Επικοινωνία

Μπορείτε να στείλετε το κείμενο σας στο info@vetonews.gr & veto910@otenet.gr. Τηλ. 6947323650 ΓΕΜΗ 165070036000 On Line Media 14499

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
Δευτέρα, 29 Οκτωβρίου 2012 08:52

Η ελευθερία της πληροφόρησης στη Δημοκρατία: Από την αποκάλυψη στη συγκάλυψη εγκλημάτων; | του Γιάννη Τζιουρά*

TZIOYRASΤο Άρθρο 5Α του Συντάγματος αναφέρει στην πρώτη παράγραφο πως καθένας έχει δικαίωμα στην πληροφόρηση και πως περιορισμοί σ' αυτό το δικαίωμα είναι δυνατό να επιβληθούν με νόμο εφόσον είναι απολύτως αναγκαίοι και δικαιολογούνται για λόγους εθνικής ασφάλειας, καταπολέμησης του εγκλήματος ή προστασίας δικαιωμάτων και συμφερόντων τρίτων.

Ενώ στη δεύτερη παράγραφο συνεχίζει πως το Κράτος υποχρεούται να διευκολύνει την πρόσβαση στις πληροφορίες που διακινούνται ηλεκτρονικά τηρουμένων πάντα των εγγυήσεων των Άρθρων 9, 9Α και 19 του Συντάγματος.

Τι λένε αυτά τα άρθρα όμως; Το Άρθρο 9 αναφέρει πως η κατοικία του καθενός είναι άσυλο. Η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόμου είναι απαραβίαστη. Καμία έρευνα δεν γίνεται παρά μόνο όπως ο νόμος ορίζει και πάντοτε με εκπροσώπους της δικαστικής εξουσίας, ενώ οι παραβάτες τιμωρούνται για παραβίαση του οικιακού ασύλου και κατάχρηση εξουσίας. Το Άρθρο 9Α αναφέρει πως καθένας έχει δικαίωμα προστασίας από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση, ιδίως με ηλεκτρονικά μέσα, των προσωπικών του δεδομένων όπως ο νόμος ορίζει ενώ η προστασία αυτών των δεδομένων διασφαλίζεται από Ανεξάρτητη Αρχή (της οποίας τη λειτουργία και πάλι εφαρμοστικός νόμος ορίζει). Τέλος το Άρθρο 19 αναφέρει πως το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, είναι απαραβίαστο (και την προστασία του οποίου διασφαλίζει Ανεξάρτητη Αρχή) ενώ νόμος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων, ενώ στην τρίτη παράγραφο αναφέρει πως απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του άρθρου αυτού και των άρθρων 9 και 9Α.

Προκειμένου να διευκολύνω τον αναγνώστη να παρακολουθήσει τη συνέχεια του άρθρου επισημαίνω δύο πράγματα. Κατ' αρχήν εδώ θα γίνει περιληπτικότατα μια παρουσίαση των νομικών διαστάσεων που ενέχει η υπόθεση της δημοσιοποίησης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που προηγουμένως αποκτήθηκαν κατά παράβαση του απορρήτου καθώς και η αξιοποίηση τέτοιων δεδομένων από τις κρατικές αρχές. Κατά δεύτερον, όλα τα παραπάνω τελούν υπό ένα εξαιρετικά ευρύτατο θεσμικό πλαίσιο αφενός, αφετέρου είναι συνάρτηση του είδους (όχι της ποιότητας) της Δημοκρατίας το οποίο έχουμε στη χώρα μας.

Οι εφαρμοστικοί του Συντάγματος νόμοι που αφορούν σήμερα τη ρύθμιση του περιεχομένου των παραπάνω άρθρων (των δικαιωμάτων) είναι κυρίως ο Ν. 2472/1999 (με τις μετέπειτα τροποποιήσεις του) που αφορά την προστασία του ατόμου από επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και που βασίζεται σε προηγούμενη ευρωπαϊκή οδηγία, καθώς και η Ανεξάρτητη Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα που θεσπίζεται για το σκοπό αυτό, ενώ για τη διασφάλιση του απορρήτου κυρίως ο Ν. 3115/2003 που θεσπίζει και την Ανεξάρτητη Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών. Οι παραπάνω νόμοι συμπληρώνονται από άλλους καθώς και από το πλέγμα των κανόνων του ποινικού δικαίου. Προς το παρόν αυτά σε συνδυασμό με το Ν. 3849/2010 που τροποποιεί μεταξύ άλλων το Ν. 3213/2003 αναφορικά με τη «Δήλωση και τον έλεγχο της περιουσιακής κατάστασης βουλευτών, δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων, ιδιοκτητών μέσων μαζικής ενημέρωσης και άλλων κατηγοριών προσώπων», δρομολογούν την παρακάτω άποψη.

Ποια και ποιανών ευθύνη αναζητούν οι δικαστικές αρχές; Εκείνου που (κακώς λόγω του ότι δεσμεύεται βάσει του απορρήτου των τραπεζικών καταθέσεων) υπέκλεψε ή συνέλεξε πληροφορίες ή δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ποικίλης νομικής αξιολόγησης που φτάνουν έως και την αποκάλυψη αξιόποινων πράξεων (διαφθοράς, παράνομου πλουτισμού κτλ); Εκείνου που έγινε αποδέκτης σε πρώτη, δεύτερη, τρίτη κ.ο.κ. φάση του εν λόγω περιεχομένου; Εκείνων που θεσμικά όφειλαν (και που έχουν στην καλύτερη περίπτωση πολιτική ευθύνη αν όχι και ποινική) να αξιοποιήσουν το περιεχόμενο αυτό; Εκείνων που ενώ όφειλαν δεν αξιοποιούσαν, λόγω διαταγής των προηγουμένων, το περιεχόμενο αυτό; Εκείνου που τελικά το δημοσιοποίησε (ως μη όφειλε νομικά;) βάσει του ηθικού κριτηρίου του τύπου «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα»; Τελικά οι ίδιοι οι δικαστικοί λειτουργοί ενήργησαν σύννομα όπως δεσμεύονται από το Σύνταγμα και τους νόμους;

Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις, όπως και οι απαγορεύσεις, εφόσον δεν κατοχυρώνονται διεθνώς (συμπεριλαμβανομένου και σε ευρωπαϊκό επίπεδο) έχουν τοπική εφαρμογή. Οπότε, αν και εγείρεται μεγάλος διάλογος πάνω σ' αυτό, ας ξεχάσουμε προσωρινά πλήρως στο σημείο αυτό τον υποκλοπέα καθώς και τους αποδέκτες έως το Γαλλικό Υπουργείο Οικονομικών. Από εκεί και έπειτα, ό,τι έγινε στην ελληνική επικράτεια, αφορά αυτό που θίγεται αυτές τις μέρες. Το Σύνταγμα και οι ανάλογοι νόμοι ρυθμίζουν τη διάκριση των εξουσιών. Όπως ένας δικαστής δεν είναι μέλος της εκτελεστικής και νομοθετικής λειτουργίας (πέρα των περιπτώσεων διασταύρωσης των λειτουργιών) άλλο τόσο ένας Υπουργός δεν είναι δικαστής ή εισαγγελέας. Κατά συνέπεια ο Υπουργός οφείλει, όταν δεν ξέρει, (πράγμα που είναι αδιανόητο για έναν ακαδημαϊκό της νομικής κοινότητας- ο προκάτοχός του συγχωρείται λόγω άνοιας) να προσφεύγει στη δικαιοσύνη με σκοπό να αποφαίνεται αυτή, αναφορικά με τη νομιμότητα ή μη κάποιων πράξεων ή γεγονότων (άλλωστε μόνο η τελευταία έχει την εξουσία της επίσημης ερμηνείας). Παρόλα αυτά, επειδή εδώ δεν αναπτύσσω δικανικό συλλογισμό (ως τι άλλωστε) αναφέρω χαρακτηριστικά τα εξής:

Ο νόμος 3213 υποχρεώνει πολλούς από αυτούς που βρίσκονται στην δημοσιευθείσα λίστα (και προϊόν υποκλοπής σε άλλη χώρα- άσχετα εάν δόθηκε δια της επίσημης διπλωματικής οδού από ένα θεσμικό όργανο σε άλλο) να δηλώσουν την περιουσιακή τους κατάσταση (συμπεριλαμβανομένων των τραπεζικών καταθέσεων βάσει του άρθρου 2). Ευθύνη όμως δεν προκύπτει μόνο από πράξη, αλλά και από παράλειψη, ιδιαίτερα όταν οι δημόσιες υπηρεσίες ή οι κρατικές αρχές στις οποίες λογοδοτούν και υπάγονται οι τελευταίες, είτε συγκαλύπτουν διάφορα, είτε αδυνατούν ή αδιαφορούν να λειτουργήσουν όπως επιβάλλεται. Όταν λοιπόν κάποιος υπηρεσιακός υπάλληλος, στην περίπτωση που γνώριζε για το προϊόν, προβεί σε αποκάλυψή του (π.χ. διαρροή) τότε καλύπτεται εφόσον ο νόμος 3849 προβλέπει μέτρα επιείκειας σε όσους συμβάλλουν στην αποκάλυψη πράξεων διαφθοράς (ιδιαίτερα ως προς τους υπηρεσιακούς υπαλλήλους). Πολύ περισσότερο ρητά αναφέρει πως «Δεν αποτελεί άδικη πράξη η χρησιμοποίηση εμπιστευτικών εγγράφων, εντός του αναγκαίου μέτρου της πληροφορίας ή του εγγράφου, που γίνεται για την ικανοποίηση του δικαιολογημένου ενδιαφέροντος της ενημέρωσης της κοινής γνώμης», (όπως και το επίμαχο). Κατά συνέπεια, θα πρέπει να αξιολογηθεί κατά πόσο συμβάλλει ή όχι και ο διαρροεύς στην αποκάλυψη εγκλημάτων (πράγμα που προηγουμένως ο προϊστάμενός του, συμπεριλαμβανομένου του Υπουργού, αποφάσισε κρίνοντας, ως μη όφειλε, τη διατήρηση του προϊόντος στο συρτάρι ή στα αζήτητα, ανάλογα σε ποιον υπουργό αναφερόμαστε). Παρόλα αυτά, η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι ένα εξαιρετικά λεπτό ζήτημα που υπόκειται στην προστασία του δικαιώματος αυτού (ακόμη και διεθνώς, βλ. Οικουμενική Διακήρυξη αλλά ειδικά Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και το Άρθρο 8), αφενός και στην αναστολή του εκ μέρους του κρατικού συμφέροντος από την άλλη (έτσι όπως το τελευταίο ορίζεται από το Σύνταγμα και τους νόμους). Συνοπτικά να πούμε πως η Ανεξάρτητη Αρχή για την προστασία των δεδομένων δίνει την ανάλογη άδεια προς αξιοποίηση των δεδομένων αυτών. Ιδιαίτερα σε κάποιες περιπτώσεις υποχρεούται να δώσει άδεια, όπως π.χ. σ' αυτές που αναφέρονται στο άρθρο 7 παρ.1 του νόμου 2472 όπου επιτρέπεται η συλλογή και επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων ύστερα από άδεια της Αρχής όπως όταν η επεξεργασία εκτελείται από Δημόσια Αρχή και είναι αναγκαία μεταξύ άλλων για την άσκηση δημόσιου φορολογικού ελέγχου ή αφορά δεδομένα δημοσίων προσώπων, εφόσον αυτά συνδέονται με την άσκηση δημοσίου λειτουργήματος ή τη διαχείριση συμφερόντων τρίτων και πραγματοποιείται αποκλειστικά για την άσκηση δημοσιογραφικού επαγγέλματος. Η άδεια της αρχής χορηγείται μόνο εφόσον η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την εξασφάλιση του δικαιώματος πληροφόρησης επί θεμάτων δημοσίου ενδιαφέροντος.

Όσον αφορά τώρα τον τελικό συλληφθέντα, ε, αυτός ήταν πολύ πιο εύκολο να συλληφθεί (ο τρόπος ήταν απαράδεκτος) παρά εκείνοι, οι οποίοι ουσιαστικά έπαιζαν με το εν λόγω προϊόν που αφενός δεν τους ανήκε, αφετέρου επιβαλλόταν να το αξιοποιήσουν νομικά. Και επειδή δεν ανακαλύπτουμε εμείς τον τροχό σχετικά με το ζήτημα αυτό, να επισημάνω τελειώνοντας τα εξής: Στις ΗΠΑ η διακίνηση πληροφοριών και η προστασία των προσωπικών δεδομένων λειτουργεί εντελώς διαφορετικά από ότι στο ευρωπαϊκό επίπεδο. Εκεί μπροστά στον νόμο για την ελευθερία της πληροφορίας (Freedom of Information Act) δεν υπάρχει κανένα δικαίωμα που να μην υποχωρεί, ιδιαίτερα σε ότι έχει να κάνει με τον έλεγχο των κρατικών υπηρεσιών. Ακόμη σε ότι αφορά τον φορολογικό έλεγχο ή την απόδοση φόρων στο κράτος, επίσης δεν τίθεται ζήτημα μη υποχώρησης τους δικαιώματος της προστασίας (η όλη αντίληψη είναι ανάλογη του laissez fair...). Στο Ευρωπαϊκό επίπεδο, πρωτοποριακά η Αγγλία με τον αντίστοιχο νόμο (Data Protection Act 1998), αναφέρει ρητά στο άρθρο 29 πως ο νόμιμος τρόπος προστασίας των προσωπικών δεδομένων αίρεται (περιορίζεται) σε περιπτώσεις, μεταξύ άλλων, που αφορούν φορολογικά ζητήματα και συλλογή φόρων (εκεί αντιθέτως προωθείται η υποκλοπή για την αποκάλυψη οικονομικών εγκλημάτων). Στη Γερμανία το ίδιο. Στη Γαλλία το ίδιο (η εποπτεία γίνεται δια της Commission Nationale de' l Informatique et des Libertes). Η οδηγία 95/46 (με τις μετέπειτα προσθήκες) βάσει της οποίας έπρεπε να εναρμονίσουμε την εθνική μας νομοθεσία, όπως και η πρόσφατη πρόταση (μόλις τον Γενάρη του 2012) για την έκδοση κανονισμού στο επίπεδο της ΕΕ (General Data Protection Regulation) για την προστασία των προσωπικών δεδομένων, αναφέρει στο κείμενό της στο Άρθρο 21 που αφορά τους περιορισμούς του δικαιώματος, πως «τα κράτη μέλη πρέπει να θεσπίσουν νομοθετικά περιορισμό του εν λόγω δικαιώματος, προκειμένου να διασφαλιστεί η δημοκρατική κοινωνία, στις περιπτώσεις που αφορούν φορολογικά ζητήματα», ενώ διασφαλίζει και την ελεύθερη διακίνηση τέτοιων δεδομένων (ιδιαίτερα μεταξύ κρατών κατά τη συνεργασία τους για την πάταξη της φοροδιαφυγής και των οικονομικών εγκλημάτων).

Σε κάθε περίπτωση, και κλείνοντας, πρέπει να αναζητηθούν όσες ευθύνες υπάρχουν στα επίπεδα που αφορούν εμάς και μόνο εμάς!!! Στο επίπεδο της υποκλοπής δε μας αφορά αφού αφορά τις αρχές άλλης χώρας (και της τράπεζας του υποκλοπέα), αν και εφόσον συμβάλλει με την πράξη του αυτή στην αποκάλυψη πράξεων οικονομικού εγκλήματος ουσιαστικά θα απαλλαχθεί εφόσον δεν αποκόμισε ο ίδιος κέρδος για το προϊόν του. Στο επίπεδο της διακίνησης, και εδώ πάλι δεν μας αφορά η επίσημη παράδοση του περιεχομένου από το Γαλλικό στο Ελληνικό Υπουργείο Οικονομικών. Άλλωστε κατά τη συνεργασία των αρχών για την καταπολέμηση των οικονομικών εγκλημάτων η διακίνηση είναι νομιμότατη. Από κει και έπειτα πρέπει να αναζητηθούν ευθύνες έως του σημείου της διαρροής και δημοσιοποίησης. Δηλαδή η μη αξιοποίηση του περιεχομένου από τις αρχές για όφελος του δημοσίου συμφέροντος. Η διαρροή όπως είδαμε καλύπτεται όπως και η δημοσιοποίηση. Άλλωστε ακόμη και να αποδειχθεί πως δεν ευθύνονται οι αναφερόμενοι στη λίστα, και μόνο που ενείχε διάσταση δημοσίου ενδιαφέροντος το περιεχόμενό της στην παρούσα έκτακτη συγκυρία, ο διαρροέας και το δημοσιογράφος δεν έχουν καμία ευθύνη.

Οι ουσιαστικές ευθύνες βρίσκονται στο στάδιο της μη αξιοποίησής της προς όφελος του δημοσίου συμφέροντος, πράγμα που από επιλογή έμεινε αναξιοποίητο. Στο στάδιο αυτό ευθύνονται όσοι αποφάσισαν την υπόκρυψή της και τη μη αξιοποίησή της, συμπεριλαμβανομένων και των δικαστικών λειτουργών. Η προέκταση των προηγούμενων ποινικών και πολιτικών ευθυνών φτάνουν στο να προβάλλεται συνεχώς η αναξιοπιστία της χώρας στο εξωτερικό και να συντηρείται η απώλεια της εμπιστοσύνης μεταξύ κράτους και πολιτών που γιγαντώνει μέρα με τη μέρα την εμφάνιση των άκρων στην κοινωνία.

*ο Γιάννης Τζιουράς, είναι Διεθνολόγος- Πολιτικός Επιστήμων,
Υπ. Διδάκτωρ Διεθνούς Δικαίου, Νομική ΑΠΘ

 

Τελευταία τροποποίηση στις Δευτέρα, 29 Οκτωβρίου 2012 08:59