Ήταν ο αναντικατάστατος δάσκαλος της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, ο εμβριθής γνώστης των κειμένων, των γνωστών και των αγνώστων, εκείνων που ζούσαν στο ημίφως και στο περιθώριο της ιστορίας της λογοτεχνίας, έως ότου αναθέσει σε κάποιον από τους προπτυχιακούς, μεταπτυχιακούς ή τους υποψήφιους διδάκτορες να διατρυπήσουν το φλοιό της λογοτεχνίας αναζητώντας πάντα τον πυρήνα. Ο ίδιος, με τη σπάνια οξυδέρκειά του, στεκόταν ήδη εκεί, στον πυρήνα, καθώς μυριζόταν εκ προοιμίου τα πορίσματα, πανέτοιμος εντούτοις να υποδεχτεί τα καινά, εκείνα που του προσκόμιζαν όσοι είχαν την τύχη να είναι φοιτητές του. Ένας από αυτούς άφησε χτες σε ηλεκτρονικό μήνυμα το απόσταγμα αυτής της σπάνιας εμπειρίας: «Ήταν μοναδικός στο να αγγίζει ζωές». Πράγματι, ο δάσκαλος Σουλιώτης, όχι μόνο άγγιζε ζωές, αλλά γνώριζε καλά τον τρόπο να τις μεταμορφώνει, με το βαρύτιμο εκτόπισμα της πνευματικής του παρουσίας. Σαν τη μέλισσα στεκόταν και έβγαζε από τον καθένα ό,τι καλύτερο διέθετε, ακόμα και όταν αυτό που διέθετε το αγνοούσε ο ίδιος ή το διατηρούσε σε χειμερία νάρκη.
Όταν ουδείς σχεδόν στην Ελλάδα γνώριζε τον όρο δημιουργική γραφή, ο Μίμης Σουλιώτης ξεκινούσε ήδη τα πρώτα εργαστήρια δημιουργικής γραφής στις Πρέσπες και στο Ευρωβαλκανικό Άσυλο Ποίησης, δημιούργημά του επίσης, που θα οδηγούσαν στο πρωτοποριακό μεταπτυχιακό για τη δημιουργική γραφή, με ξεχωριστούς φοιτητές και διδάσκοντες δίχως υπερβολή από όλο τον κόσμο.
Ο Μίμης Σουλιώτης ήδη από τότε, δηλαδή από την αρχή, βρισκόταν τουλάχιστον 100 χρόνια μπροστά. Τόσο με την εξαιρετική εφημερίδα «Κοινή γνώμη», όσο και με το περιοδικό «Εταιρία». Και πολύ περισσότερο ίσως με το «βιβλιολογείο», το εργαστήρι παραδοσιακής βιβλιοδεσίας, και το παραδοσιακό τυπογραφείο, που έστησε εκ του μηδενός κυριολεκτικά εντός του Πανεπιστημίου χάρη στη δική του έμμονη αγάπη που συμπαρέσυρε και όσους βρίσκονταν κοντά του. Ο Μίμης ενέπνεε μικρούς και μεγάλους. Αυτό ήταν το χάρισμά του. Τους έκανε μερακλήδες και επομένως μυρμήγκια που δούλευαν μανιωδώς όπως και αυτός. Ή τον λάτρευες ή χανόσουν.
Αγαπούσε το λόγο ως αφή, δηλαδή ως βιβλίο, αλλά και ως πράξη ανάγνωσης, δηλαδή απαγγελίας, ως μοίρασμα του λόγου και κοινωνία και γι' αυτό ήταν ένας από τους ελάχιστους, αν όχι ο μοναδικός, που δίδασκε απαγγελία στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, καθώς η απαγγελία στα Τμήματα Φιλολογίας παραμένει μια τέχνη ανύπαρκτη. Σίγουρα όμως, το εργαστήρι απαγγελίας δι' εραστάς του Λόγου και η Απαγγελτική Ομάδα Καϊλαρίων, που οργάνωσε και δίδαξε, ήταν μοναδική πανελληνίως.
«Είναι, προπάντων», σημειώνει κάπου σε ένα βιογραφικό του, «ιδρυτικό μέλος του Σπουδαστηρίου Νέου Ελληνισμού», μα και της Εταιρείας Ελλήνων συγγραφέων.
Εντούτοις η ακριβή και πανάκριβη ακαδημαϊκή παρουσία του λειτούργησε πάντα ως ασπίδα γι' αυτόν που ήταν και θα παραμείνει πάνω και πέρα απ' όλα, αυτό που έλεγε και φώναζε η ψυχή του. Και η ψυχή του έγραφε μονάχα ποιητής. Ένας ποιητής βουβός, ένας σιωπηλός παρατηρητής της δικής του ζωής και των άλλων, ένας ποιητής που πήγε την ποίηση παραπέρα, χωρίς να την σπρώχνει παντοιοτρόπως και ιδιοτελώς.
Στη Φλώρινα ζούσε ένας ποιητής που χρόνια τώρα την αφομοίωνε ολόκληρη στους στίχους του. Ένας ποιητής που θα συνεχίσει να διασχίζει τον Ιανουάριο τα Κορέστια, που ζούσε χιλιόμετρα μακριά από όλες τις θάλασσες, αλλά κοντά στο Μοναστήρι, που έμενε στην ίδια όχθη της Αχρίδας, εκεί που ο ήλιος γέρνει σωστά, στην καλή, αντικριστός με τη δύση της Ρέσνας. Ζούσε δηλαδή βορειοδυτικά, γιατί βορειοδυτικά είναι λοξά και ό,τι πρέπει, για να μη λειώνει την ψυχή του νότια κι ανατολικά. Ζούσε μέσα στα Μακεδονικά βουνά, που στέκουν ακόμα γκρίζα, μαυρομέλανα, βαθιά χιονισμένα, αιώνες άλειωτα, βαριά, μεγαλεία της ψύξης.
Εδώ όπου, λόγια πολύγλωσσα, τα λόγια τα παλιά μες στα καινούρια, το ανακάτεμα γλωσσών, το σμπαράλιασμα των λαών. Στο Ρούδαρι, όπου κανένας δεν κοιτά για δεύτερη φορά τη λίμνη, στη Μπέσφηνα που ρεύει ακατοίκητη, στο Ρέκαρτσι όταν αστράφτουν τα νερά, ένα μεσημέρι άηχο. Ζούσε στη Δυτική Βαλκανική. Στη χαραδρούπολη που πλαντάζει από σινιάκι κι από χιόνι, δηλαδή στη Φλώρινα, ζούσε μονιμότερα από προσωρινά ο ποιητής της, Μίμης Σουλιώτης.
«Ποίηση που αξίζει» έλεγε ο Μίμης «είναι αυτή που λέει ότι εδώ ζήσαν άνθρωποι, την τάδε Πέμπτη, που ανάπνεαν, πονούσαν, μιλούσαν, γελούσαν και δεν γινόντουσαν βαρετοί». Ποίηση που αξίζει είναι η εν ζωή και όχι η κεκοιμημένη, αυτή που αποσπάται από την καθημερινότητα και σ' αυτήν επιστρέφει, αυτή που εισβάλλει στο λόγο μας, που μας υποχρεώνει να σιωπήσουμε. Αυτή που θα μπορούσε να την εκστομίσει ο καθένας μας. Γιατί «σήμερα», όπως γράφει αλλού, «στην εποχή του ακροτελεύτιου καταναλωτισμού οι ποιητές έχουν να γράψουν τη μη αναλώσιμη ποίηση: [...] μήτε όμορφη, μήτε άσχημη: στην ώρα της, όπως μεταρσιώνεται από την καθημερινή κουβέντα». Χωρίς λόγιες επεξεργασίες ή επιτηδευμένα στρογγυλέματα. Εικόνες άκοφτες, αμοντάριστες, όπως τις βλέπει για πρώτη φορά ο φακός. Εκείνη η «βαθιά επιφάνεια» που φωλιάζει μέσα μας, που έχει κάτι από το πρώτο βλέμμα του ανθρώπου πάνω στη γη, σαν το πρώτο ξύπνημα μετά από αιώνες σκοταδιού. Όπως ο τυφλός, όταν για κάποιο λόγο αρχίζει πάλι να βλέπει. Έτσι και με την ποίηση Σουλιώτη. Ήσουν τυφλός και αρχίζεις και πάλι να βλέπεις.
Τους τελευταίους μήνες είχε κανείς τη βεβαιότητα ότι ο ποιητής παλεύει στο γνωστό αλώνι. Αντίπαλος ο Χάρος, όπως και στο ομότιτλο ποίημα:
«Για την ώρα νικάει αυτός
αλλά θα τον ισοφαρίσω
όταν θα του έχω πεθάνει
και κηδεμένος με σακάκι φωτεινό κίτρινο,
με παπουτσίχρωμη γραβάτα και γραβατιές κάλτσες
και με τη σκελέα της Σκουάντρα Ατζούρα από μέσα
και τον ψιλό μου κασκορσέ, η ωνιά του θα έχει περάσει
και δεν θα μπορεί να με χαλάσει άλλη φορά
γιατί όταν θα έχω σκορπιστεί
μετά από την ήττα στα μαρμαρένια αλώνια
σαν στάχτες στο γυαλί,
εκείνος δεν θα επιχειρήσει τίποτα
γιατί θα αναιρούσε την ιδιότητά του,
γι' αυτό θα συμπορευόμαστε παράλληλα
εκείνος τεθλιμμένος Χάρος όλο πλήξη
ενώ εγώ έχοντας ξεμπερδέψει μία και καλή,
θα είμαι ολόνεκρος σταυροκούμπωτος ή δίπετος,
παστεριωμένος στους στίχους
που για την ώρα αιωρούνται στην ατμόσφαιρα
σαν γύρη από φτερά
τιναγμένα σαν μικρά χαλιά
στην τύχη».
Νίκησε αυτός που ήταν να νικήσει, όμως Dat's Life, όπως γράφει, και ως γνωστόν:
«Ο μονόλυκος θάνατος αρπάζει τις ωραίες ψυχές
και πλέει στη λίμνη του πέρατος,
κρατώντας τες ψηλά σαν αθώα περιστέρια.
Ο θάνατος δεν είναι ήρεμος. πασχίζει.
Η δουλειά μου με το δρεπάνι
πρέπει να έχει επιτυχία, σκέφτεται».
Και έχει. Τότε και εφόσον το γεγονός είναι τετελεσμένο, ο ποιητής καλεί τον μαύρο του, ακρίτας και αυτός και καβαλάρης όπως και οι ακρίτες, να περάσουν μαζί απέναντι:
«Μαύρε μου, γοργογόνατε κι ανεμοκυκλοπόδη»:
αξίζει τον κόπο
να περάσεις μ' αυτήν τη φράση αντίπερα,
αντί γι ασημένιο νόμισμα στα χείλη.
Θα είναι μια όχι βυθισμένη,
αλλά γρήγορη, σαν καταδιωγμένη από την κεκτημένη της,
προπάντων αξιοπρεπής περασιά».
Η επιθυμία του ποιητή υπάρχει αλλού και ως ευχή:
«Να μπορέσεις να φύγεις μια ηλιόλουστη μέρα
με τη χρυσή κουνουπιέρα στα βλέφαρα,
δαγκώνοντας το χαρισμένο σου ναπολεόνι,
τη στιγμή που το μαξιλάρι θα μυρωθεί σαν αθάνατο-
να ξεκινήσεις προτού θολώσουν τα νερά,
σε ώρα που δεν θα είχες γεννηθεί –ό,τι έμεινε
θα φαίνεται στην ύστατη φωτογραφία:
μάτι ψαραγοράς κι ο υπόλοιπος στην ψύχρα,
μάγουλα ρουφηγμένα προς τα έγκατα,
φάτσα λειψή κατά δω, λειψή κατά εκεί,
κατά τον θάνατο μεριά και υπερπέραν.
Για να έρθει έπειτα το ενθάδε κείται, δηλαδή τα «Γυαλιά»:
Ο οφθαλμίατρος μου έγραψε γυαλιά
οπότε πρέπει να λέει-
«Ενθάδε κείται. Φορούσε φακούς θυέλλης.
Απασχολούνταν με χαρτιά-βιβλία
και, δεν πολέμησε στον Μαραθώνα,
αγωνίστηκε όμως στο Χημείο και στο Πολυτεχνείο
στην ηρωική φάση. Δεν νοστάλγησε,
δεν ξαναγύρισε, δεν έφυγε.
Πήρε τη μονόφορη κατεύθυνση
σαν το υνί σε χωράφι μόνο με μήκος.
Τύχαν και περιπτώσεις όπου προάσπισε αξίες,
ενώ αλλιώς, όποτε έπεφτε κα' να καινούριο χιόνι
άνοιγε, ανάσαινε
κι έπαιρνε τις καλύτερες στροφές του».
Και μετά; Μετά έρχεται το φως, δηλαδή οι σκιές:
Το φως είναι εδάφους-εδάφους στο Πρεβάλι
με ψιλή επίνευση του αέρα,
ανταύγειες περισσότερο αποσιωπημένες
από τα συστατικά: βωξίτες, τεθλιμμένα οστά
που τα' χουν ξενητέψει με τη βία
και τα παραχώσαν στη Μελβούρνη ή στο Τορόντο,
έρχονται όμως στην λίμνη τους
και περιπολούν στη ντάλα.
Ακριανές, γοερές, φευγάτες
φιγούρες, σκοτεινότερες στο φως.
Προτού όμως γίνει σκιά, φαίνεται πως περιδινήθηκε αρκετά γύρω από το μετά του θανάτου του, ως ψυχή που επιστρέφει μέρες σαράντα γύρω από αγαπημένα πρόσωπα, μα και αγαπημένες έγνοιες:
«Όταν πεθάνω κι εντοπίσουν, αριά και που, τ' όνομά μου
θα πουν «κι άλλος ένας ακροβολιστής στην επαρχία»
αφού δεν θα φαντάζονται τι έχω αφήσει στα συρτάρια,
φύλλα και τετράδια, σβησίματα, πρόχειρα,
γραφομηχανές, ηλεκτρικές, κομπιούτερ,
και μιλάμε για όσα δεν θα έχω αρχίσει ή σχίσει.
Υπήρξα πολυγράφος και φιλόπονος
κι η ευαισθησία μου καταστράφηκε από δύο μεριές,
πάντως φορτώνω το στίχο
με λαμπικαρισμένες πραγματικότητες»
«Θεούλη μου», γράφει στην τελευταία συλλογή την «Κύπρον ιν ντηντ», «όταν θα έχω πεθάνει κι εγώ όπως τόσοι,
Ας μη ακούγονται τόσο μπόσικα και βαρετά τα δικά μου,
Όχι όλα τουλάχιστον, κι όχι πληκτικά,
Κάμε ν' ακούγονται σαν εξωποιητικά μα ενδιαφέροντα-
Φώτισέ με, Θεούλη, κι αν μου μέλλεται να το πάθω
Κάλλιο να κόψω το συνήθειο από σήμερα»
Φεύγοντας, ανήμερα του Αγίου Στυλιανού και του Αγίου Αλυπίου, αφήνει χνάρια της αλυπίας στους αγαπημένους, για να' χουν να παραμυθούνται:
«Στο μονοπάτι του χιονιού που το είχαν φτυαρίσει
σαν χωρίστρα γερασμένων μαλλιών
η Μαυροεντυμένη, πάνω από παγοκοψιές
σέρνοντας το σινιάκι σαν σάρπα
μπαίνει στην υπόθεση με μισοσχισμένες γαλότσες
πασπαλισμένες με άχνη της πάχνης-
αντέχει όλα τα βάσανα
με την τέχνη της αλυπίας
που κατέχει κι ενασκεί».
Αφήνει την αλυπία μέσα από μια μαρτυρία της αγάπης που έρχεται από πολύ παλιά, δίχως όμως να πάλιωσε ποτέ. Οι παλιοί στίχοι του έρχονται και κάθονται δίπλα από τους τελευταίους, για να επιβεβαιώσουν πως «η αγάπη είναι βαθύτερη από το συναίσθημα» και πως πόθος του ήταν μονάχα «να γιαγείρουν με τη μαύρα πλάβα, μαύρο πανί, τη μονόχειρη μ' ένα κουπί». Αποδέκτης των παλιών και των νεώτερων στίχων μονάχα η Ελένη:
Σ αγαπώ, σε παρακαλώ, μη μου γεράσεις,
θέλω να μη, εσύ, γερνάς-
ας γερνάω εγώ για σένα [...]»
Εντούτοις για τον Μίμη ισχύει ο δικός του στίχος πως «Γερνούν τα χρόνια που δεν ζεις».
Ο Νίκος Καρούζος είχε πει το εξής: «Δύο είδη ποιητών υπάρχουν, ωσάν τους καπνιστές: εκείνοι που πάνε τον καπνό κάτω κ' εκείνοι που όχι». Ο Μίμης Σουλιώτης, όπως και να το δει κανείς, πήγαινε τον καπνό κάτω. Για τούτο και αναρωτιόταν εναγωνίως: «Πόσο ακόμα πρέπει ν' αποτύχω για να γράψω τα καλά μου, τι μπορώ στο μεταξύ να μοιράσω στους ανθρώπους που πονούνε». Πιστεύω βαθιά πως τα καλά που ήθελε τα έγραψε και πως καθώς όλοι μας είμαστε άνθρωποι που εν δυνάμει πονούνε, μια χαραμάδα φως στο κάτω-κάτω την είδαμε.
Θα' θελα να αποχωρήσω με κάτι που δεν του το είπα βέβαια ποτέ. Κάθε φορά που για κάποιο λόγο βρισκόμουν στην όμορη πόλη και που τον σκεφτόμουν να περπατά στους δρόμους και τα στενά της ή στους διαδρόμους του Πανεπιστημίου, σε ώρες και μέρες που μονάχα αυτός ήταν εκεί, όπως και ο σκύλος στο κατώφλι της Σχολής, ένιωθα την ανάγκη να φωνάξω, «Προσέξτε τον, είναι ποιητής. Μεριάστε, να περάσει».
Με τον ίδιο τρόπο θα' θελε μάλλον να κλείσει και ο ίδιος. Γιατί είμαστε αυτό που είναι η ψυχή μας. Και στην ψυχή του μέσα ο Μίμης Σουλιώτης ήταν ποιητής:
«Είμαι ποιητής, ο περιπατών μ' εμένα
δεν θα περπατήσει στη Σκοτία,
μα στην Αχρίδα και τη Μολδαβία,
και θα σεργιανάει μαζί μου στο δάσος
χαϊδεύοντας τις γενικές φυλλωσιές,
ξεπερνώντας τα δέντρα»
Όλγα Ντέλλα
5π.μ. 28 Νοεμβρίου 2012