ως απάντηση στον λόγο. Το πρόβλημα είναι ότι στην περίπτωση των μουσουλμάνων η βία ασκήθηκε παρανόμως από τον όχλο, ενώ στην Ελλάδα -αν και (το ξανατονίζουμε) ήταν σαφώς χαμηλότερης έντασης- ασκήθηκε νομίμως από το κράτος. Η σύλληψη κάποιου για οποιοδήποτε αδίκημα είναι άσκηση νόμιμης βίας, αυτής που μονοπωλιακά δώσαμε στο κράτος για να επιτευχθεί η κοινωνική ευταξία.
Συνεπώς, αν απογυμνώσουμε τις δύο καταστάσεις από τα ιδιαίτερά τους χαρακτηριστικά, θα διαπιστώσουμε την ομοδοξία στον πυρήνα τους. Ο ενοχλητικός για κάποιους λόγος αντιμετωπίστηκε βιαίως, ασχέτως αν στη μία περίπτωση είχαμε οδοφράγματα και πυρπολήσεις αυτοκινήτων και στην άλλη μια απλή σύλληψη. Από την άποψη αυτή η άσκηση παράνομης βίας ασφαλώς είναι κατακριτέα και δείχνει τις αντιλήψεις μιας κοινωνίας για την ελευθερία του λόγου. Η άσκηση νόμιμης βίας για να αποσιωπηθεί ακόμη και ο κακόγουστος λόγος είναι χειρότερη.
Η «εξυπνάδα» που κυκλοφορεί εγχωρίως για να δικαιολογηθούν οι περιορισμοί της ελευθερολογίας είναι «ναι στην ελευθερία του λόγου, αλλά όχι στην ασυδοσία». Το ερώτημα βέβαια είναι ποιος ξεχωρίζει τον λόγο από την ασυδοσία. Ας μην αναφέρουμε τον Ολυμπιακό που κάποιοι θεωρούν «θρύλο και Θεό». Υπάρχουν άλλοι που πιστεύουν ότι ο κομμουνισμός είναι θρησκεία και ο Λένιν ο προφήτης του. Θα έπρεπε να τιμωρείται κάθε χλευαστικό σχόλιο εναντίον του;
Ούτε τίθεται θέμα πλειοψηφίας σε ζητήματα θεμελιωδών ανθρώπινων δικαιωμάτων, όπως είναι η ελευθερία του λόγου. Δεν μπορεί δηλαδή να υπάρχει το επιχείρημα ότι οι Ελληνες είναι Ορθόδοξοι κατά 95% και συνεπώς χλευασμός «των ιερών και οσίων» τους πρέπει να τιμωρείται. Κατ' αρχάς και στο Πακιστάν πρέπει να υπάρχουν αντίστοιχες πληθυσμιακές αναλογίες. Δεύτερον, αυτό που δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι και ο Ιησούς για τις απόψεις του τιμωρήθηκε. Δεν του ασκήθηκε η «νόμιμη» της εποχής βία διότι σκότωσε ή έκλεψε. Του επεβλήθη η εσχάτη των ποινών γι' αυτά που έλεγε, τα οποία κάποιοι θεώρησαν προσβολή του Μωσαϊκού νόμου. Οταν, μάλιστα, η ποινή μπήκε στη δημοκρατική διαδικασία της εποχής, ο όχλος επέλεξε να απελευθερώσει τον Βαραββά και όχι τον Ιησού, ο οποίος απλώς διατύπωνε «απρεπή» για την εποχή ή τις κυρίαρχες αντιλήψεις άποψη.
Σε ζητήματα ελευθερίας του λόγου δεν ισχύουν τα «ναι μεν αλλά». Ή θα είναι πλήρης ή δεν θα υπάρχει. Οι δυτικές κοινωνίες μετά από πολλές δοκιμές και ανεπίτρεπτα λάθη (π.χ. καταδίκη Σωκράτη, Γαλιλαίου κ.λπ.) κατάλαβαν ότι επειδή ποτέ δεν ξέρουμε εκ των προτέρων αν μια άποψη είναι απλώς προσβλητική ή επαναστατική αποφάσισαν επί της αρχής να τις επιτρέπουν όλες. Στο τέλος, ο χρόνος, ο διάλογος και η ανθρώπινη λογική πνίγουν στη λήθη τις προσβολές και κρατούν τις χρήσιμες απόψεις. Το άλλο επίσης που μένει στην ιστορία είναι οι ανόητες απόπειρες λογοκρισίας, ακόμη και για ασήμαντο λόγο.
ΠΗΓΗ: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ