όσο το δυνατόν σιγουρότεροι για τις επιλογές τους και θέλουν έγκυρη και αξιόπιστη ενημέρωση για τις εναλλακτικές δυνατότητες της επαγγελματικής τους αποκατάστασης.
Οι αλλαγές στην αγορά εργασίας βρήκαν τους μαθητές απροετοίμαστους και ο καθένας προσωπικά ασκεί μικρό έλεγχο στα γεγονότα της ζωής του. Έντονος ο προβληματισμός στο αν αξίζει να επενδύει πλέον κανείς στην εκπαίδευση και την κατάρτιση για μια συγκεκριμένη καριέρα.
Η απάντηση όμως είναι πως οι ίδιες οι απαιτήσεις της αγοράς διαμορφώνουν τις τάσεις στην αγορά εργασίας και δίνουν απαντήσεις στα ερωτήματά τους. Και οι απαντήσεις σχετίζονται κυρίως με την ανάγκη διαρκούς μάθησης, ανάπτυξης και βελτίωσης σε πλαίσια άριστης επικοινωνίας και συνεργασίας. Η μόνη σταθερή απάντηση στην κατάσταση είναι η ευελιξία και η ετοιμότητα. Η ασφάλεια μιας εργασιακής θέσης που άλλοτε προσφερόταν στους εργαζόμενους τώρα δίνει τη θέση της στις εναλλαγές θέσεων εργασίας, που η προσαρμογή δεν πρέπει να χαρακτηρίζεται ως αναγκαστική, αλλά προκλητική και να τους ωθεί σε συνεχή προσωπική και επαγγελματική ανάπτυξη.
Γιατί σήμερα η στασιμότητα ισοδυναμεί με οπισθοδρόμηση.
Η άποψη της «κοινής γνώμης» «ότι εκείνο που απουσιάζει σήμερα από την αγορά εργασίας δεν είναι οι θέσεις εργασίας αλλά το κατάλληλα εξειδικευμένο προσωπικό που θα τις καλύψει και το επιχείρημα ότι η προσαρμογή των σπουδών στις ανάγκες της αγοράς θα εξασφαλίσει άμεσα επικερδή εργασία στους αποφοίτους είναι εντελώς αβάσιμο και παραπλανητικό».Η «κοινή γνώμη» αδυνατεί να συλλάβει ότι η γενικότερη αδυναμία των πτυχιούχων να ενταχθούν στην αγορά είναι αποτέλεσμα της μείωσης των θέσεων εργασίας εξ αιτίας της οικονομικής πολιτικής και των εξελίξεων στον τομέα της τεχνολογίας που συρρικνώνουν τις ευκαιρίες της απασχόλησης και αποδίδει δυσανάλογα μεγάλο μέρος της ευθύνης στις δομές, στις λειτουργίες και στους προσανατολισμούς της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Σήμερα περιγράφοντας την αγορά εργασίας δεν μπορεί κανείς να αγνοήσει το υψηλό ποσοστό ανεργίας.
Οι νέοι μας όμως που αναζητούν εργασία δεν είναι απαραιτήτως άνεργοι αλλά εν δυνάμει εργαζόμενοι. Το στερεότυπο της ανεργίας ως κατάσταση αποτυχίας και περιθωριοποίησης έχει εκλείψει. Αυτό επιτρέπει στους νέους, αφού γνωρίσουν το δυναμικό τους και μάθουν τρόπους να το αξιοποιούν κατάλληλα, να διεκδικούν ότι περισσότερο μπορούν και τους αξίζει με αυτοπεποίθηση και αισιοδοξία. Ας συνεχίσουν να ψάχνουν για ευκαιρίες να καλλιεργούν πολλαπλές δεξιότητες και να δραστηριοποιούνται προς θετικές κατευθύνσεις με επιμονή και υπομονή.
Η εγκατάλειψη και η άρνηση δε λύνει ποτέ κανένα πρόβλημα.
Από δεκαετίες η «περίοδος του μέλιτος» πτυχίου, αγοράς εργασίας τελείωσε.
Όμως η πτώση της αποδοτικότητας του πτυχίου και οι αβέβαιες επαγγελματικές και κοινωνικές προοπτικές δεν φαίνεται να πτοούν τους υποψηφίους που ανταγωνίζονται για μια θέση.
Μετά τη δεκαετία του 70 σύμφωνα με έρευνα του Ιδρύματος Μεσογειακών Μελετών και του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος, παρά την αύξηση του αριθμού των εισακτέων παρατηρείται μείωση του κοινωνικού ενδιαφέροντος για τις σπουδές σε Πολυτεχνικές Σχολές. Το 1985 στο τμήμα της Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου «συνωστιζόταν» ο υψηλότερος αριθμός πρώτων προτιμήσεων. Από το 1996 και μετά άρχισαν οι μαθητές να στρέφονται στις Στρατιωτικές Σχολές. Ακολουθεί άνοδος στις Οικονομικές, Χρηματοοικονομικές, Τραπεζικές, Μάρκετινγκ Λογιστικής, Σχολές και νέες Σχολές που σχετίζονται με την Πληροφορική, την Ηλεκτρονική και την Αυτοματοποίηση, καταλαμβάνουν κυρίαρχες θέσεις στις επιλογές των υποψηφίων, οι οποίοι φαίνεται ότι παρακολουθούν από κοντά τις εξελίξεις στην αγορά εργασίας και τις μεταβολές στην επαγγελματική δομή. Μέχρι πέρυσι οι σχολές Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης ήταν στην πρώτη προτίμηση, η αύξηση της ζήτησης ξένων γλωσσών φαίνεται πως επηρέασε την προηγούμενη δεκαετία καθώς και την «απογείωση» των Σχολών Δημοσιογραφίας, Επικοινωνίας και ΜΜΕ.
Από άποψη της σταθερότητας των προτιμήσεων οι Νομικές σπουδές και οι Ιατρικές επιστήμες θεωρούνται «παντός καιρού»
Ένα μεγάλο μέρος των υποψηφίων αλλά και των φοιτητών είχε φιλοδοξία να διοριστεί στο Δημόσιο. Κάτω δε από την πίεση του υπερβολικού χρέους του Δημοσίου και της (ΕΕ) από το 1990 αναμενόταν στροφή των νέων προς την εκπαίδευση ελεύθερων επαγγελμάτων και ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας. Και επειδή ο αριθμός των εισακτέων στα Ελληνικά Πανεπιστήμια είναι περιορισμένος πολλοί φοιτούν σε Πανεπιστήμια του εξωτερικού.
Η ανεργία των πτυχιούχων δεν οφείλεται στην έλλειψη των κατάλληλων ειδικοτήτων και δεξιοτήτων τους, αφού οι νέοι εργαζόμενοι και ειδικά πτυχιούχοι είναι κατά τεκμήριο πολύ πιο μορφωμένοι από τις προηγούμενες γενιές. Η καθυπόταξη δε των λειτουργιών του πανεπιστημίου στις δυνάμεις της αγοράς επηρεάζουν τον προσανατολισμό και το περιεχόμενο των προγραμμάτων σπουδών και ο κίνδυνος απαξίωσης του πτυχίου και της ανεργίας των πτυχιούχων επέρχεται από άλλες παρακαμπτηρίους, γιατί η παροχή εξειδικευμένης γνώσης σε προπτυχιακό επίπεδο περιορίζει τις πιθανότητες προσαρμογής στις αέναες αλλαγές της αγοράς εργασίας και συνεπώς αυξάνει μακροπρόθεσμα τις πιθανότητες της ανεργίας.
Βασική προϋπόθεση προκειμένου να αναζητηθούν κάποιες ρεαλιστικές λύσεις σχετικά με τη διαδικασία επιλογής για σπουδές στη χώρα μας είναι να κοιτάξουμε κατάματα την εκπαιδευτική, κοινωνική και προπάντων επαγγελματική πραγματικότητα αυτής στο πλαίσιο πάντα της παγκοσμιοποίησης, της Ενωμένης Ευρώπης και της εποχής της τεχνολογίας που φαίνεται ότι δεν μας έχουν γίνει ακόμη συνείδηση. Μέσα σ' ένα ανταγωνιστικό και εχθρικό στίβο πρέπει οι νέοι να μπορέσουν να επιβιώσουν. Τα πρώτα μηνύματα έχουν δοθεί εδώ και αρκετά χρόνια και έπρεπε να μας είχαν θέσει σε κατάσταση συναγερμού.
Όμως δεν πρέπει να απογοητεύουμε τη νεολαία, επειδή το επαγγελματικό κατεστημένο φοβάται τον ανταγωνισμό.
Αφού θέλουν και έχουν τις δυνατότητες να σπουδάσουν, ας προχωρήσουν και, αν δεν υπάρχουν δουλειές σχετιζόμενες με τις σπουδές τους, ας κάνουν ότι θα έκαναν αν δεν πήγαιναν στο Πανεπιστήμιο και θα είναι πιο αποτελεσματικοί με περισσότερες γνώσεις.