστές της Ανατολικής Γερμανίας το De Linke, κάτι σαν τον ΣΥΡΙΖΑ της Γερμανίας, λίγο στο πιο σοβαρό. Είναι αυτοί που κυκλοφορεί ο κ. Τσίπρας στην Ευρώπη και το μόνο κόμμα της Γερμανίας που καταψήφισε δύο φορές μάλιστα τις δανειακές συμβάσεις στην Ελλάδα. Δεν το έκαναν επειδή είναι ανθέλληνες, αλλά στο πλαίσιο της καθολικής άρνησης που έχει η Αριστερά για την πραγματικότητα.
Την εποχή που η γερμανική οικονομία ήταν τελματωμένη και η ανεργία διογκωνόταν, ο μετέπειτα ηγέτης του De Linke κ. Οσκαρ Λαφοντέν, εξέδωσε ένα βιβλίο - πολιτικό μανιφέστο, το οποίο μάλιστα η γνωστή σε όλους Bild χαρακτήρισε «βιβλίο της χρονιάς». Σ' αυτό ο κ. Λαφοντέν διατύπωσε τη θεωρία του για την έξοδο της Γερμανίας από την κρίση. Είναι πανομοιότυπη με την «αναπτυξιακή θεωρία» που ακούμε κάθε βράδυ στα κανάλια: «ρίχτε λεφτά στην αγορά». «Η οικονομική ανάπτυξη», έγραφε ο κ. Λαφοντέν, «επιτυγχάνεται μέσω της τόνωσης της ζήτησης με αυξήσεις μισθών και συντάξεων και οι επιχειρηματίες γνωρίζουν πως μια σχετική οικονομική ευημερία των εργαζομένων αποτελεί προϋπόθεση για την αύξηση της παραγωγής και των κερδών τους». Αυτά, ακριβώς, που έλεγε και η ημέτερη κ. Λούκα Κατσέλη και ως ιθύνων νους του ΠΑΣΟΚ μέχρι το 2009, έσπρωξε τη νέα τότε κυβέρνηση για λίγο σε μια πρώτη επεκτατική πολιτική.
Το θετικό είναι ότι οι Γερμανοί δεν τον άκουσαν τον κ. Λαφοντέν. Το De Linke παραμένει ένα περιθωριακό πολιτικό κόμμα του «όχι σε όλα». Καταψήφισε ακόμη και τη δανειακή σύμβαση της Ελλάδος. Τα μέτρα που πρότεινε ο κ. Σρέντερ, με συγκρούσεις και συμβιβασμούς εφαρμόστηκαν. Η γερμανική οικονομία ανέκαμψε για να γίνει -αρεστή ή μηη ατμομηχανή της Ε.Ε. και έχει τώρα λεφτά για να λειτουργεί ως ο έσχατος δανειστής της Ελλάδας κι άλλων χωρών του Νότου.
Τι θα είχε συμβεί όμως αν ο κ. Σρέντερ έχανε τη μάχη στο SPD; Δύσκολο να προβλέψει κανείς, αλλά έχουμε το ελληνικό παράδειγμα. Μετά την ήττα του ελληνικού εκσυγχρονισμού στις αρχές της περασμένης δεκαετίας, ειδικά μετά την οπισθοχώρηση στο ασφαλιστικό το 2001, επανεκκίνησε το γαϊτανάκι των υψηλών ελλειμμάτων που έγιναν εκρηκτικά την περίοδο διακυβέρνησης της Ν.Δ. (2004-2009) για να μάς φτάσουν μέχρι τη σημερινή χρεοκοπία.
πηγη: εφ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ