Επικοινωνία

Μπορείτε να στείλετε το κείμενο σας στο info@vetonews.gr & veto910@otenet.gr. Τηλ. 6947323650 ΓΕΜΗ 165070036000 On Line Media 14499

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
Σάββατο, 10 Νοεμβρίου 2012 10:19

Είναι προδιαγεγραμμένη η μοίρα της βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους; | του Γιάννη Τζιουρά*

TZOYRIASΌχι. Ή μήπως ναι; Πρώτα θα συνηγορήσω και θα εξηγήσω συνοπτικά υπέρ του όχι. Άλλωστε η καταφατική απάντηση δεν είναι τίποτα άλλο πέρα από μοιρολατρία.
Αυτή τη στιγμή, όχι ξέχωρα από τον τρόπο διαχείρισης από την αρχή της ελληνικής κρίσης χρέους, είτε από την πλευρά της Ελλάδος είτε από εκείνη των διεθνών δανειστών, η βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους είναι συνάρτηση τριών πολύ μεγάλων ομάδων παραγόντων.

Αυτοί οι παράγοντες είναι αλληλένδετοι υπό την έννοια πως συλλειτουργούν στην υφιστάμενη δομή του διεθνούς συστήματος (οικονομικο-πολιτικού). Εφόσον κανείς αποφαίνεται για ένα άλλο σύστημα (μη υπαρκτό σήμερα, ίσως του παρελθόντος, ίσως του μέλλοντος- ανάλογα πως το οραματίζεται κανείς) τότε διαπράττει σφάλμα αρχής (όχι άποψης). Ο τρόπος λοιπόν που λειτουργεί το σύστημα σήμερα έχει τα εξής δύο περιθώρια. Είτε να διασφαλίσει στα πλαίσια της φιλελεύθερης δημοκρατίας τη συνέχειά του, είτε να περάσει σε άλλες μορφές πολιτικής οργάνωσης (κρατική οργάνωση της οικονομίας). Τι θέλω να πω... Ο ένας παράγοντας είναι αυτός των αγορών. Των αγορών ομολόγων. Ο άλλος παράγοντας είναι εκείνος των διεθνών δανειστών, είτε αυτοί είναι κράτη είτε διεθνείς οργανισμοί που υποστηρίζονται από κράτη. Τέλος ο τρίτος παράγοντας είναι εκείνος της δικής μας βούλησης. Όσο αυτή μπορεί να εκφραστεί στο πλαίσιο της λογικής της ισχύος που διέπει το διεθνές σύστημα.

Ο μοναδικός τρόπος λοιπόν (ο μοναδικός!) χρηματοδότησης σήμερα ενός κράτους είναι οι αγορές ομολόγων. Έχω αναφερθεί δεκάδες φορές πως δεν υπάρχει άλλος τρόπος χρηματοδότησης ενός κράτους. Οι αγορές σε δανείζουν με φτηνά, πολύ φτηνά επιτόκια, και συγχρόνως δεν τις ενδιαφέρει τι θα τα κάνεις τα χρήματα εφόσον μπορείς να τα επιστρέψεις. Όσο λοιπόν είχαμε την εύνοιά τους, με την έννοια πως η διαχείριση των δημοσιονομικών μας ήταν στο εξαιρετικά μεγαλύτερο μέρος της αποκλειστικά και μόνο υπόθεση των ελληνικών κυβερνήσεων έως το ξέσπασμα της κρίσης, τι κάναμε; Τι κάναμε; Χτίσαμε μια οικονομία αντάξια των υπολοίπων ανεπτυγμένων που δανείζονται φθηνά; Χτίσαμε μια οικονομία βιώσιμη; Η δημοσιονομική αντίδραση στην αύξηση του χρέους από πλευράς κυβερνήσεων στην ΟΝΕ ήταν αντιστρόφως ανάλογη της λογικής. Οι χώρες με μεγαλύτερο λόγο χρέους προς το ΑΕΠ υιοθετούσαν περιοριστικά δημοσιονομικά μέτρα εξαιρετικά μικρότερης κλίμακας από εκείνες με μικρότερο λόγο χρέους (τις πλεονασματικές δηλαδή). Ειδικά εμείς, εκμεταλλευτήκαμε την αίγλη που έχει το ευρώ, ως ισχυρό νόμισμα, και μάλιστα δίχως καμία πρόνοια για το ολοένα και αυξανόμενο χρέος συμβάλλαμε συνειδητά στην ελάττωση της αξιοπιστίας μας.

Ο άλλος παράγοντας είναι οι δημόσιοι δανειστές. Εφόσον αποκοπείς από τις αγορές, όχι επειδή έτσι θέλησαν κάποιοι μια μέρα για να μας τιμωρήσουν (άλλωστε δεν υπάρχει ιεράρχηση και στις αγορές όπως και δεν λειτουργούν με συναισθήματα αλλά με λογική- δεν είναι πανέξυπνες αλλά δεν είναι και τελείως χαζές-), αλλά επειδή έβλεπαν πως δεν μπορούσαμε έστω και το παραμικρό δάνειο να το αποπληρώσουμε, έπαψαν να μας δανείζουν (όχι μόνο φθηνά αλλά τελείως). Τι επιλογή είχαμε τότε με τα τότε δημοσιονομικά μεγέθη; Είτε να δανειστούμε από διεθνείς δανειστές όπως αφενός δικαιούμασταν βάσει διεθνών συμφωνιών που είχαμε υπογράψει από το 1945, αφετέρου ακολουθώντας τη συνταγή τους και ελπίζοντας σε έξοδο από την κρίση είτε να δημιουργήσουμε ένα νέο νόμισμα. Μην μπερδεύεται κανείς πως θα «επιστρέφαμε» στη δραχμή. Επιστροφή δεν υπάρχει με αυτή την έννοια. Εάν ποτέ αποφασιστεί ή εξαναγκαστούμε, ανάλογα, να κόψουμε δραχμή, τότε μιλάμε για ένα νέο νόμισμα στα πλαίσια της υφιστάμενης οικονομικής κατάστασης η οποία δεν έχει καμία απολύτως σχέση με εκείνη προ 11 ετών όταν είχαμε τότε το εκείνο νόμισμα της δραχμής. Η οικονομική επιστήμη και η ιστορία εξηγούν τη μετάβαση σε ένα νέο (ασθενέστερο) νόμισμα. Το καλύτερο σενάριο εμπεριέχει εκτεταμένο κρατικό παρεμβατισμό για τη στήριξη του νέου πληθωριστικού νομίσματος, το οποίο δεν μπορεί να μη συνυπάρχει σε ένα δημοκρατικό κράτος (ακόμη κι εκτός ΕΕ) με άλλα ισχυρότερα νομίσματα. Συνεπώς πέρα από το πρώτο διάστημα, που διόλου ειρηνικά διαχειρίσιμο δεν θα είναι, όταν αποκατασταθεί η τάξη, το νέο νόμισμα θα είναι εκείνο των φτωχών, που θα πληρώνονται από το κράτος ή τους εναπομείναντες εργοδότες, ενώ τα υπόλοιπα (κυρίως το ευρώ και το δολάριο) θα είναι των πλουσίων στις συναλλαγές και αγορές μεταξύ τους. Το πώς θα ελεγχθεί ο πληθωρισμός, η μαύρη αγορά, η αιμορραγία των εναπομεινάντων καταθέσεων, η αγορά ενέργειας και φαρμάκων σε ευρώ, και τα όποια κοινωνικά φαινόμενα, μένει να το δούμε στην πράξη από εκείνους που συνηγορούν υπέρ της αποκοπής του κάκιστου αλλά μοναδικού χεριού, εκείνο των δανειστών, διότι σήμερα μόνο από τις αγορές έχουμε αποκοπεί, όχι από τους δημόσιους δανειστές.

Ο τρίτος παράγοντας είναι τι κάνουμε εμείς. Εδώ δεν αναφέρομαι στο τι κάναμε όταν είχαμε την εύνοια των αγορών. Δεν θα αναφερθώ επίσης το τι κάναμε όταν ξέσπασε η κρίση και το πώς τη διαχειρίστηκαν οι κυβερνήσεις έως σήμερα. Θα αναφερθώ όμως στο τι γίνεται σήμερα. Η κατάσταση διεθνώς είναι εξαιρετικά δυναμική. Στο φριχτό και ανάλγητο, έστω, υφιστάμενο διεθνές οικονομικό σύστημα, οι ανεπτυγμένοι, όπως ακόμη είμαστε εμείς όχι λόγω οικονομικών μεγεθών αλλά λόγω της ένταξής μας σε ένα συγκεκριμένο θεσμικό σύστημα (εκείνο της ΕΕ), δέχονται φοβερές πιέσεις από τις αναδυόμενες οικονομίες, όπως την Κίνα, τη Βραζιλία, την Ινδία, αφού οι αγορές ομολόγων που χρηματοδοτούν τους ανεπτυγμένους διοχετεύουν τα κεφάλαιά τους στις αναδυόμενες οικονομίες. Κατά συνέπεια οι διαθέσιμοι πόροι για τους ανεπτυγμένους μειώνονται δραματικά. Σ' αυτόν τον πόλεμο χρηματοδότησης το μοναδικό πλεονέκτημα που έχουν οι ανεπτυγμένοι είναι η αξιοπιστία. Βάσει αυτής οι πιο συντηρητικοί επενδυτές επενδύουν στα κρατικά ομόλογα απολαμβάνοντας την επιστροφή των δανεικών, έστω και με μικρό επιτόκιο. Όσοι άλλοι επενδυτές ρισκάρουν, τοποθετούν τα χρήματά τους στα ομόλογα των αναδυόμενων οικονομιών.

Η κρίση που ξέσπασε με ευθύνη των ανεπτυγμένων οικονομιών (από την από-πλαισιοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα), έθεσε σε κίνδυνο την αξιοπιστία όλων. Η Ελλάδα που ήταν ανεπτυγμένη (βάσει των επιτοκίων δανεισμού και της θεσμικής της υφής) αποτελεί από το 2010 συστημικό κίνδυνο. Κίνδυνο για τους ανεπτυγμένους και την παραμονή τους στη θέση ισχύος τους. Με εξαίρεση τις πλεονασματικές οικονομίες που διατηρούν την ισχύ τους, οι υπόλοιποι ανεπτυγμένοι δέχονται μεγαλύτερες πιέσεις από τις αγορές. Και αυτό γιατί; Γιατί πολύ απλά, ειδικά στα πλαίσια της ευρωζώνης η δημοσιονομική αντίδραση των ελλειμματικών οικονομιών ήταν χλιαρότερη έως ανύπαρκτη σε σχέση με εκείνη των πλεονασματικών. Οι χώρες αυτές, με πρώτη τη δική μας, δεν συνειδητοποίησαν την το γεγονός πως οι αγορές ζητούσαν και ζητούν υψηλότερες αποδόσεις για την ανάληψη αυξημένου επενδυτικού κινδύνου. Τώρα οι δημόσιοι δανειστές απαιτούν από μας δύο πράγματα. Είτε να κάνουμε ό,τι εκείνοι νομίζουν για την αποκατάσταση της αξιοπιστίας μας και την διατήρηση της θέσης τους ή την μετάταξή μας στους αναπτυσσόμενους αφήνοντάς τους ήσυχους.

Η αντίληψη αυτή όμως έχει και τα είδωλά της. Εάν αντιλαμβανόταν (η καλύτερα παραδεχόταν) εγκαίρως πως η συνταγή έπρεπε από την αρχή να είναι πιο δυναμική και να εμπεριέχει μια λύση πακέτο για τα άσωτα παιδιά, τότε θα κερδίζαμε χρόνο και θα είχαμε επανέλθει συντομότερα στις αγορές. Δυστυχώς όμως, ακόμη και τώρα διάφοροι παράγοντες (ψυχολογικοί θα έλεγα) δεν συνηγορούν σε μια λύση πακέτου σύντομα. Αυτό κοστίζει και οδηγεί (κοινωνικά μιλώντας) κόσμο σε φτώχεια. Το άλλο είδωλο έχει να κάνει με την λογική του να χτίσουν φράγματα για να μην τους συμπαρασύρει το κύμα του δικού μας πνιγμού.

Τα λάθη διαχείρισης της κρίσης που βαρύνουν εκείνους είναι αυτά της μη συνειδητοποίησης πως πρόκειται για κρίση χρέους και όχι για νομισματική και κατά συνέπεια κρίση των ελλειμματικών οικονομιών που ήσαν απροστάτευτοι εξαιτίας έλλειψης ενός μηχανισμού προστασίας του κοινού νομίσματος. Από την άλλη δεν ευθύνονται για τις δικές μας μη δημοσιονομικές αντιδράσεις στην αύξηση του χρέους όλα τα προηγούμενα χρόνια.

Η λύση τώρα περιλαμβάνει δύο αλληλένδετες στρατηγικές. Η μία είναι να λειτουργήσει ένας μηχανισμός ανακύκλωσης πλεονασμάτων συγχρόνως με την επανάκτηση της αξιοπιστίας των προβληματικών οικονομιών. Αυτό όμως απαιτεί και την ύπαρξη ενός σταθερού χρηματοπιστωτικού τομέα. Για να γίνει αυτό και να καταστεί το χρέος βιώσιμο επιβάλλεται να εφαρμοστεί μια λύση πακέτο για όλους. Εάν όμως κάποιος δεν τα καταφέρει τότε το μέλλον είναι απρόβλεπτο για όλους (το παίγνιο του αρσενικού ελαφιού). Η λύση πακέτο θα περιλαμβάνει συγκεκριμένα όλες τις προβληματικές οικονομίες μεταξύ αυτών της Κύπρου και της Ισπανίας. Κατά συνέπεια πριν τα Χριστούγεννα ας μην περιμένουμε συμπερίληψή μας στο πακέτο. Αλλά για να συμπεριληφθούμε πρέπει οπωσδήποτε να αποδείξουμε πως αξίζουμε την συμμετοχή μας σ' αυτό. Για να γίνει κάτι τέτοιο επιβάλλεται να επιδείξουμε συλλογική αποφασιστικότητα πως είμαστε συνειδητοποιημένοι να αγωνιστούμε και να συνεργαστούμε για την λύση. Ξέρουν καλά (ειδικά η Γερμανία) πως δίχως διαγραφή του χρέους ακόμη και όλες οι μεταρρυθμίσεις δεν επαρκούν να μας βγάλουν στις αγορές ομολόγων. Αλλά θα το τραβήξουν μέχρι τέλους. Μέχρι το σημείο να δείξουμε πως πρώτα αναλαμβάνουμε δεσμεύσεις εφαρμογής των μέτρων και στη συνέχεια να μας συμπεριλάβουν στο τελικό πακέτο λύσης.

Από την πλευρά του ΔΝΤ υπάρχει πίεση (εξ αιτίας και των ΗΠΑ πλέον) για να βάλουν οι Ευρωπαϊκές πλεονασματικές οικονομίες περισσότερο το χέρι στην τσέπη για τη διάσωση της ευρωζώνης. Άλλωστε εκείνο αντιμετωπίζει στενότητα πόρων για τη διάσωση της ευρωζώνης. Πιέζει λοιπόν μεταξύ άλλων (ενός μηχανισμού ανακύκλωσης πλεονασμάτων) για διαγραφή χρέους του δημόσιου τομέα (Official Sector Involvement). Η Γερμανία λοιπόν, το ξέρει. Απλά είναι θέμα του πως θα κατορθώσει να πείσει το δικό της λαό πως μια τέτοια λύση (μετακύλισης χρονικής και αύξηση της φορολογίας του λαού της) θα είναι προς όφελός του, μακροπρόθεσμα. Έχει εκλογές σε ένα χρόνο. Ως τότε είναι πολύ αργά για να βρεθεί λύση, πολύ νωρίς για να αποδείξει πως το να μας διαγράψουν χρέος, να μας δανείσουν ευνοϊκότερα, και να φορολογηθούν περαιτέρω για αυτό, είναι προς όφελός τους. Απαιτούνται λοιπόν συλλογικές θυσίες. Οι πρώτες θα πρέπει να γίνουν από εμάς. Είναι όμως άλλο το ζήτημα του μίγματος των μέτρων που θα υιοθετήσουμε για το επιθυμητό δημοσιονομικό αποτέλεσμα και άλλο το ζήτημα της θέλησής μας να μείνουμε στο ευρωπαϊκό λιμάνι. Και αυτό διόλου δε σημαίνει οριζόντιες πολιτικές περικοπών. Αλλά βαθειά κάθετες πολιτικές που θα πλήττουν όλους όσους ευθύνονται για την κατάντια στην οποία περιήλθε η κοινωνία μας.

Τίποτε δεν εγγυάται όσο θα έπρεπε όμως, ακόμη και σε περίπτωση συμμόρφωσής μας, την έξοδό μας στις αγορές ομολόγων και την παραμονή μας στους ανεπτυγμένους. Το σίγουρο είναι πως εάν δεν προσπαθήσουμε, τότε νομοτελειακά σίγουρο είναι πως θα καταστραφούμε οικονομικά για τις επόμενες πολλές δεκαετίες.

ο Γιάννης Τζιουράς, είναι Διεθνολόγος- Πολιτικός Επιστήμων, Υπ. Διδάκτωρ Διεθνούς Δικαίου, Νομική ΑΠΘ

 

Τελευταία τροποποίηση στις Σάββατο, 10 Νοεμβρίου 2012 10:22