Ο φιλοπαίγμων μύθος του ρατσισμού
A ρε Κικίτσα… Τους ξενέρωσες τους «υπεράνω» της οικολογίας και των κινημάτων. Τους κατ΄ επάγγελμα αντιρατσιστές που, με μια ξενοφοβία και έναν φιλοναζισμό, σε τυλίγουνε σε μια κόλα χαρτί – τουλάχιστον έτσι νομίζουνε- και σε παραδίνουνε βορά στις ορέξεις της φυλής τους. Τους έδωσες μια και τους έριξες στα βοτσαλάκια της πεζής πραγματικότητας. Και τώρα κάθονται στον στραβό μας τον γιαλό «έρμα και παραπονεμένα και όλο κλαίνε τα καημένα».
Τι τους είπες; Πως δεν αντέχεις άλλο τους μετανάστες που έχουν κατακλύσει την πόλη σου, πως δεν βρίσκεις παγκάκι να καθίσεις και πως φοβάσαι να ξεμυτίσεις από την πόρτα του σπιτιού σου γιατί ορισμένοι από αυτούς – άκουσον άκουσον- ξέρουν και να κλέβουν.
Μα είσαι στα καλά σου; Εσύ, μια ιέρεια της διανόησης και του υψηλού πνεύματος, η κατεξοχήν «έκφραση του ωραίου, διαμέσου λέξεων περίτεχνα υφασμένων μεταξύ τους» να μεταχειρίζεσαι πεζά παγκάκια, μπανάλ μικροαστικές συνήθειες, κοινότοπους φόβους και απρέπειες του συρμού και να ρίχνεις νερό στον μύλο των λεπρών και των μιαρών της αντίπερα όχθης; Είσαι στα καλά σου;
Άλλα περιμένανε οι κουλτουριάρηδες από εσένα. Μια ποιητική έξαρση. Μια βαθυστόχαστη ύφανση της καθομιλουμένης. Να γυρίσεις με ύφος μπλαζέ και να μας πεις: «Οι μετανάστες κείτονται εκεί που φοβόμαστε να δούμε». Ή ακόμα καλύτερα. «Οι μετανάστες φοράνε τη στολή του υποκριτικού μας δισταγμού. Διστάζουμε να τους αγγίξουμε γιατί οι παπαρούνες της ψυχής ξεράθηκαν μες στην ερείπωση του φόβου».
Τέτοια θέλουνε να ακούνε από σένα οι δήθεν του καθωσπρέπει πνεύματος. Να πιάσουνε κατόπιν την αυθεντία σου και να αρχίσουν να τη περιφέρουνε στα τουίτερ και τα φέισμπουκ. Είδατε ρε; Είδατε τι είπε η Δημουλά τρισκατάρατοι ρατσιστές;
Είδατε πόσο πεζοί και φοβικοί είστε που δεν γουστάρετε να βγαίνετε από τις πόρτες των σπιτιών σας, να λέτε καλημέρα και να περιμένετε απόκριση στο ομόγλωσσο; Είδατε πόσο «φασιστάκια» είστε που δεν αρέσκεται η μικροαστική αισθητική σας στα μπουλούκια των ταλαιπωρημένων μεταναστών; Είδατε πόσο «χρυσαυγουλάκια» είσαστε που δεν χαίρεστε που έγινε η Αθήνα μας πολυπολιτισμικό Λονδίνο;
Τέτοια λόγια περιμέναμε από εσένα. Αυτές τις υπόνοιες είχαμε για το ανάστημά σου. Και συ; Σαν τις παλιόγριες που στριμώχνονται στα λεωφορεία του συρμού, σαν τις καθημερινές γυναίκες της δύσκολης της βιοπάλης, έρχεσαι και μας μιλάς για ξύλινα παγκάκια, για συνηθισμένα ξαποστάματα στις άβολές τους ράχες και για αλλόγλωσσους κλοσάρ πού κλέβουνε το βιός μας και βασανίζουνε ταλαίπωρους συγχωριανούς μας.
Γιατί; Οι δικοί μας οι Έλληνες δεν κλέβουνε και δεν κακοποιούνε ανυπεράσπιστα γεροντάκια, ακούγεται η φωνή από το υπερπέραν. Κλέβουνε ρε μεγάλε. Και σκοτώνουνε, και βιάζουνε, και βγάζουν όλη τη ψυχανωμαλία τους πάνω σε μικρά παιδάκια και ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί ο νομοθέτης του κοινού ποινικού δικαίου. Απλά έχουμε τους δικούς μας μαλάκες. Μην αρχίσουμε να τους κάνουμε και εισαγωγή!
Λοιπόν ποιήτριά μου. Και εγώ ο ταπεινός και καταφρονεμένος αυτής της χώρας μαζί σου είμαι. Θαυμαστής από παλιά της ποιητικής σου τέχνης. Να αρπάζεις από χαμηλά τις τετριμμένες λέξεις, αυτές που μεταχειριζόμαστε στις μεταξύ μας συζητήσεις και αντέχουν ακόμα να στέκονται αντάμα σε ένα «άντε και γαμήσου», μια συνταγή για το καθημερινό τραπέζι, μια εξομολόγηση στη γυναίκα της ζωής μας και ένα φλερτ μετά από μια θάλασσα τεκίλες , να τις σκουπίζεις προσεχτικά με τα ακροδάχτυλά σου και να τις υψώνεις εκεί που «μηδείς αγεωμέτρητος εισίτω».
Και όταν πρέπει, να μπορείς να μου μιλάς και στην καθομιλουμένη. Να μοιράζεσαι και συ μαζί μου τους κοινούς μας φόβους, τις κοινές μας σκέψεις και όλα αυτά που φτιάχνουνε μέρα με τη μέρα την κοινή ζωή μας. Καλή η ποίηση, καλές οι βαριές κουβέντες, αλλά πρέπει να βρούμε χρόνο να χωρέσουμε και τις ζωές μας μέσα στην πεζή και ενοχλητική πραγματικότητα που μας περιβάλλει όλους. Να τις τακτοποιήσουμε και να τις κάνουμε απλά υποφερτές. Καλά τους τα είπες, λοιπόν. Αυτά σκέφτονται οι περισσότεροι, αυτά απασχολούν τις ζωές τους και αυτά θα μάθουμε να συζητάμε.
Ήρθε ο καιρός να μιλήσουμε σοβαρά για τα ανθρώπινα κουφάρια που στριμώχνονται αντάμα στις καλοζωισμένες μας ζωές. Μελαμψοί, αραπάδες, πακιστανοί και σχιστομάτηδες. Οι δώδεκα φυλές του Ισραήλ ήρθαν και εναπόθεσαν στη χώρα μας τις δικές τους ελπίδες. Να ζήσουν μια αξιοπρεπή ζωή, να στήσουν τη φαμίλια τους σε έναν ευλογημένο τόπο ή να ξαποστάσουνε για λίγο και μετά να βρούνε τρόπο να πάνε παραπέρα. Το πρόβλημα όμως, καλοί μου άνθρωποι, είναι ότι γινήκαμε πλέον πολλοί και η χώρα αυτή δεν μπορεί να μας θρέψει όλους.
Στην αρχή πιστέψαμε πως οι ζηλωτές του αντιρατσισμού, αυτοί μωρέ που βγαίνουν στα δημόσια μπαλκόνια, λένε μια μπαρούφα για το ωραίο του πολυπολιτισμικού και μόλις η κόρη τους τολμήσει να τους φέρει για γαμπρό καναν αλλόχρωμο αλλάζουν οι ίδιοι χίλια χρώματα για το κακό που βρήκε τη φαμίλια τους, θα αναλάβουν ενεργά να θρέψουν αυτούς τους ανθρώπους, να τους προσλάβουν στις δουλειές τους, να τους παντρέψουν με τις αγαπημένες τους κοράκλες και να κάνουν τελοσπάντων το κατιτίς που αρμόζει σε τέτοιους υπεράνω ανθρώπους, προκειμένου οι μετανάστες να ενσωματωθούν στην ελληνική κοινωνία. Γιατί ο μετανάστης ενσωματώνεται καλύτερα, όχι όταν οργανώνεις συσσίτια και αντιρατσιστικές διαδηλώσεις και «τουιτάρεις» ολημερίς και ολονυχτίς μηνύματα συμπαράστασης στο διαδίκτυο, αλλά όταν καταδέχεσαι να βγεις ραντεβού μαζί του και να του δώσεις και κανα γλωσσόφιλο. Κατάλαβες επαναστάτρια του γλυκού νερού;
Στο τέλος, όμως, αποδείχτηκαν και οι ίδιοι παρλαπίπες και αποφάσισαν- μες στα κοινόβια τους- πως το κράτος θα πρέπει να μεριμνήσει για τους ανθρώπους αυτούς και πως η αλληλεγγύη μας απέναντί τους επιβάλλεται να εξελιχθεί σε οκτάωρο δημοσιοϋπαλληλίκι. Να προσλάβουμε, βρε αδερφέ, καμιά χιλιάδα δημοσίων υπαλλήλων για να ασχολούνται με τις ανάγκες των ανθρώπων αυτών.
Και εκεί που λέγαμε πως τελειώσαμε με τους παρλαπίπες ήρθανε και οι άλλοι, οι τσαμπουκάδες των δημόσιων αποχωρητηρίων και άρχισαν να τσαμπουνάνε κάτι ακατάληπτα για το μεγαλείο της ελληνικής φυλής και για το ξεπάστρεμα των αραπάδων που βρίσκονται στη χώρα μας. Τα άκρα γεννάνε άκρα, φίλτατε, και αν καταδεχτείς να διαβάσεις και λίγο Ιστορία θα αντιληφθείς πως ο φασισμός θεριεύει μέσα στους μικροαστικούς μας φόβους για τον «Αλλον» και στις ανούσιες θεωρίες των γλυκανάλατων πολυπολιτισμικών. Και το δράμα είναι πως όταν έρθει η Αριστερά στα πράγματα και εξ ορισμού διαψεύσει τις υψηλές ελπίδες των «μικρών» ανθρώπων, αυτοί θα οδηγηθούνε πάραυτα στο άλλο άκρο. Και μη μου πεις μετά πως δεν στο είπα…
Πρέπει, λοιπόν, να συνεννοηθούμε για το αυτονόητο. Να βρούμε τρόπους ώστε το αιώνιο οικονομικό πρόβλημα των ανθρώπινων κοινωνιών, «η σπάνις των πόρων», να επιλυθεί με τον πιο ανώδυνο τρόπο. Για εμάς και για τους φιλοξενούμενούς μας. Να βάλουμε κανόνες και να στείλουμε στα σπίτια τους όσους δεν μπορούμε να φιλέψουμε στο δικό μας. Να ανοίξουμε το φως, να μετρηθούμε και να αποφασίσουμε συντεταγμένα πόσους αντέχουμε και πόσους χρειαζόμαστε. Απλά πράγματα.
Οι μετανάστες δεν είναι ούτε θέμα Δεξιάς, ούτε Αριστεράς, ούτε Κέντρου, ούτε τίποτα. Αντέχουμε τόσους, κρατάμε τόσους. Μαθηματικά της απλής λογικής. Αυτής που χάσαμε μέσα στους παροξυσμούς των παλιών και νέων Εθνικών Διχασμών.
Από τη μία είναι οι ιδέες, οι θεωρίες, τα μεγάλα λόγια και οι βαθυστόχαστες αναλύσεις. Οι βολικές γενικεύσεις, οι χρήσιμοι μανιχαϊσμοί και οι κατηγορίες του άσπρου και του μαύρου. Χρειάζονται και αυτά για να δίνουν κάποιο νόημα στα «υψηλά» και να θέτουν γενικούς κανόνες για τα γήινα και χαμηλά της καθημερινότητάς μας. Από την άλλη, όμως, υπάρχουνε και οι πραγματικοί άνθρωποι. Και πρέπει κάποτε να ασχοληθούμε και με τις δικές τους ανάγκες.
Οι άνθρωποι αυτοί τρώνε, απορρίπτουν σε λευκές τουαλέτες ό,τι περισσεύει, κατουράνε σε γωνιές, σε δέντρα, ακόμα και στις εθνικές, βρίσκουνε δουλειά, κάνουνε καριέρες, απολύονται εν μια νυκτί, ερωτεύονται, χωρίζουνε, πονάνε, μαλώνουνε , βρίζουνε και χειροδικούνε. Και το κυριότερο. Οι άνθρωποι αυτοί είναι μαθημένοι να φοβούνται. Και τους φόβους τους αυτούς εκμεταλλεύονται οι τυχοδιώκτες των άκρων για να στήσουν τις επικερδείς καριέρες τους. Οι άνθρωποι είναι αυτοί που είναι. Με τις πεζές ανάγκες τους και τις ποιητικές τους συναισθηματικές εξάρσεις. Ούτε άγγελοι. Ούτε διάβολοι. Κάτι ενδιάμεσο.
Και, δυστυχώς, οι μεγάλες θεωρίες που φτιάχτηκαν στους αργαλειούς της Ιστορίας δεν καταδέχτηκαν ποτέ τους να ασχοληθούνε με το ενδιάμεσο.
Εμείς αυτό που ζητάμε είναι να σουλουπώσουμε τις ζωές μας. Να ζήσουμε με αξιοπρέπεια τα χρόνια που μας έμειναν. Και αν δυσαρεστηθεί ο Μάρξ, ο Ένγκελς και ο Χάγιεκ ψιλοσκασίλα μου μεγάλη. Δεν στο κρύβω. Αρκετά τους μνημονεύσαμε και αυτούς, αρκετά στεφάνια καταθέσαμε στην αιώνια τους μνήμη, πάμε τώρα να συγυρίσουμε τις θνητές ζωές μας και να κάνουμε τον κόσμο γύρω μας απλά υποφερτό. Το ξέρω. Δεν ακούγεται και πολύ ποιητικό όλο αυτό αλλά δε βαριέσαι. Καλύτερα πεζός παρά αιθεροβάμων.
Aixmi.gr