πέρυσι τον Δεκέμβριο, δημοσίευσε άρθρο εναντίον της απεργίας που είχε κηρύξει η ΕΣΗΕΑ στην κρατική τηλεόραση. Η καταδικαστική απόφαση αναφέρει συγκεκριμένα: «Δεν είναι [...] η κριτική που άσκησε ο συν. Μανδραβέλης (σ.τ.σ.: αν το «συν» είναι συντομογραφία του "συνάδελφος" ή του "σύντροφος" δεν το γνωρίζω...) για τον κρατικό φορέα ενημέρωσης που δημιουργεί ζήτημα. Είναι ο χρόνος που επέλεξε για τη δημοσιοποίηση των απόψεών του αυτών, επιχειρώντας ουσιαστικά με απαράδεκτο (sic) ύφος να υπονομεύσει τις κινητοποιήσεις της ΕΣΗΕΑ στην οποία ανήκει και να ευτελίσει το έργο και τον αγώνα των συναδέλφων του».
Η κεντρική ιδέα του επίμαχου άρθρου, με τον τίτλο «Μια αδιάφορη απώλεια», είναι ότι το κόστος της κρατικής τηλεόρασης είναι δυσανάλογα μεγάλο εν σχέσει με την προσφορά της και ότι η συντήρησή της στο μέγεθος που έχει σήμερα είναι αποτέλεσμα συνδικαλιστικής ιδιοτέλειας. Συνεπώς, η απουσία προγράμματος λόγω της απεργίας δεν λείπει από κανέναν, υποστηρίζει ο Μανδραβέλης. (Το άρθρο δημοσιεύθηκε στις 10 Δεκεμβρίου 2011 και όποιος ενδιαφέρεται να το διαβάσει στη ολότητά του μπορεί να το βρει μέσω Διαδικτύου στην ηλεκτρονική «Κ»).
Την ηθική διάσταση του παραπτώματος, για το οποίο τιμωρήθηκε ο αρθρογράφος, ανέταμε, με ζωντανό ύφος και όντως αξιοθαύμαστη ενάργεια στην κατάθεσή της, η κ. Ελ. Σπανοπούλου, μάρτυρας των εγκαλούντων δημοσιογράφων της κρατικής τηλεόρασης: «Ο χρόνος που επέλεξε ο συνάδελφος να πει στην κοινή γνώμη τις απόψεις του είναι καταδικαστέος, γιατί θεωρώ ότι στον πόλεμο μπορείς: να πολεμήσεις, να λιποτακτήσεις, να προδώσεις. Την ώρα του απεργιακού αγώνα και της αγωνίας των συναδέλφων στην ΕΡΤ, ένα τέτοιο δημοσίευμα με την υπογραφή μέλους της ΕΣΗΕΑ το θεωρώ προδοσία».
Οσο και αν με συνεπαίρνει η δύναμη του λόγου της εκλεκτής δημοσιογράφου, εγείρεται ένα ζήτημα στο οποίο νομίζω ότι πρέπει να σταθώ. Εστω ότι η συμμετοχή σε ένα σωματείο συνεπάγεται τη συμμόρφωση της μειοψηφίας με τις απόψεις της πλειοψηφίας, ακόμη και αν την εσωτερική λειτουργία του σωματείου διέπουν οι κανόνες της δημοκρατίας. Δέχομαι, με άλλα λόγια, ότι ένα σωματείο διαφέρει ως προς τη λειτουργία του από μία δημοκρατική πολιτεία, επειδή ακριβώς ο λόγος ύπαρξης τού συνδικαλιστικού σωματείου είναι η υπεράσπιση του κοινών συμφερόντων -με την πιο στενή έννοια του όρου «συμφέρον»- της επαγγελματικής τάξης την οποία ενώνει και εκφράζει.
Διερωτώμαι, εντούτοις, αν είναι σωστό να ισχύει αυτή η αρχή στην περίπτωσή μας λόγω της φύσης του δημοσιογραφικού επαγγέλματος. Δεν ισχύει ότι «η δημοσίευση είναι η ψυχή της δικαιοσύνης», όπως είπε ο Ελβετός φαρμακοποιός που ήλθε από τη Ζυρίχη στο Μεσολόγγι και σκοτώθηκε στην Εξοδο και όπως αναγράφεται φαρδιά πλατιά στην αίθουσα συνεδρίων του σωματείου μας; Αν, ελέω κοινού επαγγελματικού συμφέροντος, εμείς οι ίδιοι απαγορεύουμε την κριτική στον εαυτό μας ή την ελεύθερη διατύπωση των μεταξύ μας διαφωνιών, τότε γιατί να μας πάρουν στα σοβαρά οι άλλοι όταν τους κρίνουμε;
Αυτά τα ερωτήματα δεν απαντώνται, αυτομάτως όμως περνούν σε δεύτερη μοίρα, όταν διαβάζω την εξόχως βαρύνουσα κατάθεση του προέδρου της ΕΣΗΕΑ Δημήτρη Τρίμη. Ο πρόεδρος θεωρεί ότι το κείμενο του Μανδραβέλη «αναμφίβολα προσβάλλει τους απεργούς δημοσιογράφους» και, ακόμη χειρότερα, «στρέφεται εναντίον της ύπαρξης Δημόσιων Ραδιοτηλεοπτικών Μέσων». Συνοψίζει δε τον σκοπό του αρθρογράφου ως εξής: «Με λίγα λόγια τάσσεται με τις ακραία αντικοινωνικές νεοφιλελεύθερες θέσεις και υπέρ των ιδιωτικών και κερδοσκοπικών συμφερόντων». Αλαλα τα χείλη των ασεβών...
Αν είναι έτσι, αλλάζει το πράγμα! Αν είναι δηλαδή να πατάξουμε τον μανδραβελισμό ως ακραία μορφή νεοφιλελευθερισμού, το θέμα είναι άλλης τάξεως! Ο στόχος της πραγμάτωσης της λαϊκής δημοκρατίας στη δημοσιογραφία είναι υψηλότερος από τους θεωρητικούς προβληματισμούς μου· συνεπώς, κλίνω το γόνυ μπροστά στη σοφία της απόφασης του Πειθαρχικού.
Καθώς μάλιστα η σοφία της καταυγάζει το πνεύμα μου, μπορώ και βλέπω μέσα μου κάτι ακόμη, για το οποίο θέλω να μιλήσω ανοιχτά. Θυμάμαι ότι, όταν διάβασα το άρθρο του Μανδραβέλη, συμφώνησα με την κεντρική ιδέα του και μέσα μου αναφώνησα: «Φτου σου, ρε ***! Γιατί δεν σκέφθηκα να το γράψω εγώ πριν από τον Πάσχο;» Αυτό είπα και το θυμάμαι καλά. Εχω πλήρη επίγνωση, λοιπόν, ότι διέπραξα το ίδιο παράπτωμα με τον Μανδραβέλη, ως προς τη σκέψη και την πρόθεση· και, παρότι εγώ δεν δημοσίευσα άρθρο με ανάλογο περιεχόμενο, το παράπτωμά μου είναι ισοβαρές με του Μανδραβέλη. Διότι, αν θέλουμε να πατάξουμε τον βδελυρό μανδραβελισμό και να φέρουμε την αυγή της λαϊκής δημοκρατίας στη δημοσιογραφία, οφείλουμε να το πράξουμε πρώτα στη σκέψη (βλ. σύντροφο Μάο, Πολιτιστική Επανάσταση κ.λπ.)
Για τον λόγο αυτό, νομίζω ότι είναι δίκαιο να υποστώ και εγώ την ποινή του Μανδραβέλη. Ισως μάλιστα, εφόσον οι επαΐοντες συμφωνούν με τη θέση μου περί πάταξης του μανδραβελισμού στη ρίζα του, να μου αρμόζει διαγραφή τεσσάρων μηνών, ώστε να καταδειχθεί ότι το παράπτωμα της σκέψης και της πρόθεσης είναι σοβαρότερο από εκείνο της δημοσίευσης. Ισως πάλι να μου αξίζουν μόνον δύο μήνες, αν με την επιείκειά τους οι αρμόδιοι μού αναγνωρίσουν το ελαφρυντικό της αυθόρμητης ομολογίας...
Υ.Γ. Επειδή, παρά ταύτα, δεν έχω ακόμη θεραπευθεί πλήρως από το μικρόβιο της πεποίθησης στην απόλυτη ελευθερία της άποψης, ενημερώνω τους συμπάσχοντες με τον Πάσχο δημοσιογράφους ότι στην ιστοσελίδα Protagon.gr υπάρχει κείμενο διαμαρτυρίας κατά της απόφασης του Πειθαρχικού.